Σφίγγει ο κλοιός για όσες πολυεθνικές επιμένουν να παραβιάζουν τη νομοθεσία για τον ανταγωνισμό, για να διατηρούν την κυριαρχία τους στην ελληνική αγορά. Η πρόσφατη απόφαση ολλανδικού δικαστηρίου, που αναγνωρίζει ευθύνη της μητρικής εταιρείας για τις παραβάσεις του νόμου από τη θυγατρική στην Ελλάδα, άνοιξε για πρώτη φορά τον δρόμο για την καταβολή αποζημιώσεων στα «θύματα» πολυεθνικών ομίλων. Εξάλλου, ήδη από τις αρχές του 2022, έχουν «σφίξει» και στην Ελλάδα οι κανόνες για την επιβολή προστίμων από την Επιτροπή Ανταγωνισμού.
Για πολλά χρόνια, η πολιτική που ακολουθούσαν οι πολυεθνικοί όμιλοι με ισχυρά brands καταναλωτικών προϊόντων είχε ένα κοινό παρονομαστή: οι θυγατρικές τους στην Ελλάδα, προφανώς έχοντας λάβει σχετικές οδηγίες από τις μητρικές εταιρείες, χρησιμοποιούσαν θεμιτά και αθέμιτα μέσα για να διατηρούν πολύ υψηλά μερίδια αγοράς, που τους έδιναν και ελευθερία στην τιμολόγηση των προϊόντων τους.
Σε αυτό το πλαίσιο, δεν δίσταζαν να ακολουθούν πρακτικές αποκλεισμού μικρότερων ανταγωνιστών, που ήταν εντελώς αντίθετες στο πνεύμα και το γράμμα της νομοθεσίας για τον ανταγωνισμό. Κατά κανόνα, οι θυγατρικές των πολυεθνικών ομίλων προχωρούσαν σε ενέργειες που εμπίπτουν στην έννοια της καταχρηστικής εκμετάλλευσης δεσπόζουσας θέσης, με στόχο να περιορίζουν την παρουσία μικρότερων ανταγωνιστών στα διάφορα σημεία πώλησης και να κρατούν χαμηλά τα μερίδιά τους στην αγορά.
Οι ελληνικές θυγατρικές είχαν από τη διοίκηση της μητρικής την ελευθερία να προσφεύγουν ακόμη και πρακτικές που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην επιβολή προστίμων από την Επιτροπή Ανταγωνισμού. Όμως, για τους διοικούντες τον πολυεθνικό όμιλο αυτό δεν είχε σοβαρή αποτρεπτική ισχύ. Γνώριζαν ότι, σε κάθε περίπτωση, ακόμη και αν επέβαλε κυρώσεις η Επιτροπή, αυτές θα επιβάλλονταν στη θυγατρική εταιρεία στην Ελλάδα και με υπολογισμό επί του δικού της τζίρου στην ελληνική αγορά, που συνήθως ήταν ένα μικρό κλάσμα του τζίρου της πολυεθνικής.
Εξάλλου, οι διοικήσεις των πολυεθνικών ομίλων γνώριζαν ότι μια καταδίκη της ελληνικής θυγατρικής από την Επιτροπή Ανταγωνισμού δεν θα είχε επιπτώσεις στη μητρική, αφού νομικά ήταν πολύ δύσκολο να βρεθεί αυτή υπόλογη για τις πρακτικές της θυγατρικής της. Έτσι, η παράβαση των κανόνων για τον ανταγωνισμό γινόταν για πολλά χρόνια χωρίς να κινδυνεύουν οι μητρικές εταιρείες να πληρώσουν αξιόλογα πρόστιμα ή αποζημιώσεις σε θιγόμενες εταιρείες.
Η απόφαση του ολλανδικού δικαστηρίου
Ύστερα από μια πολυετή αντιπαράθεση της Ζυθοποιίας Μακεδονίας Θράκης με την Αθηναϊκή Ζυθοποιία και τη μητρική της, Heineken, αρχικά ενώπιον της Επιτροπής Ανταγωνισμού στην Ελλάδα και, στη συνέχεια, στο Πρωτοδικείο του Άμστερνταμ, φαίνεται ότι για πρώτη φορά σπάνε τα στεγανά ανάμεσα σε μητρικές και θυγατρικές εταιρείες. Όπως ανακοίνωσε η Ζυθοποιία Μακεδονίας Θράκης κρίθηκε ότι η Heineken:
- Αποτελεί μέρος της ίδιας οικονομικής οντότητας (“single economic unit”) με την ελληνική θυγατρική της, στην οποία ασκεί αποφασιστική επιρροή, και ως τέτοια είναι “αλληλεγγύως και εις ολόκληρον” υπεύθυνη για την κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης της Αθηναϊκής Ζυθοποιίας στην Ελλάδα, όπως αυτή επιβεβαιώθηκε με την 590/2014 απόφαση της ελληνικής Επιτροπής Ανταγωνισμού.
Σε απλά ελληνικά, για τις πρακτικές αποκλεισμού της μπύρας Βεργίνα από την ελληνική αγορά, που ακολούθησε η Αθηναϊκή Ζυθοποιία, το δικαστήριο έκρινε ότι δεν είχε την ευθύνη μόνο η ίδια, αλλά και η μητρική Heineken. Αυτό σημαίνει ότι έγινε το πρώτο, μεγάλο βήμα για να λάβει μια απόφαση το δικαστήριο για την καταβολή αποζημιώσεων στην ελληνική εταιρεία από τη μητρική του πολυεθνικού ομίλου.
Η Αθηναϊκή Ζυθοποιία, σχολιάζοντας την απόφαση, επισήμανε ότι δεν πρόκειται για μια τελική απόφαση. Όπως ανέφερε σε ανακοίνωσή της,
- «Η απόφαση που ανακοινώθηκε στις 23/10 είναι καθαρά τεχνική και διαδικαστική πάνω σε μια υπόθεση και απόφαση της Ελληνικής Επιτροπής Ανταγωνισμού από το 2014. Δεν έχει ακόμη γίνει κάποια ακρόαση πάνω στην ουσία της υπόθεσης. Η Αθηναϊκή Ζυθοποιία θα εξετάσει το τελικό κείμενο της απόφασης και θα αποφασίσει για τα επόμενα βήματά της».
Πράγματι, η έκδοση της τελικής απόφασης έχει ακόμη αρκετό δρόμο, όμως αυτό που είναι ιδιαίτερα σημαντικό είναι ότι το δικαστήριο έκρινε ότι η Heineken φέρει ευθύνη για όσα έγιναν από τη θυγατρική της στην Ελλάδα. Ακόμη δεν είναι βέβαιο σε ποιο βαθμό θα κρίνει ότι ζημιώθηκε η Ζυθοποιία Μακεδονίας Θράκης από τις πρακτικές της Αθηναϊκής Ζυθοποιίας, άρα και ποια αποζημίωση θα πρέπει να καταβληθεί -η ελληνική εταιρεία διεκδικεί 160 εκατ. ευρώ. Γεγονός είναι, όμως, ότι έγινε δεκτό για πρώτη φορά πως για ό,τι κάνει μια πλήρως ελεγχόμενη θυγατρική, σε ό,τι αφορά τον ανταγωνισμό, η μητρική φέρει την ευθύνη.
Όπως εξηγούν νομικοί, «η απόφαση σημαίνει ότι, εάν μια μητρική εταιρεία θεωρείται ότι έχει "αποφασιστική επιρροή" στη θυγατρική της (και, ως εκ τούτου, θεωρείται ότι αποτελεί μέρος της ίδιας οικονομικής "επιχείρησης", όπως αυτή ορίζεται στο δίκαιο ανταγωνισμού της ΕΕ), τότε είναι αλληλεγγύως υπεύθυνη για τυχόν αντιανταγωνιστικές ενέργειες».
«Οι επιπτώσεις για τη Heineken είναι δυνητικά τεράστιες», προσθέτουν οι ίδιες πηγές. «Δημιουργείται ένα επικίνδυνο προηγούμενο για την εταιρεία, η οποία αντιμετωπίζει σχεδόν πανομοιότυπη αξίωση από την Carlsberg για περισσότερα από 300 εκατομμύρια ευρώ. Και το πιο σημαντικό είναι ότι η Heineken μπορεί τώρα να είναι υπεύθυνη για παρόμοιες αξιώσεις σε άλλες χώρες της ΕΕ, μετά από διαδοχικά πρόστιμα που επιβλήθηκαν από τις ρυθμιστικές αρχές επιμέρους αγορών».
Όπως εξηγούν, «στην Αυστρία το 2023, η εθνική αρχή ανταγωνισμού διαπίστωσε ότι, όπως και στην Ελλάδα, η θυγατρική της Heineken, Brau Union, είχε διαπράξει αντιανταγωνιστικές πρακτικές "που περιορίζουν τις ευκαιρίες πώλησης και την είσοδο ανταγωνιστικών ζυθοποιών στην αγορά και εκτοπίζουν υφιστάμενους λιανοπωλητές ποτών από την αγορά"».
Η ίδια η Heineken φαίνεται να αναγνωρίζει τον κίνδυνο σοβαρής οικονομικής επιβάρυνσής της από αυτές τις υποθέσεις. Όπως έγραψαν οι FT, στην οικονομική της έκθεση για το 2023 η Heineken έχει σχηματίσει προβλέψεις 478 εκατ. ευρώ για πιθανές επιβαρύνσεις της για την καταβολή αποζημιώσεων.
Η απόφαση του Πρωτοδικείου του Άμστερνταμ αποτελεί ένα «καμπανάκι κινδύνου» για όλες τις πολυεθνικές που λειτουργούν στην Ελλάδα μέσω θυγατρικών, καθώς μια ενδεχόμενη καταδίκη της ελληνικής θυγατρικής από την Επιτροπή Ανταγωνισμού μπορεί να ανοίξει τον δρόμο για τη διεκδίκηση μεγάλου ύψους αποζημιώσεων από τη μητρική εταιρεία.
Πρόστιμα με βάση τον παγκόσμιο τζίρο
Πέρα, όμως, από τη διεκδίκηση αποζημιώσεων, οι πολυεθνικές ήδη αντιμετωπίζουν έναν άλλο σοβαρό κίνδυνο στην ελληνική αγορά: την αλλαγή στον τρόπο υπολογισμού των προστίμων, που έγινε με την τροποποίηση του νόμου για τον ανταγωνισμό, το 2022.
Εφαρμόζοντας την ευρωπαϊκή νομοθεσία για τον ανταγωνισμό, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πάντα επιβάλλει στις πολυεθνικές πρόστιμα με βάση τον παγκόσμιο τζίρο τους, ανεξάρτητα αν διαπιστώνονται παραβάσεις από επιμέρους θυγατρικές. Αντίθετα, στην Ελλάδα τα πρόστιμα επιβάλλονταν στον τζίρο που έκαναν οι θυγατρικές εταιρείες στην Ελλάδα, κάτι που οδηγούσε πάντα σε πρόστιμα που, ακόμη και αν φαίνονταν μεγάλα για τα δεδομένα της Ελλάδας, δεν έπαυαν να είναι πολύ μικρά σε σχέση με τους τζίρους των πολυεθνικών.
Στον αναθεωρημένο νόμο για τον ανταγωνισμό έχει προστεθεί η λέξη «παγκόσμιος» για τον προσδιορισμό του κύκλου εργασιών. Ειδικότερα, αναφέρει ότι:
- «Το πρόστιμο (...) πρέπει να είναι αποτελεσματικό, αναλογικό και αποτρεπτικό, μπορεί δε να φθάνει μέχρι ποσοστού δέκα τοις εκατό (10%) του συνολικού παγκόσμιου κύκλου εργασιών της επιχείρησης κατά την προηγούμενη της έκδοσης της απόφασης χρήση. Σε περίπτωση ομίλου εταιρειών, για τον υπολογισμό του προστίμου, λαμβάνεται υπόψη ο συνολικός παγκόσμιος κύκλος εργασιών του ομίλου».
Προς το παρόν δεν έχει κινηθεί από την Επιτροπή Ανταγωνισμού κάποια διαδικασία εναντίον θυγατρικής πολυεθνικού ομίλου, ώστε να φανεί πώς θα εφαρμοσθεί στην πράξη η νέα νομοθεσία για πρόστιμα με βάση τον παγκόσμιο τζίρο. Σίγουρα, όμως, κάθε υπολογισμός για πρόστιμο μέχρι 10% σε παγκόσμιους τζίρους μεγάλων ομίλων, θα μπορούσε να οδηγήσει σε πρόστιμα εξαιρετικά υψηλά, αφού οι τζίροι των κορυφαίων εταιρειών μετριούνται σε πολλές δεκάδες δισεκατομμύρια. Ενδεικτικά, ο τζίρος της Heineken ξεπέρασε τα 36 δισ. το 2023, κάτι που σημαίνει ότι ένα πρόστιμο ίσο με 1% του κύκλου εργασιών θα ανέβαινε στο αστρονομικό ύψος των 360 εκατ. ευρώ.
Στις νέες συνθήκες που διαμορφώνονται, παρατηρητές της αγοράς διαπιστώνουν ότι αλλάζει εμφανώς και η συμπεριφορά μεγάλων πολυεθνικών. Πλέον δεν υπερασπίζονται με κάθε μέσο, ακόμη και αθέμιτο, τα μερίδια αγοράς τους, αλλά προσπαθούν να αποφεύγουν πρακτικές που θα τις έφερναν αντιμέτωπες με την Επιτροπή Ανταγωνισμού. Σε αυτό το πλαίσιο, επιτρέπουν σε μικρότερες εταιρείες να κινηθούν με περισσότερη ελευθερία στην αγορά, κάτι που αρχίζει να γίνεται εμφανές και στον καταναλωτή, με την εμφάνιση περισσότερων επιλογών σε βασικές κατηγορίες προϊόντων.