Εκστρατεία πειθούς των συμπολιτών μας που για τους δικούς τους λόγους δεν έχουν εμβολιαστεί ακόμη, προανήγγειλε ο υπουργός Επικρατείας Γιώργος Γεραπετρίτης. Όμως, από τη στιγμή που το εμβόλιο έχει καταστεί ένα καθολικό αγαθό σε όλο τον πληθυσμό, δεν είναι δυνατόν να κρατιέται πίσω η κοινωνία και η οικονομία, δήλωσε επίσης μιλώντας στο ραδιοφωνικό σταθμό "Real FM 97,8". Kατ' αναλογίαν πληθυσμού και δυνατοτήτων, η κυβέρνηση έδωσε «ίσως το μεγαλύτερο ποσό που έχει δοθεί στην Ευρώπη, ακριβώς για να μπορέσουμε να στηρίξουμε την ελληνική κοινωνία, (αλλά) αυτό δεν μπορεί να συνεχίζεται επ' αόριστον», ξεκαθάρισε διευκρινίζοντας ότι ναι μεν, η κυβέρνηση θα ενισχύσει κατά περίπτωση εκείνους οι οποίοι μπορεί να θίγονται οικονομικά, από την άλλη όμως «δεν μπορούμε να υποστηρίξουμε πλέον καθολικές απαγορεύσεις».
Ξεκινώντας από τα δεδομένα της εμβολιαστικής εκστρατείας, «αυτή τη στιγμή έχουμε περίπου 5 εκατ. πολίτες που έχουν εμβολιαστεί με μία δόση. Αυτό σημαίνει ότι έχουμε περίπου το 57% του ενήλικου πληθυσμού της χώρας ήδη εμβολιασμένο με μία δόση. Είναι αρκετά σημαντικό, το ποσοστό ανεβαίνει πολύ στις ηλικίες άνω των 60 ετών, 3 στους 4 πολίτες έχουν εμβολιαστεί. Είμαστε στην 7η θέση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως προς το μερίδιο πληθυσμού που είναι πλήρως εμβολιασμένο», ανέφερε εισαγωγικώς ο υπουργός Επικρατείας αποδίδοντας τα νούμερα αυτά στο γεγονός ότι «είναι πάρα πολύ καλά οργανωμένη επιχείρηση. Όλοι όσοι προσήλθαμε για το εμβόλιο, είχαμε μια πραγματική, προσωπική επαφή για το πόσο οργανωμένη ήταν». Καθώς, όμως, «αυτή τη στιγμή φθάνουμε σταδιακώς σε ένα ανώτατο όριο και χτυπάμε τον "πυρήνα" των ανθρώπων που για λόγους προσωπικούς, ιδεολογικούς ή άλλους δεν επιθυμούν να κάνουν το εμβόλιο», ο Γ. Γεραπετρίτης γνωστοποίησε ότι «υπάρχει η πρόθεση να κάνουμε πολλαπλές δράσεις πρώτα από όλα για να πεισθούν οι άνθρωποι αυτοί -και για το λόγο αυτό θα έχουμε μια εξατομικευμένη προσέγγιση στις επιμέρους ομάδες, τους νέους, τους ευάλωτους, ειδικά ακροατήρια, έτσι ώστε να μπορέσουν να πεισθούν».
Στο ερώτημα αν με τα νέα μέτρα η κυβέρνηση διχάζει την κοινωνία, απάντησε ότι «υπάρχουν συμπολίτες μας οι οποίοι έχουν εμβολιαστεί, έχουν αναλάβει το μερίδιο της ατομικής και κοινωνικής ευθύνης που τους αναλογεί και οι οποίοι θα πρέπει σταδιακώς να αποκατασταθούν στις κοινωνικές τους συναναστροφές, τον τρόπο ζωής που έχουν», αλλά την ίδια ώρα, υπάρχουν και εκείνοι που δεν εμβολιάζονται: «προσπαθούμε να τους πείσουμε (...) αναλαμβάνουν προσωπικό κίνδυνο και δεν αντιλαμβάνονται ότι αυτό είναι ένα χρέος κοινωνικής αλληλεγγύης που έχουμε», επιχειρηματολόγησε ο υπουργός. Συμπερασματικά, «το βέβαιο είναι ότι δεν είναι δυνατόν, επειδή ορισμένο μέρος του πληθυσμού συνειδητά επιλέγει να μην εμβολιάζεται, να κρατείται πίσω η κοινωνία, να μην ανακτά πλήρως την ελευθερία της. Δεν είναι δυνατόν η οικονομία να παραμένει περιορισμένη, δεν έχουμε απεριόριστους πόρους έτσι ώστε να μπορούμε να στηρίζουμε μια κλειστή οικονομία επ' αόριστον», σημείωσε με έμφαση.
Διαφωνώντας εξάλλου με τον όρο «προνόμια» (στους εμβολιασμένους), ο υπουργός Επικρατείας δήλωσε ότι «δεν υπάρχει κανένα προνόμιο, κανένα απολύτως προνόμιο δεν αποδίδεται σε κανέναν πολίτη. Για λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας η Πολιτεία διασφαλίζει την αναγκαία κίνηση, και στη δευτερογενή μη αναγκαία κοινωνική δραστηριότητα των πολιτών τίθενται ορισμένοι περιορισμοί για να εξυπηρετηθεί η δημόσια υγεία», υπογραμμίζοντας εκ νέου τη δυνατότητα των επιχειρηματιών να επιλέξουν να έχουν αμιγείς χώρους μόνο για εμβολιασμένους ή όχι. Άλλωστε, συνέχισε, το νέο σύστημα εισόδου στα καταστήματα «δεν είναι τόσο σύνθετο όσο εμφανίζεται, θα φροντίσουμε να το κάνουμε πολύ φιλικό και προς τις επιχειρήσεις και προς τους πολίτες. Είναι όμως η απολύτως αναγκαία συνθήκη για να μην επιστρέψουμε σε ένα καθεστώς καθολικών απαγορεύσεων», εξήγησε. Συνοπτικά, ο επιχειρηματίας το μόνο που θα κάνει, είναι να σκανάρει στην είσοδο του καταστήματος τις σχετικές βεβαιώσεις των πελατών, έτσι ώστε «να υπάρχει διασταύρωση για να γνωρίζουμε ότι μέσα στο χώρο αυτό θα υπάρχει προστασία της δημόσιας υγείας». Επιπλέον, η διαδικασία δεν θα είναι χρονοβόρα. Ενώ δήλωσε κατανόηση για το γεγονός ότι «κάθε νέο καθεστώς που ισχύει στις επιχειρήσεις, δημιουργεί μεταβατικά ένα ζήτημα ρευστότητας μέχρι να βρει τα πατήματά της η νέα ρύθμιση».
Απαντώντας δε, και στις αιτιάσεις, από τη μια ότι η κυβέρνηση περιορίζει τις ελευθερίες και κάνει διακρίσεις, από την άλλη ότι όλοι οι κλειστοί χώροι θα έπρεπε να διατίθενται μόνο σε εμβολιασμένους, ο Γ. Γεραπετρίτης έδωσε τη δική του απάντηση: «Αυτό δεν είναι εφικτό και είναι μια σοβαρότατη παρέμβαση στις ελευθερίες των πολιτών. Για το λόγο αυτό επιλέγουμε ένα ισόρροπο μείγμα, να υπάρχουν και μεικτοί χώροι». Ενώ στην κριτική για αντιφατικά μηνύματα εκ μέρους της κυβέρνησης, ο υπουργός Επικρατείας ανταπάντησε ότι «δεν εκπέμπουμε κανένα μήνυμα χαλάρωσης, το αντίθετο. Διασφαλίζουμε ότι οι δραστηριότητες εκείνες που ενέχουν κινδύνους, γίνονται με τη μεγαλύτερη δυνατή ασφάλεια».
Στο σημείο αυτό, μάλιστα, της συνέντευξης επικαλέστηκε το «αυστηρό πλαίσιο για τις μετακινήσεις στα νησιά μας», που θα ισχύσει από τη Δευτέρα: «Γιατί υπάρχει αυτό το αυστηρό πλαίσιο ελέγχου; Διότι τα νησιά αποτελούν εξ ορισμού έναν προορισμό με λιγότερο αναπτυγμένες δομές υγείας και γιατί δεν υπάρχει πάρα πολύ μεγάλη και άνετη πρόσβαση στην περίπτωση που υπάρξει τοπική επιδημία». Συνεπώς, «το μήνυμα είναι ένα και σαφές: εξακολουθούμε να είμαστε προσεκτικοί, να τηρούμε τα μέτρα πρόληψης και προφύλαξης ιδίως στους εσωτερικούς χώρους και σε μεγάλα γεγονότα συγχρωτισμού, και από την άλλη πλευρά αποκτούμε σταδιακά την ελευθερία μας». Επανέλαβε, παράλληλα, ότι «από τη στιγμή που το εμβόλιο έχει καταστεί ένα καθολικό αγαθό σε όλο τον πληθυσμό, δεν είναι δυνατόν να κρατείται πίσω η κοινωνία και η οικονομία (...) δεν αντέχουμε ούτε από την άποψη των ελευθεριών των πολιτών ούτε από την άποψη των δημόσιων οικονομικών να κρατάμε δραστηριότητες κλειστές για εμβολιασμένους και να κρατάμε κλειστή την οικονομία επειδή υπάρχει ποσοστό πληθυσμού που δεν εμβολιάζεται».
Εν κατακλείδι και με το αξίωμα ότι «τα δημόσια οικονομικά εξ ορισμού είναι πεπερασμένα», ο υπουργός επεσήμανε ότι «η Ελλάδα για να μπορέσει να στηρίξει την κοινωνία και την εργασία ιδίως, έχει αποδώσει ένα τεράστιο πόρο, περισσότερα από 40 δισ. ευρώ, που είναι κατ' αναλογίαν πληθυσμού και δυνατοτήτων ίσως το μεγαλύτερο ποσό που έχει δοθεί στην Ευρώπη, ακριβώς για να μπορέσουμε να στηρίξουμε την ελληνική κοινωνία, (αλλά) αυτό δεν μπορεί να συνεχίζεται επ' αόριστον», ξεκαθάρισε και πρόσθεσε: «Αυτό έγινε όταν δεν είχαμε τη δυνατότητα του καθολικού εμβολιασμού, σήμερα υπάρχει αυτή η δυνατότητα. 'Αρα, ναι, εμείς θα ενισχύουμε κατά περίπτωση εκείνους οι οποίοι μπορεί να θίγονται οικονομικά, από την άλλη πλευρά όμως δεν μπορούμε να υποστηρίξουμε πλέον καθολικές απαγορεύσεις, οι οποίες θα σημαίνουν ένα τεράστιο δημοσιονομικό κόστος, θα συνιστούν ένα σημαντικό περιορισμό των ελευθεριών των πολιτών, και ιδίως εκείνων που έχουν εμβολιαστεί».