Κβαντική πληροφορική, ψηφιακή υγεία, ηχητικές διαγνώσεις, δηλαδή διαγνώσεις μέσω των αναπνευστικών οδών με χρησιμοποίηση ήχων και υπερήχων και μια σειρά άλλων τεχνολογιών αιχμής και καινοτομιών που έρχονται από το μέλλον να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στο κοινό καλό και στην εξέλιξη της επιστήμης.
Αυτές είναι μερικές από τις δραστηριότητες του νέου μεγάλου Κέντρου Ψηφιακής Καινοτομίας (CDI) της Pfizer στη Θεσσαλονίκη, την πόλη που τείνει να καταστεί πλέον ένα τεχνολογικό hub για όλη την περιοχή των Βαλκανίων, λειτουργώντας ως δύναμη αναστροφής του brain drain, καθώς χιλιάδες Έλληνες υψηλής εξειδίκευσης επιστρέφουν στην πατρίδα και σε καλά αμειβόμενες θέσεις.
Μπορεί η Ελλάδα να υστερεί καταφανώς στη βαριά βιομηχανία σε σύγκριση με κράτη της βόρειας ή κεντρικής Ευρώπης, όμως μια νέα… βιομηχανία «χτίζεται» στη χώρα μας που έχει πολλαπλασιαστικά θετικό αποτέλεσμα και, κυρίως, φέρνει νέες δουλειές. Μια «βιομηχανία» που ήδη δίνει νέα πνοή ανάπτυξης, με συγκεκριμένα και μετρήσιμα οφέλη στην οικονομία και χιλιάδες νέες θέσεις εργασίας.
Μόλις δύο χρόνια μετά την έναρξη λειτουργίας του στη Θεσσαλονίκη, το Κέντρο Ψηφιακής Καινοτομίας της Pfizer (CDI) όχι μόνο έχει εδραιώσει την παρουσία του, αλλά διευρύνει τις συνεργασίες με τα πανεπιστήμια της χώρας, συνεργάζεται με όλο το οικοσύστημα των νεοφυών επιχειρήσεων και δημιουργεί τους νέους επιστήμονες του αύριο.
Παράλληλα, όπως τονίστηκε χθες στην παρουσίαση του CDI στους δημοσιογράφους στη Θεσσαλονίκη, το κέντρο φιλοδοξεί να παρουσιάσει πολύ σύντομα απτά επιτεύγματα που θα έχουν πρακτικό και χρήσιμο αποτέλεσμα στη μάχη της υγείας, στις ψηφιακές διαγνώσεις και στη νέα γενιά της επιστήμης που δραστηριοποιείται στο συγκεκριμένο κλάδο. Αυτό που κάνει λοιπόν το CDI της Pfizer, είναι να αποτελεί «γέφυρα» μεταξύ της επιστήμης και της θεωρητικής προσέγγισης με τη μετρήσιμη και ωφέλιμη πρακτικότητα στην ιατρική επιστήμη, στις διαγνώσεις και τελικά στην καλύτερη και πιο έγκαιρη αντιμετώπιση ασθενειών.
Στη διάρκεια της χθεσινής εκδήλωσης και της ξενάγησης στους χώρους του CDI, o Νίκο Γκαριμπόλντι, ο ιταλικής καταγωγής Sr Director, Επικεφαλής του Κέντρου Ψηφιακής Καινοτομίας, χαρακτήρισε το CDI ως "game changer" για τη Θεσσαλονίκη και την Ελλάδα, επισημαίνοντας πως μέσω της λειτουργίας του υπολογίστηκε πως για κάθε μια θέση εργασίας στο Κέντρο, δημιουργούνται 2,3 θέσεις εργασίας στην ελληνική οικονομία.
Ο ίδιος αναφέρθηκε σε μελέτη του ΙΟΒΕ, σύμφωνα με την οποία έως το 2030, μέσα από τις δράσεις του CDI υπολογίζεται ότι θα δημιουργηθούν συνολικά 3.600 άμεσες θέσεις εργασίας που θα έχουν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία 8.100 θέσεων για την οικονομία, βοηθώντας ταυτόχρονα στην αύξηση του ΑΕΠ της χώρας κατά 486 εκατ. ευρώ. Παράλληλα, στα 169 εκατ. ευρώ εκτιμώνται μέχρι το 2030 οι εισφορές του CDI σε φόρους και ασφαλιστικές εισφορές, ενώ το συνολικό αποτύπωμα από τη από τη λειτουργία του για την πόλη της Θεσσαλονίκης θα ανέλθει στο ποσό των 447 εκατ. ευρώ.
Γιατί επιλέχθηκε η Θεσσαλονίκη
Αναφορικά με το γιατί επιλέχθηκε η Θεσσαλονίκη για να γίνει το κέντρο των ερευνητικών επιχειρήσεων του αμερικανικού κολοσσού, ο κ. Γκαριμπόλντι αναφέρθηκε στα πολλά ταλέντα που βρήκε η εταιρεία στον τομέα της πληροφορικής, της μηχανικής μάθησης και της τεχνητής νοημοσύνης, την ύπαρξη αξιόλογων πανεπιστημίων στην Ελλάδα, τη ζώνη ώρας που επιτρέπει τη μεγιστοποίηση της παγκόσμιας συνεργασίας και παραγωγικότητας και στο γεγονός ότι η πόλη είναι η δεύτερη μεγαλύτερη σε πληθυσμό στην Ελλάδα.
Όπως είπε, αρχικά είχε εκτιμηθεί πως το CDI θα χρειαζόταν περίπου 200 στελέχη, όμως ήδη σήμερα έχει φτάσει στα 420, έως το τέλος του 2022 θα έχει φτάσει τα 450, ενώ έως το τέλος του 2023 οι εργαζόμενοι της Pfizer στη Θεσσαλονίκη θα είναι 500. Τόνισε πως για τις 400 θέσεις οι αιτήσεις έφτασαν τις 20.000, με το 75% των εργαζομένων να έχει μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών, ενώ από τους προσληφθέντες, το 35% των οποίων είναι γυναίκες, το 15% ήρθε να δουλέψει στη Θεσσαλονίκη από άλλες χώρες, με πολλούς από αυτούς να είναι Έλληνες που είχαν φύγει στο εξωτερικό.
Τρεις άξονες
Ο κ. Γκαριμπόλντι συνόψισε σε τρεις άξονες τις στρατηγικές που αναπτύσσει το CDI. Ο πρώτος άξονας αφορά την ανάπτυξη της αποτελεσματικότητας της πρόληψης, της διάγνωσης και των θεραπειών για τους ασθενείς, μέσω ψηφιακών εργαλείων, π.χ. μέσω εφαρμογών που συνδέουν εύκολα ασθενείς και γιατρούς, ο δεύτερος, να φτάνουν τα φάρμακα πιο γρήγορα στους ασθενείς αμέσως μετά την ανακάλυψη - ανάπτυξη τους και ο τρίτος στην ανάπτυξη τεχνολογιών που θα επιταχύνουν όλα τα στάδια έρευνας και ανάπτυξης φαρμάκων, προκειμένου να επιταχυνθεί και η ανακάλυψη επαναστατικών θεραπειών στο μέλλον.
«Η επιστήμη θα νικήσει. Είμαστε σίγουροι ότι αυτό είναι το καλύτερο μήνυμα που μπορούμε να περάσουμε. Πιστεύουμε στην επιστήμη, πιστεύουμε στην καινοτομία… Είναι ένας κοινός στόχος για όλους εμάς στη Pfizer», κατέληξε ο κ. Γκαριμπόλντι.
Συνεργασίες με startups, ερευνητικά κέντρα, πανεπιστήμια
Η ανάπτυξη ψηφιακών καινοτομιών που αλλάζουν τη ζωή των ασθενών είναι ο κεντρικός στόχος του CDI, που επιτυγχάνεται και μέσω των συνεργασιών με το ελληνικό οικοσύστημα καινοτομίας και έρευνας, επισήμανε η Βιβή Ντριγκόγια, Sr Manager, Project Manager/ Communications του CDI. Όπως είπε, στον παραπάνω στόχο, πολύτιμοι αρωγοί είναι τα πανεπιστήμια, τα ερευνητικά κέντρα και οι startups, σε μια στρατηγική συνεργασίας με αμοιβαία οφέλη που εστιάζει στην ανοιχτή καινοτομία.
Όπως εξήγησε η Αναστασία Ματωνάκη, Sr Manager, Open Innovation, το Κέντρο Ψηφιακής Καινοτομίας, γνώρισε και ανάλυσε πάνω από 100 ερευνητικές ομάδες από τα πανεπιστήμια και τα ερευνητικά κέντρα, πριν προχωρήσει στην πρώτη συνεργασία με το Εθνικό Κέντρο Έρευνας και Τεχνολογικής Ανάπτυξης (ΕΚΕΤΑ) και το Ινστιτούτο Τεχνολογιών Πληροφορικής και Επικοινωνιών (ΙΠΤΗΛ), σε projects που στοχεύουν στη γεφύρωση των δύο κόσμων, της αγοράς και της έρευνας.
Αναφέρθηκε στην ανάπτυξη και τον συνδυασμό τεχνολογιών μηχανικής μάθησης, επεξεργασίας φυσικής γλώσσας και ανάπτυξης δεδομένων μεγάλης κλίμακας, με στόχο την υλοποίηση ενός ευφυούς «πράκτορα» ο οποίος θα επιτρέπει την επικοινωνία μεταξύ ασθενών και επαγγελματιών υγείας, με μορφή όσο το δυνατόν πιο αυτοματοποιημένων ερωταπαντήσεων σε πληροφορία που θα παρέχεται από τη Pfizer.
Σύμφωνα και με τον Ιωάννη Κομπατσιάρη, Ερευνητή Α’ Βαθμίδας και Διευθυντή του ΙΠΤΗΛ, το έργο έχει προχωρήσει αρκετά και έχουν προστεθεί δεδομένα που δίνουν λύσεις σε προβλήματα που προκύπτουν, ενώ ένα πρώτο πρότυπο θα είναι έτοιμο τους επόμενους μήνες.
Ο Θάνος Σταυρόπουλος, Sr Manager, Technology & Innovation, του Κέντρου Ψηφιακής Καινοτομίας, αναφέρθηκε στις πρώτες τρεις συνεργασίες του CDI με πανεπιστήμια, οι δύο με το ΑΠΘ και η άλλη με το Πανεπιστήμιο Πατρών.
Στην πρώτη περίπτωση, η συνεργασία είναι με το Τμήμα Πληροφορικής του ΑΠΘ και αφορά στην κβαντική υπολογιστική, ένα από τα ανερχόμενα, αναδυόμενα μοντέλα υπολογιστικής του μέλλοντος που δίνει πολλές νέες δυνατότητες, υποσχόμενη να δώσει λύσεις σε προβλήματα και να κάνει υπολογισμούς που αυτή τη στιγμή είτε δεν είναι δυνατόν να γίνουν, είτε γίνονται με πολύ αργούς ρυθμούς.
Σύμφωνα με τον κ. Σταυρόπουλο, τόσο η κβαντική πληροφορική, όσο και η υπερυπολογιστική (super computing) θα μπορέσουν να απελευθερώσουν στο μέλλον τις πλήρεις δυνατότητες της τεχνητής νοημοσύνης και για αυτόν τον λόγο η Pfizer συντονίζει προσπάθειες σε όλον τον κόσμο, ώστε να καταστεί “quantum ready”, δηλαδή έτοιμη για αυτή τη νέα εποχή της κβαντικής υπολογιστικής.
Όπως επισημάνθηκε, η Pfizer «τρέχει» στη Θεσσαλονίκη πάνω από 200 projects, σε διάφορα στάδια ωρίμανσης. Επίσης, η κα Ντριγκόγια τόνισε πως η Ελλάδα έχει ένα πολύ δυναμικό οικοσύστημα καινοτομίας, ενώ ο καθηγητής Νικολετσέας συμπλήρωσε πως «στην Ελλάδα υπάρχουν πάνω από 2.000 νεοφυείς επιχειρήσεις, κάτι ιδιαίτερα ενθαρρυντικό». Μάλιστα, γνωστοποίησε πως το 2021 οι επενδύσεις σε ελληνικές startups εταιρείες ξεπέρασαν τα 500 εκατ. ευρώ, έναντι 150 εκατ. ευρώ που ήταν το 2020.
Αναφορικά με το παγκόσμιο εκτόπισμα της Pfizer, τονίστηκε πως το 2021 είχε συνολικά περίπου 1,4 δισ. ασθενείς (σε φάρμακα και εμβόλια), δηλαδή έναν στους έξι κατοίκους της γης χρησιμοποίησε προϊόντα της. Η εταιρεία επένδυσε 10,5 δισ. δολάρια στην έρευνα, έναντι 8,9 δισ. το 2020, ενώ πούλησε τα προϊόντα της σε 125 χώρες, διαθέτοντας 39 μονάδες σε όλο τον κόσμο, με περίπου 79.000 εργαζόμενους συνολικά.