Λίγο πριν... σκάσει το κανόνι της Thomas Cook, που βύθισε τον ελληνικό τουρισμό σε αβεβαιότητα και προκάλεσε ένα οικονομικό πλήγμα που ακόμη δεν γνωρίζουμε ακριβώς πόσο σοβαρό ήταν για το 2019, αλλά και για το μέλλον, στον ελληνικό τουρισμό γινόταν ένα μικρό θαύμα, όπως τουλάχιστον δείχνουν τα στοιχεία για τις φετινές ταξιδιωτικές εισπράξεις.
Το σταθερό πρόβλημα του ελληνικού τουρισμού ήταν πάντα ποιοτικό, όχι ποσοτικό: ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, το πλήθος των ξένων επισκεπτών αυξανόταν με γοργούς ρυθμούς, αλλά σε ό,τι αφορά τις εισπράξεις ανά επισκέπτη επικρατούσε στασιμότητα.
Όλοι οι ειδικοί προειδοποιούν ότι, μακροπρόθεσμα, ένα μοντέλο μαζικού τουρισμού, που θα στηρίζει την αύξηση εσόδων μόνο στη συνεχή και σημαντική αύξηση επισκεπτών δεν είναι βιώσιμο, ούτε αποδοτικό για την κοινωνία και την εθνική οικονομία. Αντίθετα, χρειάζεται μια στροφή σε ποιοτικότερες μορφές τουρισμού, που θα επιτρέψει να αυξηθούν και τα έσοδα που λαμβάνει η οικονομία από κάθε επισκέπτη.
Τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, αν και «φωτογραφίζουν» μόνο μία χρονική περίοδο και δεν προσφέρονται για οριστικά συμπεράσματα για τη μακροχρόνια τάση, δείχνουν στο οκτάμηνο του 2019, όπου περιλαμβάνεται και ο κορυφαίος μήνας για τον τουρισμό μας, ο Αύγουστος, έγινε αυτό που δεν συνέβαινε τα προηγούμενα χρόνια μεγέθυνσης του τουρισμού: οι εισπράξεις αυξήθηκαν πολύ δυναμικότερα από όσο δικαιολογεί η αύξηση του αριθμού επισκεπτών.
Ειδικότερα, οι εισπράξεις του οκταμήνου αυξήθηκαν κατά 13,6% και ανήλθαν σε 13,241 δισ. ευρώ, παρότι η αύξηση των αφίξεων μη κατοίκων ήταν πολύ μικρότερη, κατά 3,6%, όπως καταγράφεται από την Τράπεζα της Ελλάδος.
Είναι νωρίς για να εξαχθούν βαθύτερα συμπεράσματα, αλλά αυτή η εξέλιξη είναι πολύ ενθαρρυντική. Δείχνει ότι ο τουρισμός μας αρχίζει όλο και λιγότερο να βασίζεται σε πολύ φθηνά πακέτα διακοπών με κεντρικό θέμα το «Θάλασσα - Ήλιος» και να αντλεί έσοδα από πιο εύπορους ξένους επισκέπτες, με μεγαλύτερη ποικιλία προσφερόμενων πακέτων (για παράδειγμα, μεγάλη άνθηση γνωρίζουν τα λεγόμενα city break, που έχουν αναζωογονήσει τον τουρισμό στην Αττική).
Επίσης, προφανώς αυτή η αύξηση, στο βαθμό που θα συνεχισθεί, αποδεικνύει ότι οι μεγάλες επενδύσεις που έγιναν και συνεχίζονται στα ξενοδοχεία της Ελλάδας, ιδιαίτερα σε αυτά που ανήκουν στις κορυφαίες κατηγορίες των τεσσάρων ή πέντε αστέρων, αρχίζουν να αποδίδουν καρπούς, σε ό,τι αφορά την αύξηση των εσόδων.
Προς το παρόν, αυτό το μικρό θαύμα επισκιάζεται από τις ανησυχίες για τις επιπτώσεις από την κατάρρευση της Thomas Cook, που όμως θα έχουν προσωρινό χαρακτήρα. Μακροπρόθεσμα, αυτό που έχει σημασία για τον ελληνικό τουρισμό είναι να αποδείξει ότι μπορεί να ξεφύγει από το μοντέλο του φθηνού, μαζικού τουρισμού, μέσα από νέες επενδύσεις και καινοτομικές αντιλήψεις στη διαμόρφωση του προϊόντος, αλλά και τουριστικού μάρκετινγκ. Γιατί είναι προφανές ότι δεν περνά το τεστ βιωσιμότητας μια τουριστική βιομηχανία που θα προσελκύει δεκάδες εκατομμύρια επισκεπτών, οι οποίοι θα αφήνουν φεύγοντας... ψίχουλα.