Επενδύσεις που στοχεύουν στα «άσχημα» κτήρια του κέντρου της Αθήνας αποτελούν νέες επενδυτικές ευκαιρίες για τους θεσμικούς επενδυτές που «βλέπουν» κέρδη στη βελτίωση της αισθητικής των ακινήτων.
Η αναβάθμιση των εμπορικών ακινήτων από τις ΑΕΕΑΠ της χώρας συνήθως στοχεύει στην ανακαίνιση του χώρου και την ενίσχυση της ενεργειακής απόδοσης των κτιρίων, σύμφωνα με διεθνή πρότυπα πιστοποίησης όπως το LEED.
Έτσι εισπράττονται υπεραξίες από τα ακίνητα καθώς τα περισσότερα γραφεία που αναβαθμίζονται βρίσκονται στο κέντρο και τα βόρεια προάστια.
Τώρα όμως που λιγοστεύουν οι επενδυτικές ευκαιρίες ειδικά σε περιοχές όπως το Σύνταγμα και η Ομόνοια, οι επενδυτές βάζουν στο στόχαστρο τα κτίρια με παλιά και υποβαθμισμένη εξωτερική πρόσοψη, χωρίς απαραίτητα να χρειάζεται κάποια άλλη ενίσχυση (π.χ. ενεργειακής απόδοσης).
«Αν σκεφτούμε το κέντρο της Αθήνας, δεν υπάρχει πραγματικά διαθέσιμο απόθεμα. Και για να είμαστε ειλικρινείς, αν περπατήσει κανείς στους δρόμους του κέντρου, εκτός από μερικά όμορφα νεοκλασικά κτήρια, τα υπόλοιπα είναι αρκετά άσχημα», ανέφερε ο Τάσος Καζίνος, Διευθύνων Σύμβουλος της Trastor, πριν λίγες ημέρες στο 18ο συνέδριο Red Meeting Point 2025.
«Άρα μπορούμε να βελτιώσουμε την αισθητική και την ποιότητα των υπαρχόντων κτηρίων. Επομένως, παρουσιάζεται μια ευκαιρία να επενδύσει κανείς στο κέντρο της Αθήνας και να ανακαινίσει ένα υπάρχον κτίριο όχι μόνο ως προς την ενεργειακή του απόδοση, αλλά και την αισθητική του», σημείωσε ο ίδιος.
Στην Trastor έχουν ήδη προχωρήσει με μια τέτοια κίνηση. Πρόκειται για το κτήριο της οδού Μιχαλακοπούλου 80, που στέγαζε τον Δημοσιογραφικό Οργανισμό Λαμπράκη (ΔΟΛ).
Κύκλοι της αγοράς τονίζoυν ότι ο σχεδιασμός και η αισθητική ενός κτηρίου αποκτούν ολοένα και μεγαλύτερη σημασία για το επενδυτικό κοινό στην Ελλάδα.
«Αν πάρουμε για παράδειγμα το κτίριο The Wave (στη Συγγρού). Είναι prime asset που προσφέρει μεγάλη αξία αλλά μεγάλο κομμάτι της συζήτησης για το ακίνητο έχει να κάνει με το σχεδιασμό», υπογραμμίζει έμπειρο στέλεχος της αγοράς.
Αν και προσεγγίζουν οι επενδυτές τα ακίνητα με έναν νέο τρόπο, τα προβλήματα είναι παλαιά.
«Το σημαντικότερο πρόβλημα στην υλοποίηση αυτής της διαδικασίας είναι το ζήτημα της ιδιοκτησίας των ακινήτων που διαθέτουμε», συνεχίζει ο κ. Καζίνος.
«Ένα κτήριο στο κέντρο της πόλης, επιφάνειας 10.000 ή 15.000 τετραγωνικών μέτρων, που αποτελείται από μικρά γραφεία μπορεί να ανήκει σε περίπου 55 διαφορετικούς ιδιοκτήτες. Συνεπώς, η συγκέντρωση των επιμέρους ιδιοκτησιών ώστε να καταστεί δυνατή η ανακατασκευή είναι ιδιαίτερα δύσκολη. Σε τελική ανάλυση, οι ιδιοκτήτες θα ζημιωθούν εάν δεν συνενωθούν και δεν αναλάβουν δράση. Πρόκειται για μια πρωτοβουλία από την οποία μπορούν να ωφεληθούν τόσο οι ιδιοκτήτες και οι επενδυτές όσο και η πόλη συνολικά», καταλήγει ο ίδιος.