Αν δει κανείς τη «βιτρίνα» των οικονομικών στοιχείων για τις εξαγωγές αγαθών στα 15 χρόνια μετά το ξέσπασμα της κρίσης, η ελληνική οικονομία μοιάζει να έχει επιτύχει θεαματική πρόοδο. Όμως, σε μεγάλο βαθμό η λάμψη των εξαγωγών είναι απατηλή και δείχνει ότι δεν οδηγούμαστε με τους ρυθμούς που χρειάζεται στην αλλαγή παραγωγικού υποδείγματος: την ώρα που βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη η Τέταρτη Βιομηχανική Επανάσταση, τη δυναμικότερη αύξηση στην Ελλάδα παρουσιάζουν οι εξαγωγές οπωροκηπευτικών και άλλων προϊόντων του αγροδιατροφικού τομέα.
Η μεγάλη ελληνική κρίση που ξέσπασε το 2009 δεν ήταν μόνο αποτέλεσμα σπάταλης για πολλά έτη δημοσιονομικής διαχείρισης, αλλά αντανακλούσε πρωτίστως το έλλειμμα παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας της οικονομίας, που είχε αντανάκλαση στις χαμηλές εξαγωγές αγαθών, οι οποίες ήταν ο κύριος παράγοντας εκτίναξης του ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών στο εφιαλτικό ποσοστό του 15% του ΑΕΠ.
Οι εξαγωγές αγαθών δεν κινούνταν μόνο πολύ χαμηλά ως ποσοστό του ΑΕΠ, αλλά ήταν σταθερά προσανατολισμένες σε προϊόντα χαμηλής προστιθέμενης αξίας, με έμφαση στον αγροδιατροφικό τομέα. Όπως είχε δηλώσει ο νομπελίστας καθηγητής Χριστόφορος Πισσαρίδης το 2020, όταν παρουσίαζε το σχέδιό του για την οικονομία,
- «Σύμφυτη με τη χαμηλή παραγωγικότητα είναι και ότι η ελληνική οικονομία είναι εσωστρεφής με τις εξαγωγές προϊόντων και υπηρεσιών μόλις στο μισό από ό,τι σε άλλες με τις οποίες θα πρέπει να συγκρίνεται. Παράλληλα, το τεχνολογικό περιεχόμενο στην παραγωγή είναι χαμηλό. Η πλειονότητα των προϊόντων και υπηρεσιών ενσωματώνουν λίγη μόνο καινοτομία και χαμηλή προστιθέμενη αξία. Δεδομένου του μεγέθους της εσωτερικής αγοράς, η μεγαλύτερη εξωστρέφεια, δηλαδή η αύξηση της συμμετοχής διεθνών εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών στο ΑΕΠ, αποτελεί προϋπόθεση για αύξηση της παραγωγικότητας ιδίως μέσα από μεγαλύτερη εξειδίκευση και εκμετάλλευση οικονομιών κλίμακας».
Τριπλάσιες εξαγωγές, αλλά...
Από την επεξεργασία στοιχείων που δημοσίευσε το ΚΕΠΕ σε πρόσφατη ανάλυσή του, το συμπέρασμα που προκύπτει από την εξέταση της πορείας των ελληνικών εξαγωγών από το 2008, τελευταίο έτος πριν το ξέσπασμα της κρίσης, έως και το 2023 είναι ότι έχουμε διανύσει αρκετό δρόμο ως προς την αύξηση των συνολικών εξαγωγών αγαθών, ωστόσο το μείγμα τους δεν υποδηλώνει γρήγορη αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου, προς την κατεύθυνση των εξαγωγών προϊόντων με υψηλότερη προστιθέμενη αξία. Ειδικότερα,
- Η συνολική αξία των εξαγωγών αγαθών σχεδόν τριπλασιάσθηκε (+193%) αυτή την περίοδο, καθώς αυξήθηκε από τα 17,4 στα 50,9 δισ. ευρώ. Σημειώνεται ότι σε αυτό το ποσό περιλαμβάνονται και οι εξαγωγές πετρελαιοειδών.
- Όμως, το μείγμα των εξαγωγών παρέμεινε φτωχό: Σωρευτικά, η αύξηση των εξαγωγών προϊόντων του αγροδιατροφικού τομέα ήταν της τάξεως του 170%. Η αξία τους ανήλθε στα 10,85 δισ. ευρώ το 2023 και στο ποσό αυτό περιλαμβάνεται ένα σημαντικό «μπόνους» για αυτή τη χρονιά από την ξέφρενη αύξηση των διεθνών τιμών του ελαιολάδου. Στα υπόλοιπα προϊόντα, όπου περιλαμβάνονται και τα βιομηχανικά που έχουν υψηλότερη προστιθέμενη αξία, η αύξηση σωρευτικά ήταν αισθητά χαμηλότερη +106% και η αξία τους ανήλθε στα 23,6 δισ. ευρώ.
- Για να θεωρήσουμε ότι το παραγωγικό μοντέλο πραγματικά «στρίβει» προς την κατεύθυνση παραγωγής και εξαγωγών με υψηλότερη προστιθέμενη αξία, θα πρέπει να δούμε και μια μείωση του ποσοστού συμμετοχής των εξαγωγών αγροδιατροφικών προϊόντων στο μείγμα των εξαγωγών μας. Αντίθετα, όμως, η συμμετοχή των αγροδιατροφικών προϊόντων φαίνεται να αυξάνεται διαχρονικά, από 25,9% το 2008 σε 31,5% το 2023. Ακόμη και τα τελευταία χρόνια (2020 - 2023) όπου έχει περάσει στην πρώτη γραμμή ενδιαφέροντος της οικονομικής πολιτικής η αλλαγή παραγωγικού μοντέλου, με την Έκθεση Πισσαρίδη και το Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, το ποσοστό συμμετοχής των αγροδιατροφικών προϊόντων στις εξαγωγές φαίνεται να αυξάνεται.
Εξέλιξη συνολικού εμπορίου και εμπορίου αγροτικών προϊόντων και τροφίμων (σε δισ. ευρώ)
Όπως σημειώνει το ΚΕΠΕ, καταγράφεται πλεονασματικό εξωτερικό εμπόριο αγροτικών προϊόντων και τροφίμων (αγροδιατροφικών προϊόντων) για τα τρία (2020, 2021, 2023) από τα τέσσερα τελευταία χρόνια, κάτι που μπορεί να θεωρηθεί αρκετά καλό νέο.
Παράλληλα, όμως, καταγράφεται και έλλειψη δυναμικότητας των εξαγωγών όλων των υπολοίπων (βιομηχανικών) προϊόντων, πλην δηλαδή ορυκτών καυσίμων (πετρελαιοειδών) και αγροδιατροφικών, κάτι όχι θετικό για την ελληνική οικονομία, η οποία χρειάζεται γρήγορη αύξηση της παραγωγής αγαθών και, κατά συνέπεια, των εξαγωγών της, εάν θέλει να ισχυροποιηθεί και θωρακιστεί έναντι μελλοντικών κλυδωνισμών και κρίσεων.
Επιπλέον το ΚΕΠΕ τονίζει ότι:
- Οι εξαγωγές αγροδιατροφικών προϊόντων σημείωσαν άνοδο 9,5%, φθάνοντας στο ιστορικό υψηλό των €10,85 δις. Οι αντίστοιχες εισαγωγές αυξήθηκαν κατά μόλις 1,8%, φθάνοντας επίσης στο ιστορικό υψηλό των €10,39 δις, με αποτέλεσμα την επιστροφή στο πλεονασματικό ισοζύγιο της τάξεως των €460 εκατομμυρίων. Έτσι το 2023 είναι η τρίτη εντός τετραετίας χρονιά που το εξωτερικό εμπόριο αγροδιατροφικών προϊόντων παρουσιάζει πλεόνασμα.
- Παρατηρώντας τις εξαγωγές των υπολοίπων αγαθών, δηλαδή πλην πετρελαιοειδών και αγροδιατροφικών, βλέπουμε ότι αυτές παρουσίασαν όχι ευκαταφρόνητη μείωση 4,2%. Οι αντίστοιχες εισαγωγές σημείωσαν μικρή μείωση 1,6%. Ο συνδυασμός αυτός οδήγησε σε ελαφρά διεύρυνση του εμπορικού ελλείμματος κατά 1%.
- Δεν είναι όμως το βασικό πρόβλημα η μικρή διεύρυνση του ελλείμματος του εμπορίου των υπολοίπων αγαθών (βιομηχανικών) αλλά η σημαντική επιβράδυνση των εξαγωγών. Σύμφωνα με στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, είμαστε τελευταίοι στις κατά κεφαλήν εξαγωγές μεταξύ ευρωπαϊκών κρατών με παρόμοιο ή και μικρότερο πληθυσμό από εμάς (π.χ. Πορτογαλία, Σουηδία, Τσεχία, Ισραήλ, Αυστρία, Ελβετία, Ουγγαρία) (Παγκόσμια Τράπεζα, 2022). Επίσης, χώρες που πέρασαν παρόμοια οικονομική κρίση με την Ελλάδα, (π.χ. Πορτογαλία) έχουν αυξήσει τις εξαγωγές τους σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι το έχει πράξει η ελληνική οικονομία.
- Το –συγκριτικά με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές οικονομίες– χαμηλό επίπεδο εξαγωγών αλλά και ο συγκριτικά χαμηλός ρυθμός αύξησης αυτών είναι αρκετά ανησυχητικό φαινόμενο, το οποίο θα πρέπει να βρεθεί ψηλά στην πολιτική ατζέντα των ελληνικών κυβερνήσεων, εάν θέλουμε να θωρακίσουμε την ελληνική οικονομία από μελλοντικές κρίσεις. Αποτέλεσμα των πολύ χαμηλών –σε σχέση με τις εισαγωγές– εξαγωγών είναι ότι το έλλειμμα είναι πολύ μεγάλο, κάτι που σημαίνει ότι ακόμα και μεγάλες αυξήσεις των εξαγωγών δεν επαρκούν για να αντισταθμίσουν το έλλειμμα λόγω έστω και μικρών αυξήσεων των εισαγωγών.
- Το παραγωγικό μοντέλο της ελληνικής οικονομίας μετά από 10 χρόνια κρίσης δεν φαίνεται να έχει αλλάξει όσο θα έπρεπε, προκειμένου να μπορεί να αντιμετωπίσει μέλλοντες κινδύνους.ο παραγωγικό υπόδειγμα της χώρας μετά την κρίση, που τόσο έχει συζητηθεί η αλλαγή του, παραμένει σχετικά αμετάβλητο. Οι άμεσες ξένες επενδύσεις (ΑΞΕ), οι οποίες αποτελούν πηγή παραγωγικών επιχειρήσεων, έχουν μεν σημειώσει άνοδο, αλλά παραμένουν σε πολύ χαμηλά επίπεδα για να μπορέσουν να δώσουν ώθηση στην παραγωγή και την εξαγωγή αγαθών. Εκτός αυτού, σημαντικό μέρος των ΑΞΕ κατευθύνεται σε μη αυστηρά παραγωγικούς κλάδους όπως η αγορά ακινήτων ή τουριστικές επιχειρήσεις. Εκεί που χρειάζεται η ελληνική οικονομία ΑΞΕ είναι ο πρωτογενής και, ιδιαίτερα, ο δευτερογενής (βιομηχανία) τομέας, ο οποίος και παραμένει ο μεγάλος ασθενής της ελληνικής οικονομίας.
ΙΟΒΕ: Κρίσιμο στοιχείο ο τεχνολογικός μετασχηματισμός
Όπως σχολίαζε το ΙΟΒΕ στην τελευταία του ανάλυση για την ελληνική οικονομία,
- Η πορεία μιας οικονομίας διαχρονικά εξαρτάται τελικά από την ανάπτυξη της παραγωγικότητάς της, η οποία με τη σειρά της επηρεάζεται κρίσιμα ευρύτερα από τη λειτουργία του θεσμικού πλαισίου και ειδικότερα από την ενσωμάτωση νέων τεχνολογιών.
- Σχετικά, η στροφή του παραγωγικού υποδείγματος προς υψηλότερη συμμετοχή εξαγωγών και επενδύσεων στην οικονομία θα είναι ανάλογη του ρυθμού τεχνολογικού μετασχηματισμού της. Ενδεικτικά, η ταχύτερη ανάπτυξη τεχνολογιών και συστημάτων που στηρίζονται στην τεχνητή νοημοσύνη μπορεί να επηρεάσει την ελληνική οικονομία με πολλούς τρόπους.
- Αλλάζοντας δραστικά τις επιμέρους αγορές υπηρεσιών και προϊόντων, αυξάνοντας τη συνολική παραγωγικότητα, διαμορφώνοντας νέους όρους λειτουργίας του δημόσιου τομέα και αλλάζοντας τη διασύνδεσή του με την παραγωγή και, τελικά, επηρεάζοντας τη διεθνή ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων, καθώς αλλάζει ο «καταμερισμός εργασίας» σε παγκόσμιο επίπεδο.
Το συμπέρασμα, δυστυχώς, είναι ότι το ελληνικό παραγωγικό μοντέλο παραμένει βασισμένο σε πρότυπα του προηγούμενου αιώνα, τη στιγμή που παγκοσμίως οι εξελίξεις ξεπερνούν όχι μόνο το ελληνικό μοντέλο, αλλά και το ευρωπαϊκό, που δίνει αρκετή έμφαση στον βιομηχανικό τομέα. Στις ΗΠΑ, που έχουν την πρωτοπορία στην Τέταρτη Βιομηχανική Επανάσταση, είναι χαρακτηριστικό ότι μόνο οι επτά μεγάλες τεχνολογικές εταιρείες είχαν φθάσει στο τέλος του 2023 να έχουν χρηματιστηριακή αξία που υπερέβαινε τα 12 τρισ. δολ,, αντλώντας τα έσοδά τους από την οικονομία της γνώσης, την ώρα που στην ελληνική οικονομία πρωταγωνιστούσαν οι εξαγωγές οπωροκηπευτικών...