Αρχίζει την επόμενη εβδομάδα η δύσκολη επιχείρηση επανεκκίνησης της ελληνικής οικονομίας μετά την άνευ προηγουμένου καθίζηση της οικονομικής ζωής που προκάλεσε η επιβολή του lockdown για την ανάσχεση της εξάπλωσης της πανδημίας.
Χθες, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης παρουσίασε το χρονοδιάγραμμα της σταδιακής εξόδου από την καραντίνα, προειδοποιώντας ότι «δεν υπάρχει επιστροφή στην προ κορονοϊού πραγματικότητα», ενώ διάχυτη είναι η αγωνία για την επόμενη ημέρα στον επιχειρηματικό κόσμο, τους εργαζόμενους και τους ελεύθερους επαγγελματίες.
Με την οικονομία τόσες εβδομάδες σε καταστολή πολλοί αμφιβάλουν για την δυνατότητα ανάνηψης και φοβούνται για αυτά που έρχονται. Τα ερωτήματα ατελείωτα: ακόμα και αν ανοίξουν τα μαγαζιά πόσοι θα μπαίνουν μέσα, πώς θα λειτουργήσει η εστίαση και τα καφέ με τις νέες υγειονομικές συνθήκες, ποιος θα καταναλώσει σε ένα περιβάλλον ακραίας αβεβαιότητας, πόσο μπορεί να επιβιώσει μια μικρή επιχείρηση ή ένα μαγαζάκι σε συνθήκες κάθετης πτώσης της ζήτησης, ποιος θα κάνει επενδύσεις και με ποιους όρους, τι θα γίνει με τον τουρισμό και τους δεκάδες τομείς που ζουν από αυτόν, τι θα γίνει με τις τράπεζες, τι θα γίνει με το δημόσιο και ιδιωτικό χρέος, τι θα γίνει με την απασχόληση, τι θα γίνει με τα δημόσια οικονομικά. Και πολλά, πολλά, άλλα.
Η κυβέρνηση κατάφερε να αντιδράσει στην πρωτοφανή πρόκληση που αντιμετωπίζουμε με αντανακλαστικά αξιοθαύμαστα: προχώρησε πολύ γρήγορα στη λήψη δύσκολων αποφάσεων, όταν άλλες μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες πελαγοδρομούσαν, περιορίζοντας στο ελάχιστο τις ανθρώπινες απώλειες και κρατώντας όρθιο το σύστημα υγείας. Η επιτυχία αυτή έχει αναγνωριστεί, η Ελλάδα μετά από πολλά χρόνια απασχολεί το διεθνή τύπο θετικά και αναφέρεται ως χώρα πρότυπο στην αντιμετώπιση της παρούσας κρίσης. Ωστόσο η κατάσταση της οικονομίας δεν εμπνέει καμία εμπιστοσύνη.
Αποστεωμένη στη νέα μεγάλη μάχη
Και μπορεί η πανδημία να αποτελεί μια ακραία εξωτερική επίπτωση που πλήττει οριζόντια την παγκόσμια οικονομία και οι πάντες σε Ευρώπη, Αμερική και Ασία να αγωνιούν για την επανεκκίνηση και την επόμενη ημέρα, ωστόσο η Ελλάδα θα πρέπει να επιτελέσει διπλό άθλο: να επιτύχει την επανεκκίνηση και σταθεροποίηση της οικονομίας χωρίς τις δυνάμεις και αντοχές που έχουν οι άλλες χώρες.
Η ελληνική κοινωνία και οι ελληνικές επιχειρήσεις, η Ελλάδα, θα πρέπει να επιβιώσει και να παραμείνει όρθια στην βαρυχειμωνιά, αν όχι παγετώνα, που έρχεται γρήγορα δίχως να διαθέτει ίχνος «λίπους».
Δυστυχώς το λίπος που είχε σχηματιστεί στις ημέρες των παχιών αγελάδων, της δεκαετίας του 1990 και 2000, το καταναλώσαμε τόσο άσκοπα την προηγουμένη δεκαετία. Σε μια συγκυρία που η παγκόσμια οικονομία αναπτύσσονταν με ταχύτητα η Ελλάδα σπατάλησε χρόνο και ενέργεια σε αυταπάτες, σε μια στείρα μνημονιακή – αντιμνημονιακή σύγκρουση, αφήνοντας μια σχετικά περιορισμένη οικονομική κρίση να μετατραπεί σε μια οικονομική πυρκαγιά που κατέκαψε τη χώρα.
Το πολιτικό προσωπικό απορροφημένο από μια στείρα μικροπολιτική σύγκρουση, που παρέπεμπε στη δεκαετία του ’80, άφηνε τη χώρα στον αυτόματο πιλότο, αδιαφορώντας για την ψηφιακή επανάσταση, αποφεύγοντας τον εκσυγχρονισμό της δημόσιας διοίκησης και την ενίσχυση της θέσης της χώρας στο διεθνές ανταγωνιστικό περιβάλλον. Παράλληλα το πολιτικό προσωπικό μετέθετε από χρόνο σε χρόνο δύσκολα προβλήματα όπως τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια των τραπεζών και η αντιμετώπιση του ιδιωτικού χρέους.
Κάπως έτσι η νέα κρίση που προκαλεί η πανδημία βρίσκει την Ελλάδα και την κοινωνία, αποστεωμένη και αδύναμη από την πολυετή ελληνική οικονομική κρίση που προηγήθηκε.
Χωρίς αποταμιεύσεις, με το 75% των νοικοκυριών να έχουν καταθέσεις κάτω των 1.000 ευρώ, χωρίς εισοδήματα, με τα 2/3 των μισθωτών να έχουν μισθό κάτω των 1.000 ευρώ και τις μισές επιχειρήσεις με «κόκκινα» δάνεια και χρέη στην εφορία, η χώρα ήταν εκτεθειμένη ακόμα και σε μικρές διαταραχές της τύχης, πολύ περισσότερο σε κάτι μοναδικό και σφοδρό σαν την κρίση που βιώνει η παγκόσμια οικονομία.
Χωρίς δυνάμεις, πόσο μπορεί να αντέξει μια μικρή επιχείρηση ή ένα μικρό κατάστημα λιανικής με μεγάλη μείωση εργασιών; Ένα εστιατόριο που ακόμα και αν υπάρχουν πρόθυμοι πελάτες θα πρέπει να δέχεται τους μισούς από τη δυναμικότητά του για λόγους υγείας; Πώς θα επιβιώσουν επιχειρήσεις που βρίσκονταν στο όριο, εξαιτίας της ελληνικής κρίσης, και τώρα μόλις επιχειρούσαν να ανακάμψουν; Ή ένας ελεύθερος επαγγελματίας; Πώς θα ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του ένα νοικοκυριό ή μια επιχείρηση που θα υποστεί τις συνέπειες της κρίσης; Ποια θα είναι η επίπτωση στην απασχόληση; Και όλα αυτά που θα οδηγήσουν τις τράπεζες;
Το ελληνικό κράτος δεν μπορεί να κάνει πολλά. Σε αντίθεση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, η Ελλάδα είναι ήδη υπερχρεωμένη χωρίς επαρκείς πόρους για την ενίσχυση του ιδιωτικού τομέα και με μια δημόσια διοίκηση, που ακόμα και αν υπήρχαν επαρκείς πόροι, είναι αμφίβολο αν θα μπορούσε να τους διαχειριστεί αποτελεσματικά. Το ίδιο και οι τράπεζες οι οποίες παραμένουν αδύναμες υπό το βάρος των μη εξυπηρετούμενων δανείων –κληρονομιά της δημοσιονομικής κρίσης.
Έτσι η Ελλάδα βρίσκεται αντιμέτωπη με μια νέα δριμεία κρίση εντελώς αποστεωμένη:
- Με το υψηλότερο δημόσιο χρέος στην Ευρώπη.
- Με το υψηλό ιδιωτικό χρέος και το μεγαλύτερο απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων στην Ευρώπη.
- Με τη μεγαλύτερη ανεργία και τη μεγαλύτερη μακροχρόνια ανεργία στην Ευρώπη.
- Με τη μεγαλύτερη αποεπένδυση που έχει συντελεστεί σε καιρό ειρήνης.
- Με την οικονομία εξαρτημένη υπερβολικά από τον τουρισμό και υπηρεσίες που θα υποστούν τις μεγαλύτερες πιέσεις λόγω της κρίσης.
Πως μπορεί η Ελλάδα να κάνει (ξανά) την έκπληξη
Αν και σήμερα πολλοί δυσκολεύονται να διακρίνουν αχτίδες αισιοδοξίας, ωστόσο, υπάρχουν πιθανότητες για μια δεύτερη θετική έκπληξη. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης κατανοεί σε βάθος τα προβλήματα, συμβουλεύεται ειδικούς και όχι κομματικούς αυλικούς και έχει την ικανότητα λήψης αποφάσεων. Έτσι, αν με την ίδια αποφασιστικότητα, και σωστή επιλογή ατόμων, προχωρήσει και στη σύσταση δημιουργία μιας task force για την ανόρθωση της οικονομίας μπορεί να ανατρέψει τα δεδομένα.
Δεν είναι τυχαίο ότι πριν λίγες ημέρες προχώρησε σε σύσκεψη με τους επικεφαλής των μεγάλων κατασκευαστικών ομίλων για την επιτάχυνση των δημοσίων έργων ενώ η κυβέρνηση επεξεργάζεται τρόπους ώστε να τερματιστεί το σημερινό ντροπιαστικό καθεστώς, όπου ένα έργο που δημοπρατείται σήμερα μπορεί να ξεκινήσει μετά από 5 και πλέον χρόνια. Η κατάσταση απαιτεί ταχύτητα.
Η κυβέρνηση θα πρέπει να κινητοποιήσει ευρωπαϊκούς πόρους και να διοχετεύσει ρευστότητα για την ενίσχυση των επιχειρήσεων, της απασχόλησης, της επιχειρηματικότητας και των επενδύσεων.
Ο πρωθυπουργός θα πρέπει να αξιοποιήσει την εμπιστοσύνη με την οποία τον περιβάλει το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας ώστε να πετύχει την μεγάλη φυγή της χώρας προς τα εμπρός με την υλοποίηση μεταρρυθμίσεων που θα επαναφέρουν την Ελλάδα σε τροχιά σύγκλισης με την ΕΕ.
Επιπλέον το γεγονός ότι η χώρα κατάφερε να αναχαιτίσει την πανδημία, και να αποτελέσει ένα θετικό παράδειγμα, δημιουργεί ένα άυλο κεφάλαιο, μια υπεραξία, την οποία πρέπει να προστατεύσουμε και να αξιοποιήσουμε ειδικά στον τομέα του τουρισμού.
Η ταχεία ψηφιοποίηση του κράτους, σε διάστημα εβδομάδων, προσπάθεια που πρέπει να συνεχιστεί και επεκταθεί, μπορεί να αποτελέσει το τέλος εποχής μιας δημόσιας διοίκησης που έχει παραμείνει καθηλωμένη στις χειρότερες εκδοχές περασμένων δεκαετιών.
Όλα αυτά όμως θα απαιτήσουν λεφτά. Πολλά λεφτά. Και, δεδομένων των περιορισμένων δυνατοτήτων δανεισμού, η Ελλάδα θα πρέπει να καταφύγει σε κάθε διαθέσιμη χρηματοδοτική δυνατότητα της ΕΕ, και να διοχετεύσει τη ρευστότητα στην υποστήριξη της οικονομίας και των επιχειρήσεων. Η χώρα δεν έχει την δυνατότητα να ολιγωρήσει εξαιτίας του πολιτικού κόστους και να παρασυρθεί για δεύτερη φορά σε μια στείρα μνημονιακή – αντιμνημονιακή σύγκρουση, και να παρασυρθεί από νέα μικροπολιτικά παιχνίδια εντυπώσεων τα οποία τα πληρώσαμε πολύ ακριβά όχι μόνο εμείς αλλά θα πληρώνουν και οι επόμενες γενιές.
Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, σημείωσε την προηγούμενη εβδομάδα ότι η Ελλάδα θα διαψεύσει τα χειρότερα σενάρια για την ύφεση που έχουν δημοσιοποιηθεί το τελευταίο διάστημα, τονίζοντας ότι το βασικό σενάριο για την ύφεση του 2020 προβλέπει συρρίκνωση του ΑΕΠ κατά 4%. Στο ίδιο μήκος κύματος ήταν και οι εκτιμήσεις του ΙΟΒΕ, το οποίο προβλέπει ύφεση κοντά στο -5% αν η οικονομία επανέλθει σε λειτουργία σχετικά γρήγορα, και στο -10% αν υπάρξει νέα έξαρση της επιδημίας και καθυστέρηση στην επαναλειτουργία της οικονομίας.
Το καλό σενάριο για περιορισμό της ύφεσης στο χαμηλότερο δυνατό ποσοστό φέτος, με μια δυναμική επάνοδο το 2021 (η περιβόητη ανάκαμψη σε σχήμα "V") δεν βρίσκεται εκτός των δυνατοτήτων αυτής της οικονομίας, αυτής της χώρας. Χρειάζεται, όμως, πολλή και μεθοδική δουλειά από όλους, με σωστή καθοδήγηση και τολμηρές αποφάσεις από την κυβέρνηση και χωρίς μια αυτοπαγίδευση σε άστοχα διλήμματα του παρελθόντος (μνημόνιο - αντιμνημόνιο), που θα βύθιζαν και πάλι τη χώρα στην εσωστρέφεια και το διχασμό και δεν θα επέτρεπαν να αξιοποιήσουμε όλες τις χρηματοδοτικές δυνατότητες που προσφέρει ήδη και θα προσφέρει στο άμεσο μέλλον η Ευρωπαϊκή Ένωση.