Σε ζώνη χαμηλού κινδύνου έχουν εισέλθει πλέον οι ελληνικές τράπεζες και αυτό αναγνωρίζεται με έμφαση από τους οίκους αξιολόγησης, όπως φάνηκε και από τη σχετική ανάλυση της S&P Global Ratings, στο πλαίσιο της αναβάθμισης της ελληνικής οικονομίας. Η Τράπεζα της Ελλάδος τονίζει ότι πλέον η μεγάλη πρόκληση για τις τράπεζες θα είναι να διατηρήσουν την υψηλή κερδοφορία τους σε περιβάλλον μείωσης των επιτοκίων.
Η S&P τονίζει χαρακτηριστικά ότι οι κίνδυνοι του ελληνικού τραπεζικού συστήματος έχουν υποχωρήσει και οι ελληνικές τράπεζες έχουν εισέλθει σε μια νέα φάση σταθερότητας και ανάπτυξης. Όπως επισημαίνει,
- Το θεσμικό και κανονιστικό πλαίσιο της Ελλάδας έχει ευθυγραμμιστεί περισσότερο με τα πρότυπα της ευρωζώνης, ενισχυμένο από την προληπτική εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος, τα μακροπροληπτικά μέτρα και την επιτυχή εκκαθάριση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPEs) –ιδίως μέσω του προγράμματος προστασίας περιουσιακών στοιχείων «Ηρακλής».
- Ο δείκτης NPE του τραπεζικού τομέα μειώθηκε στο 4,6% από πάνω από 56% το 2016, υποβοηθούμενος από τη συγκέντρωση, τον εξορθολογισμό των επιχειρηματικών μοντέλων και τις σταθερές λειτουργικές επιδόσεις.
- Σύμφωνα με τις νέες κανονιστικές οδηγίες, οι τράπεζες επιταχύνουν επίσης την απόσβεση των αναβαλλόμενων φορολογικών πιστώσεων (DTC) για τη βελτίωση της κεφαλαιακής ποιότητας.
Οι προκλήσεις για την κερδοφορία
Καθώς οι οίκοι αξιολόγησης αναγνωρίζουν τη μείωση των κινδύνων για τις τράπεζες και ανεβάζουν τις αξιολογήσεις τους, διευκολύνοντας τη χρηματοδότησή τους από την αγορά με χαμηλότερο κόστος, η μεγαλύτερη πρόκληση το επόμενο διάστημα θα είναι η διατήρηση της υψηλής κερδοφορίας σε περιβάλλον μείωσης των επιτοκίων -η τελευταία έγινε την Πέμπτη, κατά 0,25% και όλα δείχνουν ότι οι κραδασμοί στην παγκόσμια οικονομία από την πολιτική Τραμπ θα υποχρεώσουν την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να μειώσει περαιτέρω τα επιτόκιά της.
Η Τράπεζα της Ελλάδος σημειώνει στην τελευταία Έκθεση του Διοικητή ότι η ενίσχυση των καθαρών εσόδων από τόκους των ελληνικών τραπεζών υποστηρίχθηκε κυρίως από το θετικό μακροοικονομικό περιβάλλον και τα χαρακτηριστικά του ελληνικού τραπεζικού συστήματος που ευνοούν την παραγωγή καθαρού επιτοκιακού εισοδήματος εν μέσω υψηλών βασικών επιτοκίων.
Όπως τονίζει, οι μειώσεις των επιτοκίων νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ από τα μέσα του 2024 έχουν μεταβάλει τις εκτιμήσεις των αναλυτών για τις προοπτικές κερδοφορίας των ευρωπαϊκών τραπεζών. Η συμβολή των καθαρών εσόδων από τόκους θα μετριαστεί, εφόσον οι τράπεζες μεταδώσουν τις μειώσεις των βασικών επιτοκίων στα επιτόκια δανεισμού στον ίδιο βαθμό που μετέδωσαν τις αυξήσεις.
Σε αυτό το ενδεχόμενο, η μείωση του καθαρού επιτοκιακού περιθωρίου, λόγω της τιμολόγησης των νέων δανείων με χαμηλότερα επιτόκια, αναμένεται να υπερκεράσει τη θετική επίδραση που θα επιφέρει η διεύρυνση του δανειακού χαρτοφυλακίου των τραπεζών.
Κλειδί τα δάνεια σταθερού επιτοκίου
Οι ελληνικές τράπεζες καλούνται να διαχειριστούν τις προκλήσεις που θα επέλθουν από τη μείωση των επιτοκίων όσον αφορά τα λειτουργικά αποτελέσματά τους. Η ανθεκτικότητα του καθαρού επιτοκιακού περιθωρίου των ελληνικών τραπεζών στις καθοδικές πιέσεις αναμένεται να υποστηριχθεί, μεταξύ άλλων, από την αύξηση του όγκου των πιστώσεων προς τις επιχειρήσεις, συμπεριλαμβανομένων των εκταμιεύσεων στο πλαίσιο των πόρων από το Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι χρηματοδοτήσεις με σταθερό επιτόκιο σε μακροχρόνιο ορίζοντα επιδρούν στο επιτοκιακό εισόδημα των τραπεζών άμεσα, λόγω μεγέθυνσης των στοιχείων του ενεργητικού, αλλά και έμμεσα, λόγω μείωσης της ευαισθησίας του επιτοκιακού τους εισοδήματος σε πιθανές μεταβολές των επιτοκίων πολιτικής.
Τα οφέλη από τη χρηματοδότηση με σταθερό επιτόκιο είναι σημαντικά και για τους δανειολήπτες (επιχειρήσεις και νοικοκυριά), καθώς διευκολύνουν τον προϋπολογισμό μελλοντικών εκροών και την αξιολόγηση επενδυτικών σχεδίων σε όρους παρούσας αξίας, ενώ παράλληλα προστατεύουν τη χρηματοοικονομική τους θέση από μη αναμενόμενες πληθωριστικές πιέσεις και συνακόλουθη αύξηση των επιτοκίων.
Επίσης, τις επιπτώσεις στα οργανικά έσοδα των τραπεζών από τη μείωση των επιτοκίων αναμένεται να μετριάσει και η μεγαλύτερη συνεισφορά των εσόδων από άλλα στοιχεία οργανικής κερδοφορίας.
Ενδεχόμενη τέτοια εξέλιξη θα μπορούσε να επέλθει ως αποτέλεσμα αφενός των υψηλών ρυθμών ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας και αφετέρου της αύξησης των ασφαλιστικών προϊόντων και των επενδυτικών χαρτοφυλακίων, που θα μπορούσαν να υποκαταστήσουν εν μέρει τα επιτοκιακά προϊόντα (π.χ. τις καταθέσεις), λόγω των χαμηλότερων αποδόσεων των τελευταίων εν μέσω μειώσεων επιτοκίων (μόλις το 20% των εσόδων από προμήθειες των ελληνικών τραπεζών προέρχεται από επενδυτικές, ασφαλιστικές και άλλες συμβουλευτικές δραστηριότητες, σε σύγκριση με 49% κατά μέσο όρο για τις τράπεζες της ζώνης του ευρώ).