Ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες αλλά και τις ...πολιτικές παρεμβάσεις στην υιοθέτηση της οδηγίας της ΕΕ για τη δέουσα επιμέλεια για την εταιρική βιωσιμότητα (CSDDD). Πολλοί αναρωτήθηκαν τι συμβαίνει από τον περασμένο Δεκέμβριο, όταν οι νομοθέτες της ΕΕ συμφώνησαν να θεσμοθετήσουν νομικά την εταιρική βιωσιμότητα και τη δέουσα επιμέλεια.
Να σημειωθεί ότι η οδηγία της ΕΕ για τη δέουσα επιμέλεια για την εταιρική βιωσιμότητα (CSDDD) θέτει υποχρεώσεις για τις μεγάλες εταιρείες σχετικά με τις πραγματικές και πιθανές αρνητικές επιπτώσεις στα ανθρώπινα δικαιώματα και στο περιβάλλον, σε σχέση με τις δικές τους δραστηριότητες, τις θυγατρικές τους και αυτές που πραγματοποιούνται από τους επιχειρηματικούς εταίρους τους. Μια τέτοια εξέλιξη θα απαιτούσε από τις μεγάλες εταιρείες να υιοθετήσουν και να θέσουν σε εφαρμογή σχέδια μετάβασης για τον μετριασμό της κλιματικής αλλαγής.
Στη διαπραγμάτευση τον περασμένο Δεκέμβριο, η βιομηχανία αντέδρασε στην ολοκλήρωση των πολιτικών διαπραγματεύσεων σχετικά με την οδηγία. Τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, μετά από πολιτικές διαπραγματεύσεις που ολοκληρώθηκαν στις 13 Δεκεμβρίου, εξαιρούνται από ορισμένες απαιτήσεις. Τότε, υπό την πίεση της Γαλλίας και του χρηματοπιστωτικού της τομέα, να αποκλείσουν πλήρως τις εταιρείες του κλάδου από το πλαίσιο της δέουσας επιμέλειας, σημειώθηκε σοβαρό πλήγμα στη συμφωνία για τη νέα οδηγία αντικατοπτρίζοντας την ύπαρξη έντονου χάσματος εντός του Συμβουλίου της ΕΕ. Πολλές ήταν οι κυβερνήσεις που συνηγορούσαν υπέρ μιας πιο ολοκληρωμένης κάλυψης του χρηματοπιστωτικού τομέα.
Η Ολλανδία, η Φινλανδία και η Δανία, για παράδειγμα, υποστήριξαν ότι η συμπερίληψη ολόκληρου του χρηματοπιστωτικού τομέα είναι ζωτικής σημασίας για τη διασφάλιση ίσων όρων ανταγωνισμού και την πρόληψη των ανταγωνιστικών μειονεκτημάτων ενώ η Γερμανία ζήτησε να συμπεριληφθούν τουλάχιστον τράπεζες και ασφαλιστές στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας.
Το τέλος της εβδομάδας αυτής συνδέθηκε με μια νέα απειλή μπλοκαρίσματος της οδηγίας CSDDD. Σύμφωνα με δημοσίευμα της εφημερίδας Handelsblatt, το γερμανικό συγκυβερνών Ελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα (FDP) με την αντίθετη άποψη που εκφράζει, θα μπορούσε να αποτρέψει την προγραμματισμένη υιοθέτηση κανόνων βιωσιμότητας και ανθρωπίνων δικαιωμάτων για τις αλυσίδες εφοδιασμού των εταιρειών της ΕΕ καθώς πιέζει τους εταίρους του συνασπισμού στο Βερολίνο να καταψηφίσουν την υιοθέτηση της τελικής συμφωνίας τριμερούς διαλόγου που επιτεύχθηκε τον Δεκέμβριο (ελπίζοντας να ενταχθούν και άλλα κράτη μέλη της ΕΕ).
Η ΕΕ σχεδιάζει να χρησιμοποιήσει την οδηγία ως μηχανισμό πίεσης ώστε όλοι οι κλάδοι να δώσουν μεγαλύτερη προσοχή στις αλυσίδες αξίας που συνδέονται με τις δραστηριότητές τους. Ωστόσο, μια τέτοια εξέλιξη, σύμφωνα με τους αναλυτές, μπορεί να εκθέσει τις επιχειρήσεις σε πρωτοφανή νομικό κίνδυνο καθώς αρκεί ένας μόνο κρίκος στην αλυσίδα αξίας μιας επιχείρησης να συνδέεται με παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, περιβαλλοντική καταστροφή ή παρόμοιες πράξεις ώστε να θεωρηθεί μια επιχείρηση με έδρα την ΕΕ υπεύθυνη.
Πίσω από τις πιέσεις του φιλελεύθερου γερμανικού κόμματος αναπτύσσεται το επιχείρημα ότι το CSDDD αντικατοπτρίζει «δυσανάλογα εμπόδια γραφειοκρατίας» και βλάπτει την ανταγωνιστικότητα των γερμανικών και ευρωπαϊκών εταιρειών. «Ο στόχος της Οδηγίας της ΕΕ πρέπει να είναι να διευκολύνει τις εταιρείες να συμμορφωθούν με τα καθήκοντα δέουσας επιμέλειας για τα ανθρώπινα δικαιώματα». Ωστόσο, πολλοί ειδικοί επιμένουν ότι στόχος της παρούσας οδηγίας πρέπει να είναι η προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ανησυχώντας για την παραπάνω εξέλιξη.
Έτσι, το FDP ζητά αλλαγές στους «μη ρεαλιστικούς» κανόνες που, όπως λέει, επιβαρύνουν τις εταιρείες σε μια εποχή υψηλών τιμών ενέργειας και διεθνών κρίσεων. Το κόμμα επέκρινε την οδηγία της ΕΕ για τη δυνατότητά της να δημιουργήσει «νομικές αβεβαιότητες» και να προχωρήσει πολύ περισσότερο από τον γερμανικό νόμο για την αλυσίδα εφοδιασμού. Υποστηρίζει ότι απαιτήσεις όπως τα σχέδια μετάβασης αποτελούν «δυσανάλογο γραφειοκρατικό βάρος» για τις εταιρείες. Επιχειρηματικές και βιομηχανικές ενώσεις κάλεσαν επίσης την κυβέρνηση να αντιταχθεί στην οδηγία.
Όσον αφορά τα επόμενα βήματα, το ΕΚ και το Συμβούλιο πρέπει να εγκρίνουν επισήμως την προσωρινή συμφωνία. Επί του παρόντος, η βελγική Προεδρία του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης 2024 εργάζεται για την οριστικοποίηση των τεχνικών λεπτομερειών και την παραγωγή ενός τελικού νομικού κειμένου. Το σχέδιο είναι η συμφωνία των κρατών-μελών της ΕΕ σε ένα τελικό κείμενο τις επόμενες εβδομάδες και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να το εγκρίνει πριν από το τέλος της θητείας του τον Απρίλιο.
Η διαδικασία προβλέπει ότι καθώς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και οι κυβερνήσεις των κρατών μελών στο Συμβούλιο της ΕΕ έχουν ήδη καταλήξει σε συμφωνία σχετικά με την οδηγία τον Δεκέμβριο και οι αντιρρήσεις διατυπώνονται κατά τη διάρκεια αυτών των διαπραγματεύσεων, οι εξελίξεις θα μπορούσαν να είναι πολύ πιο περίπλοκες καθώς μια συμφωνία απλώς σφραγίζεται και από τα δύο θεσμικά όργανα πριν τεθεί σε ισχύ ενώ δεν υπάρχουν περαιτέρω τροποποιήσεις στο κείμενο.
Καθώς το FDP είναι αντίθετο τώρα, αναλυτές υποστηρίζουν ότι εφόσον η γερμανική κυβέρνηση αποδεχτεί τις ενστάσεις του, θα πρέπει να απέχει από την επικείμενη απόφαση του Συμβουλίου της ΕΕ. Σε αυτή την περίπτωση, η Ιταλία θα μπορούσε επίσης να απέχει, πράγμα που θα σήμαινε ότι θα κινδύνευε η απαραίτητη πλειοψηφία, γράφει η Handelsblatt. Όμως, η εφημερίδα ανέφερε ότι ο γερμανικός κυβερνητικός συνασπισμός εξακολουθεί να διαπραγματεύεται και δεν έχει ληφθεί ακόμη τελική απόφαση.
Αξίζει να σημειωθεί ότι πέρυσι υπήρξε παρόμοια εμπειρία, όταν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο συνήψαν συμφωνία για τη σταδιακή κατάργηση των νέων αυτοκινήτων με κινητήρες εσωτερικής καύσης έως το 2035. Αυτό προκάλεσε εκτεταμένη κριτική και ανησυχίες ότι η συμπεριφορά θα μπορούσε να αποτελέσει προηγούμενο για τις διαπραγματεύσεις της ΕΕ, όπου οι προσωρινές συμφωνίες θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μια πολύ πιο περίπλοκη νομοθετική διαδικασία.