Μέρες του 2015 θυμίζει η συμπεριφορά των τραπεζικών μετοχών τις τελευταίες εβδομάδες καθώς το φάσμα μιας νέας μεγάλης ύφεσης, εξαιτίας της πανδημίας, πυροδοτεί εύλογες ανησυχίες για την παγίδευση του κλάδου σε έναν νέο φαύλο κύκλο.
Μια βαθιά οικονομική ύφεση που θα οδηγήσει σε «άλμα» την ανεργίας και ένα νέο μεγάλο κύμα μη εξυπηρετούμενων δανείων, κλονίζοντας εκ νέου την κεφαλαιακή βάση των τραπεζών και επαναφέροντας το φάντασμα μιας νέας ανακεφαλαιοποίησης με τελικό αποτέλεσμα την εξαϋλωση των παλαιών μετόχων. Δηλαδή των επενδυτών που το 2015 επένδυσαν στην προοπτική του τερματισμού της ελληνικής περιπέτειας και της ανάκαμψης των τραπεζών.
Οι φόβοι αυτοί αποτυπώνονται ανάγλυφα στο ταμπλό των μετοχών: χθες ο δείκτης των τραπεζών σημείωσε βύθιση κατά -10,54% συμπαρασύροντας το Γενικό Δείκτη ο οποίος έκλεισε με απώλειες -2,59%. Από τις αρχές του χρόνου ο Γενικός Δείκτης υποχωρεί κατά -35% ενώ ο δείκτης των τραπεζών υποχωρεί κατά -65%.
Ανάλογη είναι και η σύγκριση με τις ευρωπαϊκές και αμερικανικές τράπεζες. Οι απώλειες των εγχώριων τραπεζών είναι σχεδόν διπλάσιες καθώς ο πανευρωπαϊκός δείκτης των τραπεζών υποχωρεί κατά -35% ενώ των τραπεζών στις ΗΠΑ κατά -28%, ωστόσο, υπάρχει μια μεγάλη διαφορά: οι τράπεζες σε ΕΕ και ΗΠΑ υποχωρούν από τα υψηλά επίπεδα που βρίσκονταν ενώ οι εγχώριες τράπεζες καταρρέουν σε ιστορικά χαμηλές τιμές.
Η μετοχή της Alpha Bank έκλεισε χθες στα 0,60 ευρώ, -70% από την τιμή της ανακεφαλαιοποίησης το 2015 (2 ευρώ), η Eurobank στα 0,33 ευρώ, -67% από την αύξηση του 2015 (1 ευρώ), η Εθνική Τράπεζα στο 1,060 ευρώ, περίπου -64% χαμηλότερα από την αύξηση του 2015 (3 ευρώ) ενώ η μετοχή της Τράπεζας Πειραιώς βρίσκεται στο 1,12 ευρώ έναντι 6 ευρώ που ήταν η τιμή της αύξησης κεφαλαίου το 2015 (-81,33%). Υπογραμμίζεται ότι οι απώλειες αυτές είναι σε σχέση με το 2015, μια χρονιά που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως έτος καταστροφής για τις τράπεζες, με την επιβολή κεφαλαιακών περιορισμών, που οδήγησαν τις τιμές του κλάδου σε (τότε) ιστορικά χαμηλά επίπεδα.
Ο φόβος για νέο τσουνάμι «κόκκινων» δανείων
Δεν είναι τυχαίο ότι ακόμα και πριν την κατάρρευση που προκάλεσε η πανδημία, οι μετοχές των τραπεζών δεν μπόρεσαν να ξεπεράσουν τις τιμές των αυξήσεων κεφαλαίου του 2015. Αυτό δεν έγινε ούτε το περασμένο καλοκαίρι με την έκρηξη αισιοδοξίας που προκάλεσε η σαρωτική επικράτηση της Νέας Δημοκρατίας στις πρόωρες εκλογές του 2019.
Η χαμηλή πτήση των τραπεζικών μετοχών, παρά τη σημαντική βελτίωση της εγχώριας οικονομίας σε σχέση με τις συνθήκες του 2015, ήταν αποτέλεσμα της περιορισμένης προόδου στην μείωση των «κόκκινων» δανείων: στο τέλος του 2019 οι εγχώριες τράπεζες παρουσίαζαν υπερ-δεκαπλάσιους δείκτες καθυστερήσεων σε σχέση με την Ευρώπη, με πολλούς επενδυτές να αμφιβάλλουν για τη δυνατότητα αντιμετώπισης του «βουνού» των 68 δισ. μη εξυπηρετούμενων δανείων χωρίς νέες κεφαλαιακές ενισχύσεις.
Η περιορισμένη πρόοδος, και η έντονη αμφισβήτηση της κεφαλαιακής ευρωστίας των τραπεζών οδήγησαν την Τράπεζα της Ελλάδος το 2018 στην παρουσίαση ειδικού σχεδίου για την αντιμετώπιση των NPEs (και μαζί των αναβαλλόμενων φορολογικών υποχρεώσεων) και του σχεδίου κρατικών εγγυήσεων του ΤΧΣ το οποίο υιοθέτησε το Υπουργείο Οικονομικών και τελικά σχηματοποίησε ως «Σχέδιο Ηρακλής». Παράλληλα κινητοποιήθηκαν και οι διοικήσεις των τραπεζών επιδιώκοντας την οριστική επίλυση του προβλήματος των NPEs. Ωστόσο, αν και υλοποιήθηκαν σημαντικά βήματα, δεν πρόλαβαν να ολοκληρώσουν τον σχεδιασμό τους.
Έτσι, η άνευ προηγουμένου αποσταθεροποίηση και διαταραχή στην οικονομία που προκαλεί η πανδημία βρίσκει τις τράπεζες σε όχι ισχυρό σημείο, υπό το βάρος των προβλημάτων του χθες, και ακόμα περισσότερο, τις απειλεί με νέο κύμα μη εξυπηρετούμενων δανείων επαναφέροντας τις ανησυχίες για νέα ανακεφαλαιοποίησης.
Ήδη οι τράπεζες και οι επενδυτές τρέχουν ασκήσεις προσπαθώντας να εκτιμήσουν το ύψος των νέων «κόκκινων» δανείων, εξαιτίας της ύφεσης που προκαλεί η πανδημία, με ορισμένους αναλυτές να κάνουν για λόγο για νέα κόκκινα δάνεια ύψους τουλάχιστον 10 δισ. ευρώ.
Και ορισμένοι που βλέπουν λίγο πιο μακριά ανησυχούν για το πώς θα μπορέσουν οι εγχώριες τράπεζες, δεδομένης της αδύναμης θέσης στην οποία βρίσκονται, να απεξαρτηθούν από τα έκτακτα μέτρα της ΕΚΤ, που αφορούν τόσο την ενίσχυση της ρευστότητας όσο και των κεφαλαίων, όταν αυτά θα αρχίσουν να αποσύρονται με την εξομάλυνση των συνθηκών.
Το καλό σενάριο: Δεν είναι όλα μαύρα
Τα παραπάνω δικαιολογούν με το παραπάνω την ανησυχία, ωστόσο, δεν είναι όλα μαύρα. Η νέα κρίση που δοκιμάζει εκ νέου τις αντοχές της χώρας και των τραπεζών είναι ριζικά διαφορετική από τις προηγούμενες που οδήγησαν σε ανακεφαλαιοποιήσεις. Η Ελλάδα δεν είναι το «μαύρο πρόβατο» της Ευρώπης, μια χώρα όπου, σύμφωνα με το αφήγημα μερίδας των δανειστών, τίποτε δεν δουλεύει με τους Έλληνες να ζητούν επίμονα χρήματα χωρίς να αναλαμβάνουν τις ευθύνες τους. Αυτή τη φορά η Ελλάδα είναι θύμα, ακριβώς όπως όλη η Ευρώπη, ενός ακραίου εξωτερικού γεγονότος, μιας θανατηφόρου πανδημίας, και μάλιστα αυτή τη φορά η χώρα αντιμετωπίζει αποτελεσματικά τις υγειονομικές προκλήσεις. Η ιδιόμορφη αυτή κατάσταση οδήγησε την ΕΚΤ σε μια άνευ προηγουμένου ενίσχυση των ευρωπαϊκών τραπεζών σε ρευστότητα, κεφάλαια και απονεύρωση των κανονισμών για τα «κόκκινα» δάνεια απελευθερώνοντάς τες από κάθε πίεση. Οφέλη που απολαμβάνουν και οι εγχώριες τράπεζες.
Επιπλέον, στελέχη τραπεζών εκτιμούν ότι οι νέες επισφάλειες θα είναι σημαντικά χαμηλότερες των 10 δις. ευρώ. Εκτιμούν ότι θα είναι πιο κοντά στα 5 δισ. ευρώ με πιθανότητα και θετικής έκπληξης σε περίπτωση που πετύχουμε την ταχύτερη επανεκκίνηση της οικονομίας, ποσό που είναι διαχειρίσιμο δεδομένης μάλιστα της μεγαλύτερης ευελιξίας που προσφέρουν οι εποπτικές αρχές.Αν το σενάριο αυτό επαληθευτεί δεν υπάρχει ζήτημα νέας ανακεφαλαιοποίησης.
Χθες ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, μιλώντας σε διαδικτυακή συζήτηση του Delphi Economic Forum εμφανίστηκε αισιόδοξος ότι η Ελλάδα θα αποφύγει την επιβεβαίωση των χειρότερων σεναρίων για την ύφεση που θα προκληθεί ως αποτέλεσμα της πανδημίας τονίζοντας ότι το βασικό σενάριο για την ύφεση του 2020 προβλέπει συρρίκνωση του ΑΕΠ κατά 4%.
Επιπλέον οι έκτακτες συνθήκες έχουν επαναφέρει τις διαβουλεύσεις μεταξύ ΕΚΤ και Κομισιόν για το ενδεχόμενο δημιουργίας μιας bad bank, στην οποία θα μεταφερθούν όλα τα προβληματικά στοιχείων των ισολογισμών των τραπεζών, κάτι που θα μπορούσε, αν καμφθούν οι ισχυρές αντιδράσεις της DG Comp, να αλλάξει δραστικά τα δεδομένα για τις τράπεζες.