Ένα από τα λίγα turn around stories του ελληνικού χρηματιστηρίου είναι η Παπουτσάνης. Από τις απεργίες των εργαζομένων, την υπολειτουργία του εργοστασίου και τα ζημιογόνα αποτελέσματα στις αρχές της δεκαετίας του 2010, σήμερα η εταιρεία αναπτύσσεται με διψήφιους ρυθμούς αύξησης πωλήσεων, ενισχύει σε κάθε χρήση την εξαγωγική της δραστηριότητα και προσθέτει νέα προϊόντα στο χαρτοφυλάκιό της. Πλέον συγκαταλέγεται μεταξύ των μεγαλύτερων εταιρειών παραγωγής σαπουνιών και καλλυντικών στην Ευρώπη και παράγει πάνω από 100 εκατ. προϊόντα ετησίως.
Αναμορφωτές της εταιρείας είναι οι κ.κ. Μενέλαος Τασόπουλος και Γεώργιος Γκάτζαρος, που ανέλαβαν το management στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας και σταδιακά απέκτησαν και την πλειοψηφία του μετοχικού κεφαλαίου από τον όμιλο Δαυίδ – Λεβέντη. Τότε ολοκλήρωσαν αύξηση κεφαλαίου 12 εκατ. ευρώ, τακτοποιώντας τις «αμαρτίες» του παρελθόντος, περιόρισαν το δαιδαλώδες προϊοντικό μείγμα της εταιρείας και αντικατέστησαν την επωνυμία Plias, επαναφέροντας την ιστορική επωνυμία με σήμα το «Καραβάκι».
Χθες η εταιρεία ανακοίνωσε τις οικονομικές επιδόσεις του 2022. Για έβδομη στη σειρά χρήση η Παπουτσάνης εμφανίζει διψήφιους ρυθμούς ανάπτυξης. Ο τζίρος διαμορφώθηκε στα 70,8 εκατ. ευρώ από 54,8 εκατ. ευρώ το 2021 σημειώνοντας αύξηση 29%. Αντίστοιχα, η αξία των εξαγωγών ανήλθε σε 46,4 εκατ. ευρώ από 34 εκατ. ευρώ το 2021, καταγράφοντας άνοδο 36%, αντιπροσωπεύοντας το 66% του συνολικού κύκλου εργασιών.
Το 50% του ρυθμού αύξησης των πωλήσεων αποδίδεται στην άνοδο του όγκου των πωληθέντων προϊόντων και το υπόλοιπο 50% στις ανατιμήσεις στις οποίες προχώρησε η εταιρεία προκειμένου να μετακυλίσει το κόστος των πρώτων υλών, το κόστος των υλικών συσκευασίας και το κόστος της ενέργειας.
Και οι τέσσερις κατηγορίες προϊόντων στις οποίες δραστηριοποιείται η εταιρεία κινήθηκαν ανοδικά. Τα επώνυμα προϊόντα με το σήμα της εταιρείας σε Ελλάδα και εξωτερικό έκαναν τζίρο 12,8 εκατ. ευρώ (+8%). Στις πωλήσεις της κατηγορίας περιλαμβάνονται και οι πωλήσεις της νεοαποκτηθείσας εταιρείας «Αρκάδι» για το διάστημα Σεπτεμβρίου-Δεκεμβρίου 2022.
Οι πωλήσεις των ξενοδοχειακών προϊόντων ενισχύθηκαν σημαντικά μετά την επανεκκίνηση του τουρισμού. Διαμορφώθηκαν στα 13,5 εκατ. ευρώ σημειώνοντας άνοδο κατά 98% σε σχέση με τις επιδόσεις του 2021. Επίσης είναι αυξημένες κατά 51% σε σχέση με το 2019.
Τα προϊόντα για λογαριασμό τρίτων (ιδιωτική ετικέτα) εξακολουθούν και συνεισφέρουν το μεγαλύτερο μέρος του τζίρου. Το 2022 η συγκεκριμένη κατηγορία πραγματοποίησε πωλήσεις 30,5 εκατ. ευρώ αυξημένες κατά 12% σε σχέση με το 2021.
Η τέταρτη δραστηριότητα της Παπουτσάνης είναι σχετικά πρόσφατη –άρχισε το 2017- και εμφανίζει υψηλούς ετήσιους ρυθμούς ανάπτυξης. Πρόκειται για τις βιομηχανικές πωλήσεις σαπωνομαζών. Ο τζίρος της κατηγορίας που έχει καθαρά εξαγωγικό χαρακτήρα διαμορφώθηκε στα 14,2 εκατ. ευρώ και καταγράφει άνοδο 54% σε σχέση με το 2021.
Η σαπωνόμαζα είναι η πρώτη ύλη για την παραγωγή σαπουνιών. Η Παπουτσάνης είχε μια τέτοια γραμμή παραγωγής αλλά την εκσυγχρόνισε και πλέον είναι σε θέση να παράγει ειδικούς τύπους εξειδικευμένης σαπωνόμαζας.
Η ζήτηση για τις ειδικές σαπωνόμαζες έχει εκτοξευτεί επειδή ακριβώς είναι φιλικές προς το περιβάλλον και η Παπουτσάνης πλέον έχει καταστεί βασικός προμηθευτής μεγάλων σαπωνοποιείων στην Ευρώπη και όχι μόνο.
Σύντομα η εταιρεία θα ανακοινώσει και την κερδοφορία της περασμένης χρήσης. Υπενθυμίζεται πως το 9μηνο του 2022 τα καθαρά κέρδη της εταιρείας είχαν διαμορφωθεί στα 3,6 εκατ. ευρώ.
Η εταιρεία ιδρύθηκε το 1870 στο Πλωμάρι της Λέσβου από τον Δημήτρη Παπουτσάνη, ο οποίος με πρώτη ύλη τα φυτικά έλαια ίδρυσε τη φερώνυμη σαπωνοποιία. Το 1913 οι εγκαταστάσεις μεταφέρθηκαν στον Πειραιά και το 1965 έγινε μετεγκατάσταση στη Νέα Κηφισιά. Το 1972 η εταιρεία εισήχθη στο Χρηματιστήριο και στις αρχές του 1990 η οικογένεια Παπουτσάνη μεταβίβασε τις μετοχές στον όμιλο Δαυΐδ. Το 2001 δημιουργήθηκε το σύγχρονο εργοστάσιο παραγωγής προϊόντων προσωπικής φροντίδας στη Ριτσώνα.