Θα μπορούσε να ήταν σενάριο κινηματογραφικής ταινίας τρόμου: Ένας νέος άγνωστος ιός από την μακρινή Κίνα σκορπάει το θάνατο και μεταδίδεται γρήγορα από άνθρωπο σε άνθρωπο. Έχει ήδη φτάσει στην γειτονική Ιταλία και οι εικόνες από την πόλη Μπέργκαμο είναι τραγικές.
Στις 26 Φεβρουαρίου 2020, καταγράφεται το πρώτο κρούσμα covid-19 και στην Ελλάδα. Τα επιστημονικά δεδομένα είναι ελάχιστα. Κυριαρχεί ο φόβος για τον άγνωστο ιό και οι επιστήμονες προτείνουν δύσκολα μέτρα για να προστατεύσουν τον πληθυσμό.
Τέσσερα χρόνια μετά, το ΑΠΕ-ΜΠΕ ανατρέχει στα γεγονότα εκείνης της περιόδου. Συνομιλεί με έναν από τους πρωταγωνιστές, τον Βασίλη Κοντοζαμάνη, σύμβουλο σήμερα του πρωθυπουργού σε θέματα Υγείας, αναπληρωτή υπουργό Υγείας την επίμαχη περίοδο. Κάθε απόγευμα μαζί με τους επιστήμονες «έμπαινε» στα σπίτια μας για να μας ενημερώσει για την αντοχή του συστήματος υγείας και τα μέτρα που ελάμβανε το υπουργείο για την προστασία των πολιτών.
«Η πανδημία ήταν μία πρωτόγνωρη συνθήκη που σάρωσε τις ζωές μας. Τίποτα δεν ήταν κανονικό. Τέσσερα χρόνια μετά μπορώ να πω, πως ζήσαμε την «τέλεια καταιγίδα», δηλώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Κοντοζαμάνης. Μιλάει για τις δύσκολες αποφάσεις που έπρεπε να ληφθούν και όπως λέει «προτεραιότητα ήταν ο άνθρωπος».
Αναφέρεται στο Εθνικό Σύστημα Υγείας που «άντεξε» και σήκωσε το βάρος της λοίμωξης covid-19, σημειώνοντας ότι «η πανδημία ανέδειξε την ανάγκη για στοχευμένες και ολιστικές πολιτικές στο χώρο της Υγείας…». Όπως λέει «λειτούργησε ως το κουμπί επανεκκίνησης που χρειαζόταν το ΕΣΥ».
Σχετικά με τα μαθήματα που μας έδωσε σε επίπεδο συνεργασίας με την ΕΕ ο κ. Κοντοζαμάνης τονίζει: «Τα έζησα όλα από μέσα. Αν η ΕΕ δεν κινούνταν συλλογικά, το εμβολιαστικό πρόγραμμα δεν θα ήταν αυτό που ξέρουμε». Σήμερα ως μέλος της Αρχής Ετοιμότητας και Αντιμετώπισης Καταστάσεων Έκτακτης Υγειονομικής Ανάγκης (HERA) ο κ. Κοντοζαμάνης εργάζεται σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, ώστε τα μαθήματα της πανδημίας «να μετουσιωθούν με αποτελεσματικότητα σε "πιλότο" στο ενδεχόμενο μιας νέας πανδημικής κρίσης».
Ειδικότερα, ο κ. Κοντοζαμάνης υπογραμμίζει πως «η πανδημία ανέδειξε την ανάγκη για στοχευμένες και ολιστικές πολιτικές στο χώρο της Υγείας που στη χώρα μας είχε ούτως ή άλλως δοκιμαστεί σκληρά κατά τη 10ετή οικονομική κρίση. Λειτούργησε ως το κουμπί επανεκκίνησης που χρειαζόταν το ΕΣΥ. Παρά την κρισιμότητα της κατάστασης, η διαχείριση της αποτέλεσε καταλύτη αλλαγών. Ποτέ άλλοτε, το ΕΣΥ δεν εφοδιάστηκε σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα με τόσους πόρους, υλικούς, οικονομικούς, ανθρώπινους. Δημιουργήθηκε μια σημαντική παρακαταθήκη, όπως ο υπερ διπλασιασμός των κλινών στις Μονάδες Εντατικής Θεραπείας, η οποία βρίσκεται στον πυρήνα της δράσης για το «νέο», Σύγχρονο Σύστημα Υγείας. Σήμερα, έχω την τιμή να είμαι σύμβουλος του πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη για θέματα υγείας και εργαζόμαστε ακριβώς προς αυτή την κατεύθυνση. Δεν κρυβόμαστε, δεν είμαστε εκεί που θα θέλαμε να είμαστε. Έχουν γίνει, όμως, σπουδαία βήματα και η εικόνα αλλάζει. Το υπουργείο Υγείας με συνέχεια και κόντρα στην αποσπασματικότητα κάνει σοβαρή δουλειά. Υπάρχουν προκλήσεις μπροστά μας.
Το νέο ΕΣΥ θα πρέπει να χαρακτηρίζεται από εξωστρέφεια, καινοτομία, καλύτερο συντονισμό, ευελιξία, διαλειτουργικότητα και διασύνδεση. Χρειάζεται αναβάθμιση των υποδομών και ενίσχυση και εξειδίκευση του ανθρώπινου δυναμικού, στοχευμένα, σύμφωνα με τις ανάγκες υγείας του πληθυσμού. Μόνο έτσι θα μπορέσουμε να παρέχουμε τις υπηρεσίες δημόσιας υγείας που αξίζουν στους πολίτες. Γνωρίζουμε τι πρέπει να κάνουμε και πώς να το κάνουμε».
Σημείωσε επίσης ότι η πανδημία «μας σημάδεψε συλλογικά ως κοινωνία και ατομικά ως προσωπικότητες. Βίωσα και ένιωσα τα ίδια συναισθήματα με όλους. Θυμάμαι ακόμα την πόλη βουβή και ακίνητη. Θυμάμαι τον φόβο για το άγνωστο και φυσικά πόσο δύσκολο είναι να αναγκάζεσαι να πατάς stop στην καθημερινότητα σου για να προστατεύσεις τη ζωή σου. Μέσα σ αυτή την «έκρηξη» συναισθημάτων και βιωμάτων στο υπουργείο Υγείας έπρεπε να παραμείνουμε και παραμείναμε στοχοπροσηλωμένοι.
Η ευθύνη ήταν μεγάλη και περιθώρια αστοχιών δεν υπήρχαν. Η θωράκιση της χώρας έπρεπε να είναι συστηματική και οι αποφάσεις τολμηρές και γενναίες. Σ΄ αυτό το περιβάλλον πάντα φρόντιζα να βρω το χρόνο να ασχοληθώ με τις επίκαιρες ερωτήσεις, να αναδείξω τις κυβερνητικές επιλογές, αλλά και να παρέμβω διορθωτικά, όπου απαιτήθηκε, ανταποκρινόμενος στα προβλήματα των πολιτών. Είχα την πεποίθηση ότι μέσα σ όλα έπρεπε να προστατεύσουμε το δημοκρατικό διάλογο και να τον αναδείξουμε, όχι προσχηματικά, αλλά ουσιαστικά».