Η μελέτη με θέμα «Δημογραφικό πρόβλημα στην Ελλάδα: Προκλήσεις και προτάσεις πολιτικής», που χρηματοδοτήθηκε από την Eurobank και υλοποιήθηκε από έγκριτους επιστήμονες του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών – ΙΟΒΕ, παρουσιάστηκε σήμερα στο συνέδριο «Δημογραφικό – Η Μεγάλη Πρόκληση», παρουσία του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη.
Η εκπόνηση της μελέτης εντάσσεται στην μεγάλης κλίμακας πρωτοβουλία Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης της Eurobank για το Δημογραφικό, μέσω του Προγράμματος ΜΠΡΟΣΤΑ για την οικογένεια, η οποία ξεκίνησε πριν από περίπου ένα χρόνο και αναπτύσσεται σταδιακά, με στόχο τη μεγιστοποίηση του θετικού αντίκτυπου των δράσεων.
Την έναρξη του συνεδρίου κήρυξε, ως κεντρικός ομιλητής, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, ενώ χαιρετισμούς απηύθυναν, η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, κα Ούρσουλα Φον Ντερ Λάιεν (διαδικτυακά) και ο Διευθύνων Σύμβουλος της Eurobank, κ. Φωκίων Καραβίας. Στις εργασίες του συνεδρίου συμμετείχαν, μεταξύ άλλων, η Αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη Δημοκρατία και τη Δημογραφία, κα Ντούμπραβκα Σουίτσα (διαδικτυακά), ο επικεφαλής Οικονομικός Σύμβουλος Γενικής Γραμματείας Πρωθυπουργού, κ. Αλέξης Πατέλης, η υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων, κα Νίκη Κεραμέως, ο υπουργός Μετανάστευσης και Ασύλου, κ. Νότης Μηταράκης, υφυπουργοί της Κυβέρνησης, υψηλόβαθμα στελέχη της τοπικής αυτοδιοίκησης και της αντιπολίτευσης, ακαδημαϊκοί, τεχνοκράτες και επιχειρηματίες. Τη μελέτη, που εξετάζει στο σύνολό του το δημογραφικό ζήτημα και εστιάζει στις δυνητικές κινήσεις για την αντιμετώπισή του αναλύοντας το κόστος καθεμιάς και τον εκτιμώμενο αντίκτυπό της, παρουσίασε ο Γενικός Διευθυντής του ΙΟΒΕ, κ. Νίκος Βέττας.
Ο Διευθύνων Σύμβουλος της Eurobank, κ. Φωκίων Καραβίας, δήλωσε: «Η επιστημονική ανάλυση αποτελεί προϋπόθεση για τη χάραξη αποτελεσματικών πολιτικών. Με αυτό το σκεπτικό, κεντρικό συστατικό της πρωτοβουλίας ευρείας κλίμακας που υλοποιεί η Eurobank για το δημογραφικό ζήτημα είναι η εκπόνηση της επιστημονικής μελέτης που παρουσιάστηκε σήμερα, για την οποία συνεργαστήκαμε με ένα κορυφαίο think tank στη χώρα μας, το ΙΟΒΕ. Είναι δέσμευσή μας πως θα συνεχίσουμε και θα διευρύνουμε την Πρωτοβουλία για το Δημογραφικό, συμβάλλοντας, στο μέτρο των δυνάμεών μας, στη συστράτευση της κοινωνίας για την ανάσχεση ενός προβλήματος που θεωρούμε ως τη σημαντικότερη κοινωνική και οικονομική πρόκληση που έχει μπροστά της η χώρα μας στον μακροπρόθεσμο ορίζοντα.».
Η μελέτη αποτυπώνει τις δημογραφικές τάσεις και προοπτικές στην Ελλάδα, παρουσιάζει αναλυτικά τις διάφορες επιπτώσεις και τις προκλήσεις της γήρανσης σε βασικούς τομείς της ελληνικής οικονομίας, και διατυπώνει προτάσεις πολιτικής με στόχο την προσαρμογή στη νέα πραγματικότητα, την αντιμετώπιση των προκλήσεων που αναδύονται και, εν τέλει, την αντιμετώπιση του προβλήματος. Φιλοδοξεί με αυτόν τον τρόπο να συνεισφέρει ενεργά στη δημόσια συζήτηση για την ανάδειξη του επείγοντος χαρακτήρα και της σοβαρότητας του δημογραφικού προβλήματος για τη χώρα μας.
Δημογραφικές μεταβολές και προβλέψεις
Σύμφωνα με τη μελέτη, ο πληθυσμός της χώρας μειώθηκε κατά 441 χιλ. (-4,0%) την περίοδο 2011-2021. Σε αυτή την εξέλιξη συνεισέφερε η σημαντική άνοδος των μεταναστευτικών εκροών κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης, ωστόσο οι γεννήσεις στην Ελλάδα υποχωρούν ήδη από το 1980. Ειδικότερα, ο συντελεστής γονιμότητας έχει υποχωρήσει σε κάτω από 1,5 μονάδες (επίπεδο που δεν αρκεί για την αναπλήρωση του πληθυσμού) ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1980, από 2,1 - 2,5 μονάδες τις δεκαετίες των 1960 και 1970.
Η μείωση και η γήρανση του πληθυσμού της χώρας προβλέπεται να συνεχιστούν τις επόμενες δεκαετίες. Στο σενάριο βάσης των δημογραφικών προβολών, ο πληθυσμός της Ελλάδας προβλέπεται να υποχωρήσει στα 8,1 εκατ. έως το 2100 - μια μείωση του πληθυσμού κατά 2,5 εκατ. άτομα ή 24% σε σχέση με το 2021.
Οι προβλεπόμενες δημογραφικές εξελίξεις στην Ελλάδα είναι πολύ πιο ραγδαίες σε σχέση με το σύνολο της Ευρωζώνης, στην οποία ο πληθυσμός αναμένεται να μειωθεί κατά μόλις 4,2% έως το 2100. Με βάση την έκταση της αναμενόμενης μείωσης του πληθυσμού έως το 2100, η Ελλάδα κατατάσσεται στην τρίτη χειρότερη θέση στην Ευρωζώνη, μετά τη Λετονία και τη Λιθουανία.
Συνταξιοδοτικό σύστημα
Στο συνταξιοδοτικό σύστημα, η αναμενόμενη περαιτέρω επιδείνωση στον δημογραφικό δείκτη εξάρτησης ηλικιωμένων του ελληνικού πληθυσμού εγείρει σημαντικές προκλήσεις σε σχέση με την επιδίωξη των αρχών της βιωσιμότητας και επάρκειας των συντάξεων. Αφενός η δημόσια δαπάνη για συντάξεις θα εξακολουθεί να απορροφά σημαντικούς οικονομικούς πόρους, σε διψήφιο ποσοστό του ΑΕΠ έως και το 2070. Αφετέρου, το ακαθάριστο ποσοστό αναπλήρωσης για την σύνταξη γήρατος αναμένεται να μειωθεί περαιτέρω, έως και περί το 55% το 2060.
Με σκοπό την καλύτερη προσαρμογή του συνταξιοδοτικού συστήματος στις δημογραφικές εξελίξεις, απαιτούνται παρεμβάσεις για ενίσχυση του κεφαλαιοποιητικού άξονα του συστήματος, βελτίωση παραμέτρων του διανεμητικού άξονα, επιμήκυνση του επίσημου εργασιακού βίου, ενίσχυση της διακρατικής φορητότητας και θεσμική θωράκιση των πρόσφατων συνταξιοδοτικών μεταρρυθμίσεων.
Αγορά εργασίας και δημογραφικές εξελίξεις
Στην αγορά εργασίας, οι αναμενόμενες δημογραφικές εξελίξεις οδηγούν σε μικρότερο εργατικό δυναμικό, με υψηλότερη μέση ηλικία και χαμηλότερη παραγωγικότητα. Ενώ η άνοδος της ηλικίας συνοδεύεται συνήθως από αυξημένη εργασιακή εμπειρία, που μπορεί να επιδρά θετικά στην παραγωγικότητα, εν τούτοις μπορεί να έχει και αρνητικές επιπτώσεις στην παραγωγικότητα, καθώς τα άτομα που γνωρίζουν ότι δεν έχουν μεγάλο εργασιακό χρονικό ορίζοντα μπροστά τους δεν προσπαθούν να βελτιώσουν τις δεξιότητές τους και έχουν χαμηλότερη ροπή προς καινοτομία, ενώ απουσιάζουν και συχνότερα από την εργασία τους λόγω προβλημάτων υγείας. Στην ελληνική αγορά εργασίας, το μερίδιο των εργαζομένων είναι υψηλότερο σε επαγγέλματα στα οποία η παραγωγικότητα μειώνεται παρά αυξάνεται με την ηλικία.
Οι χρόνιες αδυναμίες της εγχώριας αγοράς εργασίας, όπως το σχετικά χαμηλό ποσοστό απασχόλησης, ειδικά στις γυναίκες όλων των ηλικιακών ομάδων και στους άνδρες στις ηλικίες κάτω των 29 ετών και άνω των 60 ετών, δημιουργούν περιθώρια για μερική αναχαίτιση των αρνητικών συνεπειών των δημογραφικών εξελίξεων. Απαιτείται ωστόσο η θέσπιση κατάλληλων πολιτικών για αύξηση της προσφοράς και της παραγωγικότητας της εργασίας.