Στο πάντρεμα με… υδρογόνο των μεγάλων σχεδίων που δρομολογούνται στο φυσικό αέριο, όπως ο πλωτός σταθμός στην Αλεξανδρούπολη και η υπόγεια αποθήκη στο εξαντληθέν κοίτασμα της Νοτίου Καβάλας, προκειμένου αυτά να «πρασινίσουν» και να είναι επιλέξιμα για χρηματοδότηση από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, προσανατολίζεται η κυβέρνηση.
Στην ουσία η ελληνική πλευρά επιχειρεί να εκμεταλλευτεί ένα «παράθυρο» προκειμένου να εξασφαλιστεί η συνέχιση της χρηματοδότησης των μεγάλων υποδομών φυσικού αερίου, μετά την απόφαση της ΕΤΕπ από το 2022 και μετά, για λόγους περιβαλλοντικής πολιτικής, να σταματήσει να δανειοδοτεί τα παραδοσιακά έργα φυσικού αερίου.
Σύμφωνα και με όσα είχε δηλώσει πρόσφατα ο αντιπρόεδρος της τράπεζας Άντριου Μακντάουελ (Andrew McDowel), η μόνη περίπτωση να συνεχιστεί από το 2022 και μετά η χρηματοδότηση τέτοιων έργων από την ΕΤΕπ είναι αυτά να μην ξεπερνούν τα 250 γραμμάρια ρύπων ανά κιλοβατώρα παραγόμενης ενέργειας. Στάνταρ που μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την πρόσμιξη του φυσικού αερίου με «πράσινα» αέρια, όπως το υδρογόνο, δηλαδή με τεχνολογίες που ναι μεν έχουν υψηλότερο κόστος, ωστόσο συμβάλλουν στην πολιτική της ΕΕ για πλήρη απανθρακοποίηση της ηπείρου έως το 2050.
Σημειωτέον ότι τον περασμένο Νοέμβριο, όταν έγινε γνωστή η απόφαση της ΕΤΕπ να πάψει να δανειοδοτεί παραδοσιακής μορφής έργα φυσικού αερίου, υπήρξε παρέμβαση από την ελληνική πλευρά με πρωτοβουλία του υφυπουργού ΠΕΝ Γ. Θωμά. Έτσι με νεότερη απόφαση η ΕΤΕπ, εξαίρεσε από την αρχική απαγόρευση χρηματοδοτήσεων όσα έργα είναι ενταγμένα στην 4η λίστα των έργων Κοινού Ευρωπαϊκού Ενδιαφέροντος της Ε.Ε. (PCIs), μεταξύ των οποίων ο σταθμός της Αλεξανδρούπολης και η αποθήκη της Καβάλας.
Αγώνας δρόμους μέχρι τα τέλη 2021
Αντί αυτά να πάψουν από φέτος να χρηματοδοτούνται, όπως προέβλεπε η αρχική απόφαση, θα μπορούν να συνεχίσουν να δανειοδοτούνται έως το τέλος του 2021, ωστόσο από εκεί και μετά, τα πράγματα αυστηροποιούνται. Η συνέχιση ή μη της χρηματοδότησης από την ΕΤΕπ θα αποφασίζεται βάσει συγκεκριμένων κριτηρίων και για κάθε ένα έργο διακριτά.
Στοίχημα επομένως από εδώ και πέρα της ελληνικής πλευράς είναι καταρχήν να κάνει ό,τι χρειάζεται προκειμένου τα παραπάνω projects να ωριμάσουν το ταχύτερο δυνατό, ώστε να αποσπάσουν τις σχετικές εγκρίσεις πριν το τέλος του 2021.
Ταυτόχρονα η ελληνική πλευρά έχει κάνει κρούσεις προς την ΕΤΕπ, προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο από τα τέλη του 2021 και μετά, η τελευταία μπορεί να επανεξετάσει την απόφασή της σχετικά με τα PCIs. Σε κάθε πάντως περίπτωση και επειδή η απόφαση της ΕΤΕπ να πάψει από το 2022 και μετά να χρηματοδοτεί έργα φυσικού αερίου, αφορά μόνο όσα δεν θα είναι «πράσινα», αυτό ανοίγει το δρόμο τα εν λόγω projects να «παντρευτούν» με υδρογόνο ή με άλλες μορφές ΑΠΕ. Στην λογική αυτή θα επισπευτούν και οι διαδικασίες για τη δημιουργία του θεσμικού πλαισίου για την αγορά υδρογόνου, το οποίο σήμερα ακόμη δεν υπάρχει.
Στην ίδια κατεύθυνση θα συνεχιστούν οι επαφές του ΥΠΕΝ με τα αρμόδια όργανα, καθώς η λήψη ή μη χρηματοδότησης αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για τη βιωσιμότητα projects, που ενισχύουν σημαντικά την γεωστρατηγική θέση της χώρας, αλλά και την ασφάλεια του εφοδιασμού.
Η θέρμανση της Δ. Μακεδονίας
Ένα επιπλέον μέτωπο όπου όλα αυτά δημιουργούν ζητήματα αφορά στην Δ.Μακεδονία. Εκεί μετά το δρομολογημένο «σβήσιμο» των περισσοτέρων φουγάρων της ΔΕΗ από το 2023 και μετά, η μοναδική επιλογή θέρμανσης θα είναι το φυσικό αέριο. Εξ ου και έχει δοθεί εντολή στη Δημόσια Επιχείρηση Δικτύων Διανομής Αερίου (ΔΕΔΑ) να αλλάξει το σχεδιασμό της και να φέρει κατά προτεραιότητα το δίκτυο αερίου στις περιοχές αυτές. Εάν ωστόσο τα έργα της ΔΕΔΑ δεν είναι επιλέξιμα για χρηματοδότηση από την ΕΤΕπ, τότε γίνεται προφανές ότι δημιουργείται ένα σοβαρό πρόβλημα. Στην λογική αυτή, η Ελλάδα θα διεκδικήσει μια μικρή μεταβατική περίοδο για τα έργα φυσικού αερίου στην Δ.Μακεδονία, επικαλούμενη την ανάγκη των περιοχών αυτών να συνεχίσουν να έχουν τηλεθέρμανση και μετά το κλείσιμο των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ.