«Αόρατα» για την Εφορία είναι τα κέρδη από τα κρυπτονομίσματα, ακόμη και αν αυτά είναι κατατεθειμένα στους τραπεζικούς λογαριασμούς ή διακινούνται με τη μορφή εμβασμάτων.
Με οδηγία που δίδεται από τη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών της ΑΑΔΕ, η φορολογική Αρχή δεν μπορεί να ελέγχει και να ζητεί εξηγήσεις από τον κάτοχο του τραπεζικού λογαριασμού, για ποσό, το οποίο προέρχεται από την υπεραξία των crypto, υπό την προϋπόθεση βέβαια, ότι υπάρχουν παραστατικά που αποδεικνύουν τη σχετική επένδυση.
Δηλαδή, ο φορολογούμενος στους τραπεζικούς λογαριασμούς του οποίου βρεθούν από τον έλεγχο της ΑΑΔΕ, ποσά τα οποία δεν προκύπτουν από τα δηλωθέντα εισοδήματα, αλλά αποδείξει ότι προέρχονται από κέρδη κρυπτονομισμάτων, δεν θα έχει κανένα απολύτως πρόβλημα, αφού για την εφορία είναι σαν μην υπάρχουν.
Διαφορετική άποψη, ωστόσο, είχαν οι ελεγκτές του Ελεγκτικού Κέντρου Αττικής, οι οποίοι καταλόγισαν φόρους και πρόστιμα σε ποσό προερχόμενο από κέρδη κρυπτονομισμάτων, κίνηση που σήμαινε αναγνώρισή τους. Ήταν όμως προσωρινή η «αναγνώριση», καθώς στη συνέχεια η ΔΕΔ ακύρωσε τους φόρους που καταλογίστηκαν στην υπεραξία των κρυπτονομισμάτων, η οποία βρέθηκε σε τραπεζικό λογαριασμό που τηρούσε φορολογούμενη στο εξωτερικό.
Η ΔΕΔ ξεκαθάρισε ότι τα κέρδη από τα κρυπτονομίσματα δεν αναγνωρίζονται από τη νομοθεσία και δεν θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη από τις φορολογικές υπηρεσίες κατά τον έλεγχο, ούτε ως εισόδημα, ούτε για τη δικαιολόγηση τεκμαρτών δαπανών.
Δηλαδή, αν μετά από έλεγχο της εφορίας στους τραπεζικούς λογαριασμούς βρεθούν ποσά, τα οποία προέρχονται από υπεραξίες κρυπτονομισμάτων, ανεξάρτητα από την αξία τους, οι κάτοχοι των εν λόγω λογαριασμών, δεν θα έχουν πρόβλημα, μέχρι να αναγνωριστούν από τη φορολογική νομοθεσία τα crypto.
Παρ΄ ολίγον φορολόγηση της υπεραξίας
Το σκανάρισμα των τραπεζικών λογαριασμών μέσω του Συστήματος Μητρώου Τραπεζικών Λογαριασμών (ΣΜΤΛ) της ΑΑΔΕ, καθώς και η διασταύρωση πληροφοριών προερχόμενες από άλλες χώρες, εκτός των άλλων, εντόπισε φορολογούμενη η οποία ήταν δικαιούχος/συνδικαιούχος σε τραπεζικούς λογαριασμούς πιστωτικών ιδρυμάτων στο εξωτερικό.
Το ΕΛ.ΚΕ ΑΤΤΙΚΗΣ διενήργησε έλεγχο για να διαπιστωθεί εάν τα ποσά των λογαριασμών είχαν δηλωθεί και φορολογηθεί.
Κατά τους ελεγκτές βρέθηκαν αδικαιολόγητα ποσά, που αφορούσαν στο φορολογικό έτος 2018, για τα οποία καταλόγισαν συνολικά φόρο εισοδήματος, εισφορά αλληλεγγύης και πρόστιμα συνολικού ποσού ύψους 24.899,44 ευρώ. Μεταξύ των επίμαχων ποσών ήταν και μια πίστωση ύψους 50.000 ευρώ προς τον κοινό λογαριασμό που διατηρούσε με τον σύζυγό της.
Οι ελεγκτές ζήτησαν εξηγήσεις και η φορολογούμενη υποστήριξε ότι προήλθε από την πώληση κρυπτονομισμάτων. Από τα παραστατικά που έθεσε στη διάθεση των ελεγκτών προέκυψε πως το εν λόγω ποσό των 50.000 ευρώ αφορά στο τίμημα που εισέπραξε η προσφεύγουσα από την πώληση κρυπτονομισμάτων, των οποίων η αξία αγοράς ήταν 38.000,00 ευρώ.
Στο πλαίσιο αυτό, οι ελεγκτές του ΕΛΚΕ, καταλόγισαν ως προσαύξηση περιουσίας τη σχετική διαφορά των 12.000,00 ευρώ ως εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα και κατανεμήθηκε από 6.000,00 ευρώ στην προσφεύγουσα και στον συνδικαιούχο σύζυγό της.
Επί του ποσού των 6.000 ευρώ (στην ελεγχόμενη σύζυγο), καταλογίστηκαν από τους ελεγκτές φόροι, πρόστιμα και ειδική εισφορά αλληλεγγύης.
Η φορολογούμενη, αμφισβήτησε την άποψη των ελεγκτών και προσέφυγε στη ΔΕΔ, τονίζοντας, πως ο καταλογισμός του ελέγχου τυγχάνει εσφαλμένος, επικαλούμενη τις διατάξεις του άρθρου 42 του Ν. 4172/2013, στις οποίες περιγράφονται αναλυτικά οι τίτλοι από τη μεταβίβαση των οποίων προκύπτει υπεραξία που θεωρείται εισόδημα και σε αυτούς δεν περιλαμβάνεται η υπεραξία των κρυπτονομισμάτων.
Η ΔΕΔ αναγνώρισε το δίκιο της φορολογούμενης και στην απόφαση σημειώνει χαρακτηριστικά: «Άλλωστε, αποτελεί πραγματικό γεγονός ότι, κατά τη χρονική στιγμή έκδοσης της παρούσας απόφασης, υφίσταται κενό στην ελληνική φορολογική νομοθεσία αναφορικά με τη φορολόγηση των κρυπτονομισμάτων για σκοπούς εισοδήματος». Και προσθέτει ότι, «η Υπηρεσία μας σε έτερη απόφασή της έκρινε ότι "το εισόδημα από τη μεταβίβαση κρυπτονομισμάτων στο εξωτερικό δεν εμπίπτει στις ως άνω διατάξεις των άρθρων 42 και 42Α ΚΦΕ, με τις οποίες προβλέπονται και απαριθμούνται περιοριστικά οι τίτλοι από την μεταβίβαση των οποίων προκύπτει υπεραξία που θεωρείται εισόδημα" και δεν έκανε δεκτή την επίκληση σχετικών ποσών από φορολογουμένους προς κάλυψη τεκμηρίων».
Στο πλαίσιο αυτό, η ΔΕΔ σημειώνει στην απόφασή της ότι, «για σκοπούς χρηστής διοίκησης και προκειμένου να υφίσταται ομοιόμορφη αντιμετώπιση όλων των σχετικών υποθέσεων μέχρι την επίσημη θεσμοθέτηση αυτού του ιδιαιτέρως σημαντικού φορολογικού θέματος εκ μέρους της Φορολογικής Διοίκησης, κρίνεται με την παρούσα ότι το κέρδος των 12.000,00 ευρώ δεν αποτελεί φορολογητέο εισόδημα. Ως εκ τούτου, ο ισχυρισμός της προσφεύγουσας γίνεται αποδεκτός».
Οι κυρώσεις που απέφυγε
Στην περίπτωση που τα ποσά των καταθέσεων, της εν λόγω φορολογούμενης, δεν προέρχονταν από κέρδη κρυπτονομισμάτων, αλλά από άλλη αιτία και δεν προέρχονταν από δηλωθέντα εισοδήματα, τότε τα πρόστιμα θα ήταν εξοντωτικά καθώς:
- Το ποσό που δεν δικαιολογείται η απόκτησή του φορολογείται με συντελεστή 33% από το πρώτο ευρώ.
- Το ποσό του φόρου που προκύπτει προσαυξάνεται επιπλέον με πρόστιμο 50% λόγω «ανακρίβειας της υποβληθείσας δήλωσης φορολογίας εισοδήματος.
- Αν το αδήλωτο εισόδημα αφορά στα φορολογικά έτη από 2012 έως και το 2023, τότε στο ποσό επιβάλλεται επιπλέον και ειδική εισφορά αλληλεγγύης.
- Στο συνολικό ποσό φόρου και προστίμου επιβάλλονται τόκοι εκπρόθεσμης καταβολής που ανέρχονται σε 0,73% μηνιαίως, με ημερομηνία έναρξης από τον χρόνο διάπραξης του αδικήματος της φοροδιαφυγής.
- Αν πρόκειται για λογαριασμό επιχειρηματία, ο οποίος υπάγεται στον ΦΠΑ, τότε, επί του ποσού που θα θεωρηθεί προσαύξηση περιουσίας, θα επιβληθεί και ΦΠΑ (αναλόγως 6, 13% ή 24%), με αποτέλεσμα ο συνολικός «λογαριασμός» να ξεπεράσει και το 100% του ποσού που βρέθηκε.
Τι θα αλλάξει
Το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών έχει δρομολογήσει αφενός την αναγνώριση των επενδύσεων σε κρυπτονομίσματα και, αφετέρου, τη φορολόγησή τους. Στο πλαίσιο αυτό συγκρότησε νέα επιτροπή που μελετά το ζήτημα και αναμένεται μέσα στο 2025 να προβεί στην ανάλογη νομοθετική πρωτοβουλία.
Όπως έχει το BD στόχος της νομοθετικής παρέμβασης του ΥΠΕΘΟ είναι μεταξύ άλλων η ονομαστικοποίηση, ο έλεγχος πόθεν έσχες των ποσών που επενδύονται, η επιβολή φόρου υπεραξίας και η απαλλαγή των αγοραπωλησιών από τον ΦΠΑ.