Ο κατασκευαστικός κλάδος, σε αντίθεση με την καταβύθιση της οικονομικής κρίσης, βρίσκεται σήμερα σε οργασμό έργων και διαγωνισμών. Καθώς οι πόροι του τρέχοντος ΕΣΠΑ διατηρούνται στα ίδια επίπεδα με την προγραμματική περίοδο 2014-2020, οι αναπτυξιακές μηχανές αναμένεται να κινητοποιηθούν από το Ταμείο Ανάκαμψης, που ενεργοποιεί για τις κατασκευές συνολικά 23,9 δισ. ευρώ.
Με το ανεκτέλεστο των big 4 να προσεγγίζει τα 15 δισ. ευρώ, το μεγάλο στοίχημα των κατασκευών έπαψε να είναι η αναζήτηση έργων με το «τουφέκι», αλλά είναι πια η εκτέλεσή τους. Εστιάζοντας στη βιωσιμότητα των έργων, όπως αποτυπώθηκε στα συμπεράσματα της πρόσφατης γενικής συνέλευσης του ΣΤΕΑΤ, οι τεχνικές εταιρείες ζητούν λύση στο «αγκάθι» των καθυστερήσεων στις πληρωμές του δημοσίου, επικαιροποίηση προϋπολογισμών για όλα τα προς δημοπράτηση έργα και ενεργοποίηση των προτύπων προτάσεων.
Καθυστερήσεις και «παρωχημένοι» προϋπολογισμοί
Μία από τις πάγιες «γκρίνιες» του κατασκευαστικού κλάδου αφορά στις καθυστερήσεις των πληρωμών από την πλευρά του δημοσίου για εργασίες που έχουν εκτελεσθεί ή για ανάλογα ποσά σε παραχωρήσεις και ΣΔΙΤ. Και μάλλον όχι άδικα, αφού, σύμφωνα με την πρόσφατη μελέτη του ΙΟΒΕ, η χώρα μας είναι από τους ουραγούς στην Ευρώπη ως προς τις έγκαιρες πληρωμές, καθώς μόλις μία στις τέσσερις πραγματοποιείται εμπρόθεσμα.
Ο ΣΤΕΑΤ, μάλιστα, εφιστά την προσοχή καθώς οι εν λόγω καθυστερήσεις έχουν αρνητικά αποτελέσματα στην εκτέλεση των έργων. Επιπλέον, οξύνουν την ανάγκη αναζήτησης πρόσθετης χρηματοδότησης και ρευστότητας για τις εταιρείες, τροφοδοτώντας έναν φαύλο κύκλο καθυστερήσεων.
Στις διαχρονικές παθογένειες, τα τελευταία δυόμισι χρόνια έχει προστεθεί και το ζήτημα της αναθεώρησης των τιμών, εξαιτίας των μεγάλων ανατιμήσεων στις πρώτες ύλες και στο εργατικό κόστος. Ο ΣΤΕΑΤ ζητά να ενεργοποιηθεί το πολυαναμενόμενο Παρατηρητήριο Τιμών, που εκτιμάται πως θα γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα στις κοστολογικές προβλέψεις των έργων και στις διεθνείς τιμές. Παρότι έχει θεσμοθετηθεί, παραμένει κενό γράμμα. Ως αποτέλεσμα, όπως συχνά αναφέρουν δηκτικά εκπρόσωποι του τεχνικού κόσμου, ο κατασκευαστικός κλάδος καλείται σήμερα να εκτελέσει έργα με τα δεδομένα τιμολογίου 20ετίας.
Σε αυτό το πλαίσιο, ζητά την έναρξη λειτουργίας της πλατφόρμας του Ενιαίου Συστήματος Τεχνικών Προδιαγραφών και Τιμολόγησης Τεχνικών Έργων και Μελετών, που προβλέφθηκε με την αναθεώρηση του ν.4412 το 2020, αλλά ακόμα αναμένεται ο ορισμός των εκπροσώπων του δημοσίου. Παράλληλα, όμως, ο σύνδεσμος υποστηρίζει την «αναγκαία», όπως επισημαίνεται, επικαιροποίηση προϋπολογισμών όλων των προς δημοπράτηση δημοσίων έργων, παραχωρήσεων και ΣΔΙΤ.
Πηγή χρηματοδότησης οι παραχωρήσεις
Παράλληλα, οι κατασκευαστικές εταιρείες επαναφέρουν μία πρόταση, που είχε πέσει δειλά στο τραπέζι, τα προηγούμενα χρόνια, για τη νέα παραχώρηση της Αττικής Οδού. Η σκέψη της ελληνικής πλευράς, προτού κλειδώσει ο σχεδιασμός για τον νέο διαγωνισμό παραχώρησης, ήταν το -διόλου ευκαταφρόνητο- έσοδο να μην κατευθυνθεί στην αποπληρωμή του χρέους, όπως συμβαίνει με τα assets του ΤΑΙΠΕΔ, αλλά να διοχετευόταν στις απαραίτητες για την Αθήνα επεκτάσεις της Αττικής Οδού. Σκέψη που σκόνταψε στις δημοσιονομικές δεσμεύσεις της χώρας.
Οι εκπρόσωποι του κατασκευαστικού κλάδου κάνουν λόγο για μία «πρακτική τιμωρίας που εφαρμόστηκε με τις προβλέψεις του Μνημονίου», η οποία θα πρέπει να αλλάξει. Προτείνουν τη διαμόρφωση ενός Ειδικού Ταμείου, στο οποίο θα μπαίνει το ποσό που προκαταβάλλει ο ανάδοχος μίας σύμβασης παραχώρησης, προκειμένου να διατίθεται για νέα έργα.
Σημειώνουν, δε, ότι αυτό το Ταμείο, που θα μπορεί να χρηματοδοτείται και από άλλες πηγές, μπορεί να καλύψει το «κενό» χρηματοδότησης που έχει δημιουργήσει η κλιματική αλλαγή. Μόνο το κόστος για την ανάταξη των υποδομών της Θεσσαλίας ξεπερνά τα 3,5 δισ. ευρώ. Επιπλέον, θέτουν επί τάπητος την ανάγκη έργων που θα δώσουν ανάσες στην μεγάλη κυκλοφοριακή επιβάρυνσης των αστικών κέντρων.
Πρότυπες προτάσεις
Η απάντηση στο κυκλοφοριακό πρόβλημα της Αθήνας έχει βρεθεί στο ραντάρ και των πρώτων προτύπων προτάσεων που κατατέθηκαν, μετά την καθιέρωση του νέου αυτού εργαλείου. Όμως, αν και έχει περάσει ένας χρόνος από τότε, οι φάκελοι παραμένουν στα συρτάρια του υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών. Οι κατασκευαστικές εταιρείες βλέπουν στις πρότυπες προτάσεις ένα «όχημα» που θα επιταχύνει την ωρίμανση και προώθηση νέων έργων.
Από την πλευρά της, η σημερινή ηγεσία του υπουργείου έχει εκφράσει την επιφυλακτικότητά της ως προς τις πρότυπες προτάσεις, ξεκαθαρίζοντας ότι η πρωτοβουλία των κινήσεων και ο σχεδιασμός των έργων γίνονται από το δημόσιο, ενώ έχει προαναγγελθεί και αλλαγή στο νομοθετικό πλαίσιο. Μετά από ένα μπρα-ντε-φερ μηνών μεταξύ κατασκευαστών – πολιτικής ηγεσίας, οι εκπρόσωποι του ΣΤΕΑΤ επιμένουν στην ανακοίνωσή τους ότι οι πρότυπες προτάσεις συνιστούν μονόδρομο.
Ακόμα και με το δεδομένο της στενότητας πόρων, επισημαίνουν πως μπορούν να τύχουν εφαρμογής σε έργα παραχώρησης, «όπου είναι δυνατόν να διασφαλίζεται η πλήρης αποφυγή της διάθεσης πόρων από το Δημόσιο». Μάλιστα, προτείνουν περιορισμό των οικονομικών ορίων, ώστε να μπορούν να αξιοποιήσουν τις πρότυπες προτάσεις και οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης, για την «ταχεία προώθηση μικρότερων ανταποδοτικών έργων, με έμφαση σε εκείνα που επιτυγχάνεται στο μέγιστο η αποπληρωμή του κόστους κατασκευής από τη μεταγενέστερη εκμετάλλευση».