Ο παράγοντας της αίσθησης ασφάλειας που προσφέρει η χώρα, το είδος του τουριστικού καταλύματος και ασφαλώς η δυνατότητα μετακίνησης, θα αποτελέσουν τους παράγοντες, που θα καθορίσουν την ταχύτητα ανάκαμψης για τον εγχώριο τουρισμό.
Αυτό που φαντάζει βέβαιο επί του παρόντος, είναι ότι η ομαλοποίηση του τουρισμού δεν πρόκειται να επέλθει πριν το τρίτο τρίμηνο του 2021 και πάντα υπό την αίρεση ότι έως τότε θα έχει αναπτυχθεί, παραχθεί και διατεθεί στον ευρύ πληθυσμό ένα αποτελεσματικό εμβόλιο για την καταπολέμηση της πανδημίας που προκάλεσε ο νέος κορονοϊός.
Σε κάθε περίπτωση όμως, χώρες, όπως η Ελλάδα, οι οποίες έχουν το πλεονέκτημα ότι αντιμετώπισαν αποτελεσματικά το πρώτο κύμα της πανδημίας, βρίσκονται σήμερα σε πλεονεκτική θέση, αναφορικά με την προσέλκυση ξένων επισκεπτών και αυτό το διαπιστώνει εύκολα κανείς, ακόμα και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όπου ήδη πολλοί άνθρωποι εκδηλώνουν την πρόθεσή τους να επισκεφτούν την Ελλάδα, ήδη από φέτος.
Σε ανάλυση που δημοσιοποιήθηκε χθες από τον όμιλο Δανός - BNP Paribas Real Estate, επισημαίνεται μάλιστα ότι τυχόν δεύτερο κύμα του ιού (όπως φοβούνται πολλοί επιστήμονες) το προσεχές φθινόπωρο, αναμένεται να καθυστερήσει κι άλλο την ανάκαμψη του τουρισμού. Γι’αυτόν τον λόγο, οι ειδικοί του κλάδου σημειώνουν ότι η πλήρης επαναφορά στην ομαλότητα δεν θα πρέπει να αναμένεται πριν το 2022. Στο μεσοδιάστημα, ο εσωτερικός τουρισμός αναμένεται να κληθεί να αναπληρώσει μέρος των απωλειών.
Ταυτόχρονα, οι νησιωτικοί προορισμοί (ιδίως οι μικρότεροι) προβλέπεται ότι θα πληγούν περισσότερο, όχι μόνο λόγω της απροθυμίας των τουριστών να τους επισκεφτούν, αλλά και εξαιτίας της δυσκολίας να βρεθεί το απαιτούμενο προσωπικό. Σύμφωνα δηλαδή με τους αναλυτές, είναι πιθανό ορισμένοι εργαζόμενοι να προτιμήσουν να εργαστούν σε άλλα καταλύματα, όπου η πρόσβαση σε δομές υγείας είναι ευκολότερη.
Η επίδραση ανά κατηγορία ξενοδοχείων
Μπορεί η κοινή συνισταμένη να είναι ότι ο τουρισμός έχει μπροστά του ένα ή και δύο δύσκολα χρόνια, ωστόσο, η επίδραση δεν πρόκειται να είναι η ίδια για όλα ανεξαιρέτως τα ξενοδοχεία. Σύμφωνα με την έκθεση της Δανός - BNP Paribas Real Estate, η πλειονότητα των αναλυτών μοιάζει να συμφωνεί ότι τα οργανωμένα τουριστικά θέρετρα και οι μεγάλες ξενοδοχειακές μονάδες θα κληθούν να αντιμετωπίσουν τις μεγαλύτερες προκλήσεις, λόγω των σαφώς μεγαλύτερων δαπανών λειτουργίας, αλλά κι επειδή ορισμένες χώρες σχεδιάζουν να περιορίσουν τον αριθμό των επισκεπτών που θα δεχθούν, τουλάχιστον το φετινό καλοκαίρι.
Αυτό σημαίνει ότι θα είναι δυσκολότερο για τα συγκεκριμένα καταλύματα να προσελκύσουν τον αριθμό των τουριστών που χρειάζονται για να θεωρηθούν βιώσιμα. Διαφορετικά δεν θα είναι επιχειρηματικά συνετό να λειτουργήσει ένα μεγάλο ξενοδοχείο, μόνο και μόνο για να εγγράψει ζημίες και να ξανακλείσει το φθινόπωρο.
Στον αντίποδα, τα ξενοδοχεία πόλης, που «άνθησαν» και στην Αθήνα τα τελευταία χρόνια, μέσω ενός άνευ προηγουμένου επενδυτικού «οργασμού», θα έχουν σαφώς καλύτερες επιδόσεις τους προσεχείς μήνες, καθώς επηρεάζονται πολύ λιγότερο από τον παράγοντα της εποχικότητας. Δηλαδή, δεν έχει τόσο μεγάλη σημασία αν θα απολέσουν τους καλοκαιρινούς μήνες, καθώς μπορούν να απευθύνονται και σε όσους ταξιδεύουν για επαγγελματικούς λόγους. Άλλωστε, τα ξενοδοχεία αυτά (12μηνης λειτουργίας) είναι και τα πρώτα που θα επαναλειτουργήσουν την 1η Ιουνίου, με βάση τον υφιστάμενο σχεδιασμό της κυβέρνησης.
Αντίστοιχα, σε καλύτερη μοίρα φαίνεται πως βρίσκονται και οι μικρές ξενοδοχειακές μονάδες, οι οποίες έχουν χαμηλό κόστος λειτουργίας και συντήρησης/επισκευών, με αποτέλεσμα να είναι ευκολότερο να επαναλειτουργήσουν μετά από μια περίοδο διακοπής. Το ίδιο θετικά αντιμετωπίζονται και τα ξενοδοχεία που βρίσκονται σε προορισμούς που μπορούν να προσελκύσουν μεγάλους αριθμούς εγχώριων επισκεπτών.
Όσον αφορά τα μπουτίκ ξενοδοχεία και αυτά φαίνεται ότι θα βρεθούν σε πλεονεκτική θέση, ιδίως μάλιστα εκείνα τα οποία βρίσκονται σε αστικούς προορισμούς και όχι σε παραθεριστικά θέρετρα. Σύμφωνα με τους αναλυτές, τα εν λόγω ξενοδοχεία έχουν ιδιαίτερα πιστή και στοχευμένη πελατεία και προσφέρουν μια σειρά υπηρεσιών (π.χ. σπα, εστίαση), που συγκεντρώνουν υψηλή προτίμηση από τους ξένους επισκέπτες. Ταυτόχρονα, έχουν και τα πλεονεκτήματα που προαναφέρθηκαν για τις μικρές μονάδες, καθώς κατά κανόνα τα εν λόγω ξενοδοχεία είναι μικρά σε μέγεθος και αριθμό δωματίων.
Αντίστοιχα, χώρες όπως η Ελλάδα, θα ευνοηθούν και λόγω της επιφύλαξης πολλών υποψήφιων επισκεπτών από τις ΗΠΑ και την Ε.Ε. να ταξιδέψουν σε εξωτικούς προορισμούς. Αυτοί θεωρούνται πλέον υψηλού κινδύνου, καθώς για να τους επισκεφθεί κανείς απαιτούνται μεγάλες πτήσεις, σημαντική έκθεση σε σειρά αεροδρομίων και κατά κανόνα δεν προσφέρουν άμεση πρόσβαση σε νοσοκομεία και συναφείς υπηρεσίες υγείας.