Στην πλήρη αλλαγή της πορείας της ελληνικής οικονομίας, από την «καταστροφή» στα χρόνια της κρίσης χρέους έως τη σημερινή ισχυρή της προοπτική, αναφέρεται σε δημοσίευμά του το πρακτορείο Reuters.
Όπως επισημαίνει δεν είναι όλα ρόδινα στην Ελλάδα, με τις ανισότητες να συνεχίζουν να καταγράφονται, αλλά η οικονομία της χώρας συνεχίζει να υπεραποδίδει έναντι του μέσου όρου της ΕΕ, με εκτίμηση ότι το ΑΕΠ πλησιάζει σταδιακά να κερδίσει το χαμένο έδαφος της προηγούμενης 10ετίας.
Ταυτόχρονα το κόστος δανεισμού για το δημόσιο έχει υποχωρήσει σημαντικά και διαμορφώνεται σε επίπεδα χαμηλότερα από το ιταλικό, με τις ιδιωτικοποιήσεις να συνεχίζονται και τον τραπεζικό τομέα να έχει ανακάμψει.
Στις προκλήσεις για τη χώρα παραμένουν το δημογραφικό και η έλλειψη εργατικού δυναμικού και φυσικά η κλιματική αλλαγή που δημιουργεί μεγάλα προβλήματα σε όλο το φάσμα της οικονομικής δραστηριότητας.
Προκειμένου, όμως, η ανάπτυξη να είναι βιώσιμη, η Ελλάδα θα πρέπει να αλλάξει το οικονομικό της μοντέλο και να μη συνεχίσει να στηρίζεται αποκλειστικά σε τομείς όπως ο τουρισμός, ο κλάδος του Real Estate και αυτός υπηρεσιών.
Το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος των άμεσων ξένων επενδύσεων προέρχονται από χώρες της ΕΕ, όπως η Γαλλία και η Γερμανία, οι οποίες, όμως, βρίσκονται αντιμέτωπες με αναιμική ανάπτυξη, δημιουργεί προβληματισμό. «Οι προοπτικές χαμηλότερης ανάπτυξης στην Ευρώπη επηρεάζουν την Ελλάδα με δύο τρόπους. Μέσω πίεσης στις εξαγωγές και μέσω υψηλότερου κόστους χρήματος», σημειώνει ο επικεφαλής του ΙΟΒΕ, κ. Νίκος Βέττας. Τονίζει ακόμη ότι η Ελλάδα θα πρέπει να αναπτύξει περισσότερο τομείς που είναι στόχος μακροχρόνιων επενδύσεων «όπως οι υποδομές αλλά και η μεταποίηση».
Επιπλέον, πολλοί Έλληνες λένε ότι δεν βλέπουν τα οφέλη της ανάκαμψης. Η ανεργία διαμορφώνεται πάνω από το 10% και είναι η δεύτερη υψηλότερη στην ΕΕ μετά την Ισπανία, ενώ το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε αγοραστική δύναμη είναι από τα χαμηλότερα στην Ευρώπη. Ο μέσος μηνιαίος μισθός των 1.175 ευρώ είναι 20% χαμηλότερος από ό,τι πριν από 15 χρόνια.