Οι τράπεζες κάνουν πολύ θόρυβο για τις περιβαλλοντικές τους πολιτικές, αλλά δανείζουν στην πραγματικότητα περισσότερα (και όχι λιγότερα) σε ρυπογόνες εταιρείες. Αυτό είναι το βασικό συμπέρασμα μελέτης που πραγματοποίησαν οι Mariassunta Giannetti, Martina Jasova, Maria Loumioti και Caterina Mendicino και δημοσιεύτηκε στο blog της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στις 6 Δεκεμβρίου. Η έρευνα ανέλυσε 101 ευρωπαϊκές τράπεζες και τις δανειοδοτικές τους δραστηριότητες και διαπίστωσε ασυμφωνία ανάμεσα στον τρόπο με τον οποίο μιλούν για τις περιβαλλοντικές προθέσεις τους και το πώς δανείζουν στις επιχειρήσεις.
Η μελέτη αναδεικνύει ότι οι τράπεζες που δίνουν μεγαλύτερη έμφαση στο περιβάλλον, παρότι παρουσιάζουν τους εαυτούς τους ως περιβαλλοντικά συνειδητοποιημένους, δεν δανείζουν με τόσο «πράσινα» κριτήρια, καθώς δανείζουν περισσότερα από άλλες σε «καφέ» βιομηχανίες.
Η έρευνα, που πραγματοποιήθηκε κατά κύριο λόγο σε ένα χρονικό διάστημα που εκτείνεται μέχρι το 2020, διαπιστώνει έλλειψη κινήτρων στην αλλαγή των δανειοδοτικών πολιτικών. «Η έρευνά μας δείχνει ότι οι αποκλίσεις μεταξύ των περιβαλλοντικών γνωστοποιήσεων των τραπεζών και των πρακτικών δανεισμού τους προκύπτουν επειδή οι τράπεζες είναι απρόθυμες να διαταράξουν τις καθιερωμένες δανειακές σχέσεις με μεγαλύτερους δανειολήπτες αποτυπώματος άνθρακα».
Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι τράπεζες με ισχυρές περιβαλλοντικές πολιτικές θα μπορούσαν ακόμη να χρηματοδοτήσουν τη μετάβαση των «καφέ» (ρυπογόνων) δανειοληπτών σε τεχνολογίες χαμηλότερων εκπομπών μέσω του πράσινου δανεισμού. Ωστόσο, η μελέτη δεν το υποστηρίζει. Οι υψηλοί ρυπαντές «δεν καταλήγουν να μειώνουν τις εκπομπές τους», ούτε επενδύουν περισσότερο σε πιο πράσινες τεχνολογίες.
Ωστόσο, όπως επισημαίνουν άνθρωποι του τραπεζικού κλάδου, η έρευνα αναφέρεται σε μια διαφορετική περίοδο, αρκετά πρώιμη σε ευρωπαϊκό επίπεδο, κατά την οποία οι τράπεζες αλλά και οι υπόλοιποι κλάδοι βρίσκονταν στο ξεκίνημα της μετάβασης προς τη βιωσιμότητα. Οι μεγάλες αλλαγές στο τραπεζικό σύστημα προέκυψαν πανευρωπαϊκά μετά το 2020, όταν για παράδειγμα ανακοινώθηκε ο οδηγός της ΕΚΤ που περιλαμβάνει τις προσδοκίες της από τον κλάδο.
Στο μεταξύ, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημιούργησε την Ταξινομία της ΕΕ, έναν κατάλογο οικονομικών δραστηριοτήτων που μπορούν να θεωρηθούν περιβαλλοντικά βιώσιμες και μη προκειμένου να βοηθήσουν τις άμεσες επενδύσεις. Ο κανονισμός της ΕΕ εισάγει ένα λεπτομερές σύστημα ταξινόμησης που ορίζει τις βιώσιμες οικονομικές δραστηριότητες. Στόχος του είναι να παρέχει βεβαιότητα στους επενδυτές, να αποτρέψει το greenwashing, να προωθήσει φιλικές προς το κλίμα πρακτικές, να μειώσει τον κατακερματισμό της αγοράς και να διευκολύνει βιώσιμες επενδύσεις για την υποστήριξη των στόχων της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας.
Ευρωπαίοι αναλυτές σχολιάζουν, προσεγγίζοντας τα θέματα βιώσιμης χρηματοδότησης: «Μακάρι να μπορούσαμε επιτέλους να συμφωνήσουμε στο αυτονόητο: ότι είναι ο μετασχηματισμός στον τρόπο με τον οποίο οι κλιματικοί κίνδυνοι ενσωματώνονται στον πιστωτικό κίνδυνο και στην κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών, πολύ περισσότερο από τις γνωστοποιήσεις που θα κάνει τελικά τη διαφορά. Οι τράπεζες διαθέτουν συχνά υπερεκτιμημένα περιουσιακά στοιχεία και υπερεκτιμημένες αξίες εξασφαλίσεων περιουσιακών στοιχείων, για να μην μιλήσουμε για πιθανές πιστωτικές ζημίες που προέρχονται από διαταραγμένες ταμειακές ροές καθώς οι τιμές του άνθρακα αυξάνονται και τα περιουσιακά στοιχεία δεν είναι τόσο σωστά».
Οι φετινές εκθέσεις βιωσιμότητας όπως δείχνει σχετικό άρθρο του Bloomberg αναδεικνύουν την έμφαση που δίνουν τα μεγάλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα στο να φαίνονται συνεπή με τη δέσμευσή τους να μειώσουν τις εκπομπές άνθρακα. Ωστόσο, διαβάζοντας τις υποσημειώσεις των εκθέσεων αυτών, θα διαπιστώσει κανείς ότι οι εκπομπές τους έχουν μειωθεί σε μεγάλο βαθμό λόγω τεχνικών παραγόντων εκτός του ελέγχου τους, όπως για παράδειγμα η μείωση του μεγέθους των χαρτοφυλακίων δανείων μετά τον τερματισμό των σχέσεων με Ρώσους πελάτες λόγω του πολέμου στην Ουκρανία.
Οι χρηματοδοτούμενες εκπομπές άνθρακα παραμένουν η βασική μέτρηση με την οποία οι εξωτερικοί ενδιαφερόμενοι μπορούν να μετρήσουν την πρόοδο των τραπεζών όσον αφορά τις δεσμεύσεις τους για το κλίμα. Και μέχρι να εμφανιστεί κάτι καλύτερο, οι επενδυτές θα πρέπει να μάθουν πώς να αναζητούν για να αποκαλύψουν την πραγματικότητα.
Βραχυπρόθεσμα σενάρια για το κλίμα
Στο μεταξύ, το NGFS (Network of Central Banks and Supervisors for Greening the Financial System) δημοσίευσε πριν από λίγους μήνες, βραχυπρόθεσμα σενάρια για το κλίμα, τα οποία αποτελούν ένα σημαντικό βήμα προς τα εμπρός για τις κεντρικές τράπεζες και τις εποπτικές αρχές ώστε να κατανοήσουν καλύτερα τις βραχυπρόθεσμες μακροοικονομικές επιπτώσεις της μετάβασης σε μια καθαρή μηδενική οικονομία, συμπεριλαμβανομένων των συνεπειών σοβαρών φυσικών καταστροφών. Καλύπτοντας έναν ορίζοντα τριών έως πέντε ετών, τα βραχυπρόθεσμα σενάρια ξεπερνούν τους περιορισμούς στην ανάλυση του μακροοικονομικού και χρηματοοικονομικού κινδύνου που προκύπτουν αποκλειστικά από την ανάλυση των σχέσεων κλίματος-οικονομίας μεσοπρόθεσμα έως μακροπρόθεσμα.
Καθώς τα τρέχοντα σενάρια του NGFS για το κλίμα επικεντρώνονται στον μακροπρόθεσμο ορίζοντα, η εισαγωγή βραχυπρόθεσμων σεναρίων στο πλαίσιο του NGFS έχει προσδιοριστεί ως βασική προτεραιότητα στην έρευνα. Τα σενάρια για το κλίμα για να υποστηρίξουν τη βραχυπρόθεσμη δυναμική που σχετίζεται με διάφορες μεταβατικές και φυσικές επιπτώσεις, καθοδηγούνται από διαφορετικούς γεωπολιτικούς, οικονομικούς και τεχνολογικούς παράγοντες για να καταλήξουν σε μια σειρά από εύλογες προσεγγίσεις στο μέλλον.
Τρεις από αυτές επικεντρώνονται σε προσπάθειες μετριασμού μέσω αυστηρών πολιτικών για το κλίμα με διαφορετικούς χρόνους και συνδυασμούς μακροοικονομικών και τεχνολογικών κραδασμών. Εμφανίζουν σημαντικούς κινδύνους μετάβασης και έχουν σχεδιαστεί για να συνάδουν με μακροπρόθεσμα σενάρια που οδηγούν στον αποτελεσματικό μετριασμό της υπερθέρμανσης του πλανήτη.
Σε κάθε περίπτωση, η ανάπτυξη μηχανισμών από τις τράπεζες για την αξιολόγηση των κινδύνων και την αντιμετώπισή τους, η οποία συνεπάγεται και θέματα όπως η τιμολόγηση αλλά και οι απαιτήσεις για την ασφάλιση της δραστηριότητας των επιχειρήσεων, είναι μια διαδικασία σύνθετη και τα δεδομένα που έχουν στη διάθεσή τους, μη επαρκή.
Στη διαδρομή προς τη βιωσιμότητα, ο τραπεζικός κλάδος θα πρέπει να συνεργαστεί, όπως σημειώνει στέλεχος του κλάδου που ασχολείται με τα θέματα ESG. Οι εκτιμήσεις για την εξέλιξη του κλάδου σε πιο ώριμο στάδιο ανάπτυξης των μοντέλων αξιολόγησης κινδύνων στον τραπεζικό κλάδο μιλούν για ένα διάστημα περίπου 2-3 ετών. Ανάμεσα στις εξελίξεις που αναμένονται σε σχέση με την ανάπτυξη των μοντέλων αυτών είναι και η ένταξη πέρα από τα θέματα κλιματικής αλλαγής, γενικότερων ζητημάτων του περιβάλλοντος, βιοποικιλότητας και κυκλικής οικονομίας.