Σε ένα επενδυτικό κενό πολλών δισεκατομμυρίων ευρώ έχει πέσει η εθνική οικονομία, καθώς την περίοδο 2014 - 2017 οι επενδύσεις δεν ήταν καν αρκετές για να καλύψουν τη φθορά και απαξίωση ενεργητικού (αποσβέσεις), με αποτέλεσμα να συρρικνώνεται επικίνδυνα η κεφαλαιακή βάση της οικονομίας. Μοναδική φωτεινή εξαίρεση σε αυτή την τάση υπήρξε ο τομέας της μεταποίησης.
Οι οικονομικοί αναλυτές του ΣΕΒ απευθύνουν «προσκλητήριο επενδύσεων» υπογραμμίζοντας ότι το επενδυτικό κενό ξεπέρασε τα 9 δισ. ευρώ και θα χρειασθεί μεγάλη αύξηση της επενδυτικής δραστηριότητας για να υποστηριχθεί η οικονομική ανάκαμψη.
«Οι προοπτικές της χώρας μας για ισχυρή ανάπτυξη έχουν βελτιωθεί σημαντικά», τονίζουν οι αναλυτές του ΣΕΒ, και σημειώνουν ότι «η πολιτεία δίνει πλέον μεγάλη σημασία στην ιδιωτική επενδυτική δραστηριότητα, με έργα και όχι λόγια, και με πολιτικές διευκόλυνσης και προσέλκυσης επενδύσεων, σε ένα αναβαθμισμένο θεσμικό περιβάλλον. Δίνει έμφαση σε μειώσεις του φορολογικού βάρους των επιχειρήσεων και της εργασίας, καθώς και σε μια πιο ευέλικτη αγορά εργασίας. Στις προτεραιότητες περιλαμβάνεται και ένα πιο αποτελεσματικό σύστημα επαγγελματικής κατάρτισης και διασύνδεσης της αγοράς εργασίας με το εκπαιδευτικό σύστημα για την ανάπτυξη δεξιοτήτων σε υψηλή ζήτηση, ή δεξιοτήτων των τεχνολογιών του μέλλοντος».
Κάπου εδώ σταματούν, όμως, τα καλά νέα. «Παρά την έμφαση που δίνεται στην ισχυρή ανάπτυξη, με πληθώρα φορολογικών και λειτουργικών ρυθμίσεων, που δημιουργούν ένα φιλικό προς την επιχειρηματικότητα περιβάλλον, δεν λαμβάνεται επαρκώς υπόψη ότι οι επενδύσεις στην Ελλάδα είναι σήμερα, ποσοτικά και ποιοτικά, κατώτερες των περιστάσεων», τονίζουν οι αναλυτές του ΣΕΒ και προσθέτουν: «δυστυχώς γίνονται λίγες επενδύσεις και με χαμηλή επίπτωση στο ρυθμό μεγέθυνσης της οικονομίας. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να γίνουν όχι μόνο περισσότερες επενδύσεις, αλλά και επενδύσεις με ισχυρότερο αποτύπωμα στην παραγωγικότητα της οικονομίας».
Σύμφωνα με τα στοιχεία που παραθέτουν οι οικονομικοί αναλυτές του ΣΕΒ, «οι επενδύσεις στην Ελλάδα, γύρω στα €21 δισ., δεν επαρκούν για την αναπλήρωση του κεφαλαιακού εξοπλισμού που φθείρεται (αποσβέσεις €30 δισ. περίπου, εκ των οποίων €9 δισ. σε κατοικίες)».
Επιπλέον, όπως τονίζεται:
«Ακόμη και χωρίς τις κατοικίες, οι επενδύσεις οριακά αντισταθμίζουν τις αποσβέσεις, με αποτέλεσμα οι καθαρές επενδύσεις να είναι μηδενικές. Συνεπώς, την επενδυτική άπνοια που επικρατεί σήμερα πρέπει να διαδεχθεί γρήγορα ένα κύμα επενδύσεων για να αρχίσει να αυξάνει το καθαρό απόθεμα κεφαλαίου, και να βελτιωθεί έτσι το βιοτικό επίπεδο του πληθυσμού, που εξαρτάται από την αύξηση του κεφαλαιακού εξοπλισμού με τον οποίο δουλεύουν οι εργαζόμενοι.
Σημειώνεται ότι η αύξηση των καθαρών επενδύσεων συσχετίζεται με την εισαγωγή τεχνολογικών νεωτερισμών και βελτιώσεων, που επηρεάζουν καθοριστικά το πόσο αποτελεσματικά και πόσο εντατικά συνδυάζονται οι κλασικοί συντελεστές της παραγωγής, το κεφάλαιο και η εργασία.
Εξαίρεση η μεταποίηση
Μπορεί οι καθαρές επενδύσεις στο σύνολο της οικονομίας χωρίς τις κατοικίες να είναι μηδενικές, αλλά υπάρχουν κλάδοι, κυρίως η μεταποίηση, όπου οι καθαρές επενδύσεις είναι θετικές. Αυτό σημαίνει ότι οι επενδύσεις στη μεταποίηση θα φέρουν γρηγορότερα αύξηση της παραγωγικότητας και των εισοδημάτων, και ως εκ τούτου θα πρέπει η ενίσχυση τους να αποτελέσει προτεραιότητα για την οικονομική πολιτική.
Αντιθέτως, αρνητικές είναι οι καθαρές επενδύσεις στους σημαντικούς κλάδους των μεταφορών, του τουρισμού (και στα ξενοδοχεία και στην εστίαση), του εμπορίου, της ενημέρωσης και επικοινωνίας, και της εκπαίδευσης, ενώ οριακά θετικές είναι στην υγεία. Οι ακαθάριστες επενδύσεις σε μηχανολογικό εξοπλισμό και τεχνολογίες πληροφορικής και επικοινωνιών (hardware Η/Υ, τηλεπικοινωνίες, κεραίες, κλπ.) ήδη αυξάνουν με ταχύτερους ρυθμούς απ’ ότι οι κατασκευές, ο μεταφορικός εξοπλισμός και τα προϊόντα πνευματικής ιδιοκτησίας (software Η/Υ, έρευνα και ανάπτυξη, δικαιώματα χρήσης τεχνολογιών, κλπ.).
Αυτό αντανακλά την ταχύτερη επέκταση της μεταποίησης που επωφελείται και από την αύξηση των εξαγωγών. Διαφαίνεται, επίσης, μια τάση οι ελληνικές επιχειρήσεις να επενδύουν σε έτοιμες λύσεις πληροφορικής και όχι να αναπτύσσουν κατά κανόνα λύσεις inhouse, και να επενδύουν σε hardware και όχι σε software.
Τέλος, οι επενδύσεις σε κατοικίες ανέρχονται σήμερα σε €1,3 δισ. Ή 0,7% του ΑΕΠ, ή 6% του συνόλου των επενδύσεων, όταν ο μέσος όρος στην ΕΕ-28 είναι 5% του ΑΕΠ ή 25% του συνόλου των επενδύσεων (με 30% στη Γερμανία, όσο ήταν δηλαδή και στην Ελλάδα προ κρίσης)»!