Με σκοπό τη στήριξη των επιχειρήσεων και της ελληνικής οικονομίας, αλλά και τον περιορισμό της επικείμενης ύφεσης και της ανεργίας, η Ελληνική Ένωση Επιχειρηματιών (Ε.ΕΝ.Ε) παρουσίασε ένα πλέγμα βραχυπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων προτάσεων.
«Είναι κρίσιμο, παράλληλα με την διαχείριση των άμεσων επιπτώσεων της κρίσης, να καταρτιστεί ένα συντεταγμένο σχέδιο προκειμένου να χτίσουμε μία οικονομία παντός καιρού. Να μετασχηματιστεί το σημερινό εύθραυστο παραγωγικό μας μοντέλο. Είναι πλέον ευθύνη όλων να θωρακίσουμε τη χώρα για το μέλλον, έγκαιρα και αποφασιστικά, ώστε να μπορεί να σταθεί ανταγωνιστική στο νέο παγκόσμιο περιβάλλον. Στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει να εστιάσουμε το αναπτυξιακό μας μοντέλο σε επενδύσεις υψηλής προστιθέμενης αξίας, στην ανασύνταξη του πρωτογενή τομέα και της βιομηχανίας, και όλο το φάσμα της παραγωγής. Στόχος θα πρέπει να είναι να μειώσουμε την εξάρτηση της οικονομίας από τον μαζικό τουρισμό και την μαζική εστίαση, και να στραφούμε σε μία υψηλής ποιότητας και υψηλής προστιθέμενης αξίας ‘οικονομία της φιλοξενίας’. Το ζητούμενο παραμένει, μία Ελλάδα εξωστρεφής, ψηφιακή, που θα αξιοποιεί το ανθρώπινο δυναμικό της, και θα βρίσκεται στην πρώτη γραμμή της έρευνας και της τεχνολογίας. Μία Ελλάδα που κατακτά διαρκώς νέες αγορές στην Ευρώπη και τον κόσμο. Αυτό είναι το πρόταγμα που πρέπει να υπηρετήσουμε, ιδιώτες και πολιτεία στην πρωτοφανή κρίση που αντιμετωπίζουμε, ατομικά και συλλογικά, προκειμένου να διασφαλίσουμε το αύριο με όραμα και ευθύνη απέναντι στις νεότερες γενιές», υπογράμμισε ο Δρ. Βασίλης Γ. Αποστολόπουλος, Πρόεδρος της ΕΕΝΕ, δράττοντας ταυτόχρονα την ευκαιρία να συγχαρεί την πολιτεία για την αποφασιστικότητα, τη μεθοδικότητα και την αποτελεσματικότητα που επέδειξε στο χειρισμό της κρίσης της πανδημίας του κορονοϊού.
Κεντρική θέση της ΕΕΝΕ είναι να περιοριστεί, όσον το δυνατόν περισσότερο, η επιδότηση-βοήθεια σε προβληματικές ή έστω ζημιογόνες επιχειρήσεις, ενώ τα κίνητρα που θα δοθούν θα πρέπει να είναι ανάλογα με τη συνεισφορά στο ΑΕΠ (οριακοί, marginal φόροι, ασφαλιστικές εισφορές). Να επιδοτηθούν η εργασία και όχι η ανεργία, οι ανοιχτές επιχειρήσεις και όχι οι κλειστές, να βοηθηθούν οι επιχειρήσεις που θέλουν με δυναμισμό να ανακτήσουν νέο έδαφος, και όχι απλά αυτές που θέλουν να αποζημιωθούν για το χαμένο.
ι προτάσεις της ΕΕΝΕ λαμβάνουν υπόψιν τις κρατούσες συνθήκες, τους βασικούς άξονες που κινείται το Υπουργείο Οικονομικών, αλλά και το ευρωπαϊκό πλαίσιο πολιτικών και δεσμεύσεων και αναπτύσσονται πάνω σε τρεις παραδοχές:
α) Η επίδραση του κορονοϊού στην απασχόληση σίγουρα θα είναι μεσοπρόθεσμη (4-18 μήνες περίπου) και όχι μόνο βραχυπρόθεσμη (2-4 μήνες). Ως εκ τούτου αντίστοιχα με τα μεσοπρόθεσμα ευρωπαϊκά μέτρα για αύξηση ρευστότητας (διετίας και πλέον), τα μέτρα της κυβέρνησης μπορούν να είναι και μεσοπρόθεσμα.
β) Η δημοσιονομική πειθαρχία σε περίοδο κρίσης, προϋποθέτει και την κινητροδότηση ώστε να μην μειωθεί η φοροαποδοτικότητα πέραν της αναμενόμενης. Δηλαδή, τα κίνητρα πρέπει να είναι ανάλογα με τη συνεισφορά στην αύξηση του ΑΕΠ (οριακοί, marginal φόροι, ασφαλιστικές εισφορές).
Βάσει των ανωτέρω, η ΕΕΝΕ προτείνει μια σειρά από Βραχυπρόθεσμα, Μεσοπρόθεσμα και Μακροπρόθεσμα οριζόντια μέτρα:
Βραχυπρόθεσμα-Μεσοπρόθεσμα Μέτρα:
- Φορολογία νομικών προσώπων: η πριν την κρίση του κορωνοϊού προγραμματισμένη μείωση φορολογίας από το 24% στο 20% να δοθεί στο φετινό εισόδημα στις επιχειρήσεις που δεν προχώρησαν σε απολύσεις και συγκράτησαν -κατά το δυνατό- τον κύκλο εργασιών τους. To μέτρο αυτό, εκτός από επιβράβευση των επιχειρήσεων που θα κρατήσουν τα δημόσια έσοδα στα ίδια ή μέσα στα αναμενόμενα επίπεδα, θα τονώσει και τη ρευστότητά τους και τη δυναμική τους. Μέτρο πιο αποτελεσματικό από το αντίστοιχο της μείωσης της προκαταβολής φόρου.
- Η (όποια) μείωση ασφαλιστικών εισφορών θα πρέπει να υλοποιηθεί όχι μόνο μεσοπρόθεσμα, αλλά να είναι ακόμη πιο γενναία για τις επιχειρήσεις με τις ως άνω προϋποθέσεις.
Τα μέτρα αυτά προτείνονται για το 2020 και κατόπιν μπορεί να αποσυρθούν εκτός και εάν αποδεδειγμένα μπορούν να συνεχίσουν να χρηματοδοτούνται από τον κρατικό προϋπολογισμό.
Μακροπρόθεσμα Μέτρα:
Η νέα παγκόσμια οικονομική κρίση, όπως είναι φυσικό, επηρεάζει όλους τους κλάδους της ελληνικής οικονομίας: του ναυτιλιακού και του τουριστικού, της εστίασης, αλλά και της παραγωγής - που δείχνει σημάδια ανθεκτικότητας. Το προβλεπόμενο βάθος της κρίσης για την Ελλάδα, αναδεικνύει για άλλη μια φορά τα ευάλωτα σημεία της εγχώριας οικονομικής δραστηριότητας και περιγράφει όχι μόνο τους τομείς που χρήζουν υποστήριξης, αλλά και τις προτεραιότητες του νέου παραγωγικού μοντέλου.
Σε αυτή την κατεύθυνση, η ΕΕΝΕ προτείνει δύο στρατηγικές επιλογές ενίσχυσης:
Α) της αγροτικής παραγωγής και της συναφούς βιομηχανικής μεταποίησης των προϊόντων του πρωτογενούς τομέα. O καίριος αυτός τομέας μετασχηματίζεται ραγδαία μέσω νέων ψηφιακών εφαρμογών σε όλο τον κόσμο και προσφέρει σημαντικές ευκαιρίες και προοπτικές για νέους ανθρώπους για δημιουργία και πρόοδο.
Β) της επανα-βιομηχανοποίησης του ιστού της οικονομίας μας. Συγκεκριμένα, μία «έξυπνη» βιομηχανοποίηση που να βασίζεται στα τελευταία εργαλεία ψηφιοποίησης και τεχνητής νοημοσύνης σε συνδυασμό με επιθετική εξωστρέφεια άμεσης σύνδεσης με τις μεγαλύτερες αγορές του κόσμου.
Όπως τόνισε ο Α’ Αντιπρόεδρος τη ΕΕΝΕ, κ. Κρίστιαν Χατζημηνάς, «η ΕΕΝΕ έχει ήδη αναλάβει μια σειρά πρωτοβουλιών, που ξεκίνησαν πριν την κρίση του κορονοΐού, αναδεικνύοντας επιτυχημένα παραδείγματα ελληνικών μικρομεσαίων επιχειρήσεων, κυρίως αυτών που κρατώντας τον κορμό της παραγωγής τους στην Ελλάδα και κάνοντας τολμηρά βήματα με ταυτόχρονη βιομηχανική εγκατάσταση και συνεργασίες στις διεθνείς αγορές έδειξαν έμπρακτα το δρόμο σχετικά με το προς τα πού και πώς πρέπει να αλλάξουμε το οικονομικό μας μοντέλο, ώστε να αυξηθεί η επιχειρηματική μας επικράτεια και οι ευκαιρίες ανάπτυξης. Η Ελλάδα διαθέτει πολλούς επιστήμονες, μηχανικούς και γενικότερα έμψυχο προσωπικό με μεγάλες δεξιότητες. Πολλοί όμως εξ’ αυτών κατευθύνθηκαν προς το εξωτερικό, ή, εξ’ ανάγκης προς άλλους κλάδους ασύνδετους με τις δεξιότητές τους, όπου προφανώς υπήρχε μεγάλη ζήτηση ή καλύτερες συνθήκες σε σχέση με ένα βιομηχανικό περιβάλλον που βασιζόταν στα παλαιά πρότυπα και όχι στις νέες τεχνολογίες».
Η ΕΕΝΕ προτείνει, να δοθούν συγκεκριμένα και ισχυρότερα κίνητρα ώστε να στραφεί το εργατικό και επιστημονικό έμψυχο δυναμικό προς την αγροτική παραγωγή (και της συναφούς υψηλής προστιθέμενης αξίας μεταποιητικής παραγωγής) και στην έξυπνη επαναβιομηχανοποίηση της χώρας μας. Αυτό σημαίνει ότι τα προγράμματα ΕΣΠΑ και η Ευρωπαϊκή χρηματοδότηση θα πρέπει να εστιαστεί κυρίως προς αυτούς τους τομείς, στη βάση ενός ολοκληρωμένου σχεδίου ανάταξης της παραγωγής. Αυτό προϋποθέτει, προσθέτως και συνδυαστικά, κίνητρα μετεγκατάστασης σε μη αστικές περιοχές, επανεκπαίδευση στις τελευταίες τεχνολογίες, επιδότηση αντίστοιχου εξοπλισμού και τεχνολογίας. Τα τελευταία, βέβαια, υπάρχουν ως ένα βαθμό, αλλά η ουσία είναι να ενισχυθούν και να ενταχθούν στον κύριο κορμό των κινήτρων. Αν μη τι άλλο, η κρίση του κορωνοϊού εξοικείωσε ένα μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της χώρας σε αυτές τις νέες τεχνολογίες - οι οποίες είναι οι ίδιες που θα στηρίξουν και τις προσπάθειες των επιχειρήσεων στο εξωτερικό.
Η ανάγκη για ένα νέο παραγωγικό μοντέλο εξωστρέφειας και καινοτομίας που θα αξιοποιεί και θα κεφαλαιοποιεί έξυπνα και πολλαπλασιαστικά τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας και το υψηλού επιπέδου ανθρώπινο δυναμικό της, είναι πιο επιτακτική από ποτέ. Αποτελεί δε θεμέλιο λίθο για μια βιώσιμη και μακρόπνοη οικονομική ανάπτυξη, που θα δημιουργήσει στέρεες συνθήκες ευημερίας για όλους.