Πολύ κατώτερος των προσδοκιών είναι ο σχεδιασμός που γίνεται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τα νέα εργαλεία του κοινοτικού προϋπολογισμού που θα χρηματοδοτήσουν την ανάκαμψη μετά την πανδημία, καθώς τα ποσά που συζητούνται στις Βρυξέλλες είναι μικρά, ενώ ένα από τα βασικά προγράμματα που σχεδιάζεται από τους τεχνοκράτες θα συνδυάζεται με ένα είδος μνημονίου και αναμένεται να προκαλέσει αντιδράσεις από τις χώρες του Νότου, με πρώτη την Ιταλία.
Από δημοσίευμα του Global Capital, που επικαλείται εσωτερικό σημείωμα της Κομισιόν, γεννώνται σοβαρές αμφιβολίες για το αν οι συζητήσεις των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων θα καταλήξουν σε ένα χρηματοδοτικό πρόγραμμα αντάξιο των περιστάσεων, δηλαδή σε ένα πρόγραμμα που αφενός θα υποστηρίξει την ανάκαμψη των οικονομιών μετά την πανδημία και, αφετέρου, θα προσφέρει στις ασθενέστερες οικονομίες επαρκή χρηματοδότηση, ώστε να διατηρηθεί η συνοχή της ευρωζώνης και να μην εξελιχθεί αυτή η οικονομική κρίση σε μια νέα κρίση χρέους, για την οποία έχει προειδοποιήσει ο πρόεδρος του Eurogroup, Μάριο Σεντένο.
Οι διεργασίες στις Βρυξέλλες για την προετοιμασία των προτάσεων προς τους ηγέτες, οι οποίες θα πρέπει να παραδοθούν ως τα μέσα Μαϊου, ώστε αμέσως μετά να συνεδριάσει το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, βρίσκονται σε εξέλιξη και πιθανότατα οι προτάσεις θα διαφοροποιηθούν στην πορεία. Όμως, τα βασικά σημεία που προκύπτουν από το έγγραφο, το οποίο επικαλείται το Global Capital, δείχνουν ότι οι τεχνοκράτες της Κομισιόν κλίνουν υπερβολικά προς τις αντιλήψεις των χωρών του Βορρά, οι οποίες επιδιώκουν να περιορίσουν τα κόστη της συμμετοχής τους στον κοινοτικό προϋπολογισμό, αλλά και να επιβάλλουν όρους για τη χρηματοδότηση από το κοινό ταμείο.
Ειδικότερα, στο έγγραφο αυτό γίνεται λόγος για ένα Πρόγραμμα Ανάκαμψης της Ένωσης (Union Recovery Programme) και όχι για το ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης, στο οποίο αναφερόταν η γαλλική πρόταση, που συζητήθηκε στην τελευταία, ατελέσφορη τηλεδιάσκεψη των ηγετών. Οι λέξεις έχουν τη σημασία τους σε αυτή την περίπτωση, καθώς η έννοια του «προγράμματος» παραπέμπει σε ένα χρηματοδοτικό εργαλείο πλήρως ενταγμένο στον κοινοτικό προϋπολογισμό και όχι σε ένα νέο ταμείο συνδεδεμένο μεν με τον προϋπολογισμό, αλλά με κάποια λειτουργική αυτοτέλεια.
Το Πρόγραμμα Ανάκαμψης της Ένωσης, όπως προκύπτει από το έγγραφο, θα χρηματοδοτηθεί με δανεισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης από την αγορά, «μέσα από μια ριζοσπαστική αλλαγή της λειτουργίας του προϋπολογισμού της Ε.Ε.» και με «αυξημένη δυνατότητα χρήσης καινοτομικών χρηματοπιστωτικών εργαλείων». Πέραν αυτών, όμως, των διατυπώσεων που φαίνονται φιλόδοξες, το έγγραφο αναφέρει ότι το νέο πρόγραμμα, που θα χρηματοδοτηθεί με εκδόσεις τίτλων μακράς διάρκειας, θα έχει προϋπολογισμό 323 δισ. ευρώ. Η εξυπηρέτηση αυτού του χρέους προτείνεται να γίνει με επέκταση των ιδίων πόρων του προϋπολογισμού κατά 0,5% του ΑΕΠ, ποσοστό πολύ μικρό σε σχέση με όσα είχε αναφέρει η πρόεδρος της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, μετά την τελευταία τηλεδιάσκεψη των ηγετών, όταν είχε κάνει λόγο για αύξηση από το 1,1% στο 2% του ΑΕΠ.
Όπως σημειώνει το Global Capital, αναλυτής ευρωπαϊκής στρατηγικής σε μεγάλη επενδυτική τράπεζα του Λονδίνου χαρακτήριζε το έγγραφο ως «όχι πολύ ενθαρρυντικό» και το προτεινόμενο ποσό της χρηματοδότησης «πραγματικά πολύ μικρό».
Μια άλλη σημαντική παράμετρος των προτάσεων που διαλαμβάνονται στο έγγραφο είναι το Πρόγραμμα Υποστήριξης Μεταρρυθμίσεων (Reform Support Programme), το οποίο είχε εφαρμοσθεί και στο παρελθόν και προτείνεται να επανέλθει με ένα προϋπολογισμό 200 δισ. ευρώ από το συνολικό κοινοτικό προϋπολογισμό. Το πρόγραμμα αυτό θα παρέχει δάνεια, αλλά και επιδοτήσεις (δεν διευκρινίζεται σε ποια αναλογία), τα οποία όμως θα προσφέρονται υπό τον όρο ότι τα κράτη που θα τα λαμβάνουν θα εφαρμόζουν προγράμματα μεταρρυθμίσεων και επενδύσεων για την ενίσχυση του μακροπρόθεσμου ρυθμού ανάπτυξης.
Τέτοιες προτάσεις ενέχουν πολύ σοβαρούς πολιτικούς κινδύνους, καθώς το ζήτημα της επιβολής όρων για δανεισμό έχει προκαλέσει πολύ έντονες αντιπαραθέσεις, τόσο στις συνεδριάσεις υπουργών Οικονομικών, όσο και στα συμβούλια των ηγετών. Όταν τέθηκε αντίστοιχη πρόταση για δάνεια από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας με όρους, πρόταση στην οποία επέμενε πεισματικά ο Ολλανδός υπουργός Οικονομικών, η Ιταλία μπλόκαρε τις αποφάσεις. Ύστερα από σοβαρές διαφωνίες, εγκρίθηκε από τους ηγέτες πρόταση που προβλέπει ότι τα δάνεια θα χορηγούνται χωρίς άλλους όρους, πέραν της γενικής πρόβλεψης ότι θα καλύπτουν δαπάνες για την πανδημία, αλλά ακόμη παραμένουν αρκετές λεπτομέρειες αδιευκρίνιστες. Σε αυτό το πλαίσιο, εκφράζονται φόβοι για νέες πολιτικές αντιπαραθέσεις στην Ευρώπη, εάν ένα βασικό χρηματοδοτικό εργαλείο συνδεθεί με όρους.
Η στάση της Ελλάδας
Η ελληνική κυβέρνηση παραμένει επιφυλακτική έναντι των εξελίξεων στην Ευρώπη και των συζητήσεων για νέα χρηματοδοτικά εργαλεία και φροντίζει να διατηρεί πρόσβαση στην αγορά ομολόγων για τη χρηματοδότησή της, αναμένοντας να ξεκαθαρίσει το τοπίο σχετικά με τους όρους των χρηματοδοτήσεων, καθώς και το αν θα προσφερθούν με τη μορφή επιδοτήσεων, ή ως δάνεια που θα διογκώσουν το χρέος.
Στην πρόσφατη τηλεδιάσκεψη των ηγετών, ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, εύστοχα προειδοποίησε για τον κίνδυνο αυτό, τονίζοντας ότι το Ταμείο Ανάκαμψης θα πρέπει να λειτουργήσει εμπροσθοβαρώς και να εστιάσει πρωτίστως σε επιχορηγήσεις προς τα κράτη μέλη παρά σε δάνεια. «Δεν πρέπει να επιτρέψουμε περαιτέρω αύξηση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ», προειδοποίησε ο πρωθυπουργός. Τόνισε δε ότι μια στρατηγική η οποία δεν θα επιβαρύνει το δημόσιο χρέος κάθε χώρας, θα ήταν πράξη προς το συμφέρον όλων των χωρών κι όχι μόνο πράξη αλληλεγγύης. Σημείωσε μάλιστα ότι η Ευρώπη δεν πρέπει να κάνει για άλλη μια φορά «πολύ λίγα, πολύ αργά».
Πάντως, η κυβέρνηση προσανατολίζεται να αξιοποιήσει τα δύο χρηματοδοτικά εργαλεία που έχουν ήδη εγκριθεί και αναμένεται να ενεργοποιηθούν το επόμενο διάστημα και τα οποία δεν φαίνεται ότι θα συνδεθούν με κάποιους όρους ή θα διογκώσουν το χρέος: τις χρηματοδοτήσεις από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων για τη στήριξη της απασχόλησης, καθώς και το πρόγραμμα Sure της Κομισιόν για τη στήριξη εργαζομένων.