Πάνω από τα 500 εκατ. ευρώ αυξάνεται το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων του υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών, ώστε να εξασφαλίσει έναν καθαρό οδικό χάρτη για τα έργα που υλοποιούνται σήμερα. Τα αυστηρά χρονοδιαγράμματα του Ταμείου Ανάκαμψης, που διοχετεύει σε έργα υποδομών και μεταφορών 2,5 δισ. ευρώ, αλλά και η πρωτοφανής δεξαμενή των έργων προς υλοποίηση, έχουν μετατοπίσει το βαρόμετρο των κατασκευών στην έγκαιρη και εντός προϋπολογισμού εκτέλεση των συμβάσεων.
Η αύξηση του ΠΔΕ του υπουργείου από τα 320 εκατ. ευρώ που είναι σήμερα σε πάνω από 500 εκατ. θεωρείται ως ένα από τα «κλειδιά» για την επίτευξη αυτού του στόχου, με το βλέμμα αποκλειστικά στα έργα που τρέχουν. «Αυτό σημαίνει πληρέστερη εκτέλεση των υφιστάμενων έργων, καλύτερος προγραμματισμός και ότι θα είμαστε πιο συνεπείς απέναντι στον ιδιωτικό τομέα», εξήγησε πρόσφατα ο υπουργός κ. Χρήστος Σταϊκούρας, αναγνωρίζοντας ότι οι καθυστερήσεις των πληρωμών του Δημοσίου προς τις κατασκευαστικές εταιρείες αποτελούν ένα ζήτημα που επανέρχεται διαχρονικά και προκαλεί τριβές.
Ανάγκη περισσότερων πόρων για ανθεκτικότητα
Σε αυτή την κατεύθυνση, προχωρά και η κατάρτιση ενός χρηματοδοτικού πλάνου για έργα υποδομών ως το 2035, ώστε να υπάρχει ένας ξεκάθαρος ορίζοντας για το μέλλον, σχετικά με τους πόρους που απαιτούνται αλλά και τα εργαλεία από τα οποία μπορούν να αντληθούν. Κρίσιμο θεωρείται σε αυτή την εξίσωση πια να μπει ενεργά και ο όρος της ανθεκτικότητας, καθώς η κλιματική κρίση αλλάζει τα δεδομένα.
Προς τούτο, η χώρα μας θα επιδιώξει ενίσχυση των πόρων για έργα ανθεκτικότητας στην επόμενη προγραμματική περίοδο. Αυτό βεβαίως στέλνει τον ορίζοντα μετά το 2027, όταν η ανάληψη ενεργού δράσης επείγει. Είναι χαρακτηριστικό ότι το ετήσιο κόστος για τη διάβρωση των ακτών της χώρας μας, όπως αποκάλυψε στο συνέδριο του ΤΜΕΔΕ ο πρόεδρος του ΤΕΕ, Γιώργος Στασινός, ανέρχεται στο αστρονομικό ποσό των 2,6 δισ. ευρώ.
Η αποκατάσταση από τη βιβλική καταστροφή στη Θεσσαλία έχει κόστος 3,5 με 4 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 1,4 δισ. τουλάχιστον -που αφορούν οδικό δίκτυο και σιδηρόδρομο- αποστερούν πόρους από έργα που είχε στην ουρά το υπουργείο Υποδομών και Μεταφορών. Ως εκ τούτου, η σημερινή ηγεσία διαμηνύει ότι απεριόριστοι πόροι δεν υπάρχουν, γι’ αυτό και γίνεται προτεραιοποίηση των έργων, με πολλά να μένουν τελικά εκτός σχεδιασμού.
Νέα εργαλεία χρηματοδότησης
Με στόχο να διευρυνθεί το μείγμα των επενδύσεων σε έργα υποδομών με ιδιωτικά κεφάλαια, αναζητούνται νέες πηγές και καινοτόμα εργαλεία. Οι παραδοσιακοί πόροι του ΕΣΠΑ δείχνουν στασιμότητα, αφού για την τρέχουσα περίοδο εκτιμώνται σε 9,14 δισ. για τους τομείς που άπτονται του κλάδου των κατασκευών (περιβάλλον, κλιματική αλλαγή, μεταφορές), όταν το διάστημα 2014-2020 οι πληρωμές πλησίασαν τα 9 δισ. ευρώ.
Δεδομένου ότι οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης, μπορούν να δώσουν μία προοπτική στο κατασκευαστικό κλάδο, όπως εκτιμούν στελέχη, για να «χτίσει» σε βάθος 5-7 ετών, ήδη οι εκπρόσωποι του τεχνικού κόσμου ζητούν αρχικά παράταση της ισχύος του και μετά το 2026, όπως ζήτησαν ήδη και άλλες χώρες. Παράλληλα, ο Σύνδεσμος Τεχνικών Εταιρειών Ανωτέρων Τάξεων προτάσσει τη σύσταση ενός νέου Ταμείου Ανάκαμψης, με έμφαση σε έργα που θα καλύπτουν την πράσινη, ψηφιακή και κοινωνική μετάβαση.
Ακόμη, το επόμενο διάστημα, οι προσπάθειες θα επικεντρωθούν στην εξασφάλιση πόρων από τα CEF II και ΙΙΙ, κυρίως για τη χρηματοδότηση της συμμετοχής της χώρας μας στα διευρωπαϊκά δίκτυα. Μέσα στον Ιούλιο αναμένεται η απάντηση σχετικά με το πόσους πόρους από το CEF II κατάφεραν να εξασφαλίσουν τα πέντε σιδηροδρομικά έργα που προτάθηκαν τον περασμένο Ιανουάριο, συνολικού ύψους 1,39 δισ. ευρώ.
Μία ακόμη δυνατότητα για τη χώρα μας είναι η χρηματοδότηση από την ΕΤΕπ, με τον αστερίσκο βεβαίως της χρηστής αξιοποίησης, ώστε να μην επηρεάζονται τα δημόσια οικονομικά, δεδομένου ότι πρόκειται σε κάθε περίπτωση για δανεισμό. Τα τελευταία χρόνια, οι πόροι που «πέφτουν» στην Ελλάδα μέσω της ΕΤΕπ σημειώνουν διαρκώς ρεκόρ, ξεπερνώντας το μπάτζετ που αντιστοιχεί στη συμμετοχή της χώρας μας στο μετοχικό της κεφάλαιο, το οποίο είναι 1-1,2 δισ. ευρώ. Έφτασαν τα 3 δισ. το 2021 και το 2022 στα 2,2 δισ., τάση που αναμένεται να συνεχιστεί.