Το καλύτερο εξάμηνο τουλάχιστον των τελευταίων είκοσι ετών ανακοίνωσε προ ημερών η εταιρεία Παπουτσάνης, «πατώντας» στην εξαιρετική πορεία του τουρισμού, στο μπαράζ ανοίγματος νέων ξενοδοχειακών μονάδων, αλλά και στη γεωμετρική αύξηση των εξαγωγών.
Η εταιρεία προ 15ετίας πέρασε δια πυρός και σιδήρου, το 2010 έφτασε ένα βήμα πριν το οριστικό λουκέτο, όμως με τις κατάλληλες αλλαγές στο management, «γύρισε» μέσα στη... φωτιά της κρίσης, προ περίπου πέντε ετών επέστεψε στην κερδοφορία, παρουσιάζοντας έκτοτε διψήφιους ρυθμούς ανάπτυξης ανά έτος.
Δεν είναι τυχαίο ότι μέσα στην περίοδο της δημοσιονομικής κρίσης, από το 2010 έως το 2020 η εταιρεία υπερτριπλασίασε τον κύκλο εργασιών της καθώς από τα 12,9 εκατ. ευρώ το 2010 έφτασε το 2020 στα 40,8 εκατ. ευρώ, ενώ το 2021 είχε τζίρο 54,8 εκατ. ευρώ, παρουσιάζοντας για 6η διαδοχική χρήση διψήφια αύξηση ενοποιημένου κύκλου εργασιών. Μια ματιά στην πορεία των μεγεθών των τελευταίων ετών, δείχνει την εξέλιξη. Το 2017 ο κύκλος εργασιών ήταν στα 20,8 εκατ. ευρώ, το 2018 στα 24,2 ευρώ, το 2019 στα 30,6 εκατ. ευρώ, το 2020 στα 40,8 εκατ. και το 2021 στα 54,8 εκατ. ευρώ.
Βεβαίως, ρόλο στην εκτόξευση των μεγεθών από τα μέσα του 2020 και μετά έπαιξε ο ερχομός της πανδημίας, δεδομένο ότι η εταιρεία εξειδικεύεται στα προϊόντα καθαριότητας και προσωπικής υγιεινής που κατά τη διάρκεια της πανδημίας ήρθαν με έμφαση στο προσκήνιο. Ο ίδιος λόγος εκτόξευσε και τις εξαγωγές της εταιρείας.
Το πρώτο εξάμηνο του 2022 λοιπόν η εταιρεία συνέχισε την καλή πορεία, παρουσιάζοντας σημαντική αύξηση κατά 39% στον κύκλο εργασιών που ανήλθε στα 33,6 εκατ. ευρώ, έναντι 24,2 εκατ. ευρώ την αντίστοιχη περίοδο του 2021, ενώ τα κέρδη προ φόρων ανήλθαν σε 3,3 εκατ. ευρώ, έναντι κερδών 3 εκατ. ευρώ το αντίστοιχο διάστημα του 2021. Τα κέρδη μετά από φόρους διαμορφώθηκαν σε 2,5 εκατ. ευρώ και κυμάνθηκαν στα ίδια επίπεδα με το 1ο εξάμηνο του 2021.
Η σημαντική αύξηση στον κύκλο εργασιών φέτος αποδίδεται στη επανεκκίνηση της ξενοδοχειακής αγοράς στην Ελλάδα και το εξωτερικό και στις υψηλές επιδόσεις των βιομηχανικών πωλήσεων ειδικών σαπωνομαζών στο εξωτερικό και των παραγωγών για τρίτους. Επίσης, η εταιρεία προχώρησε σε ανατιμήσεις, κυρίως στις πωλήσεις για τρίτους στο εξωτερικό προκειμένου να μετακυλιστεί κατά το δυνατόν η αύξηση του κόστους.
Σε αυτό το πλαίσιο, συγκρίνοντας το εξάμηνο του 2022 με την αντίστοιχη περίοδο του 2021 η αύξηση των πωλήσεων κατά 39% αποδίδεται κατά 22% σε αύξηση του όγκου πωλήσεων σε σχέση με το 2021 και κατά 17% σε αύξηση των τιμών.
Οι εξαγωγές ανήλθαν σε 22,2 εκατ. ευρώ το πρώτο εξάμηνο του 2022, αντιπροσωπεύοντας ποσοστό 66% του συνολικού κύκλου εργασιών και καταγράφοντας αύξηση ύψους 54% σε σχέση με την αντίστοιχη περυσινή περίοδο. Εξαγωγές κατά 66% ουδέποτε στην ιστορία της είχε η εταιρεία Παπουτσάνης.
Κατά το 1ο εξάμηνο του 2022 το επιπλέον κόστος ενέργειας για την εταιρεία ήταν περίπου 1,0 εκατ. ευρώ το οποίο μεταφράζεται σε επιβάρυνση του μεικτού περιθωρίου κατά σχεδόν τρεις ποσοστιαίες μονάδες (3%) σε σχέση με πέρυσι. Σημειώνεται ότι τα αποτελέσματα του εξαμήνου έχουν επιβαρυνθεί με μη επαναλαμβανόμενη ζημία ύψους 384 χιλ. ευρώ, όπως αυτή προέκυψε μετά την έκδοση της διαιτητικής απόφασης σχετικά με τη διακοπή της συνεργασίας με την εταιρεία Ελγέκα Α.Ε., η οποία μέχρι το τέλος του 2020 διένεμε τα επώνυμα προϊόντα της Παπουτσάνης στις μεγάλες αλυσίδες λιανεμπορίου.
Σύμφωνα με τη διοίκηση της Παπουτσάνης, το 15% των συνολικών εσόδων προέρχεται από πωλήσεις επωνύμων προϊόντων της εταιρείας στην Ελλάδα και το εξωτερικό, το 20% από πωλήσεις προς την ξενοδοχειακή αγορά έναντι μόλις 8% την αντίστοιχη περίοδο πέρυσι, το 44% από παραγωγές προϊόντων για τρίτους και το 21% από βιομηχανικές πωλήσεις σαπωνομαζών.
Το πρώτο εξάμηνο του 2022 οι τιμές των πρώτων υλών/υλικών συσκευασίας, μεταφορικών και ενέργειας συνέχισαν την ανοδική τους πορεία που ήδη είχε ξεκινήσει από το 2ο εξάμηνο του 2021, ενώ παραμένουν και οι δυσκολίες εξασφάλισης αναγκαίων ποσοτήτων σε συγκεκριμένες κατηγορίες υλικών. Παράλληλα ο συνεχιζόμενος πόλεμος στην Ουκρανία, επιτείνει τις πιέσεις σε κάποιες από τις πρώτες ύλες που παράγονται εκεί και κυρίως στο ενεργειακό κόστος ενώ βέβαια αυξάνεται συνεχώς και η αβεβαιότητα όσον αφορά τη γενικότερη εξέλιξη της οικονομίας.
Οι επενδύσεις 40 εκατ. ευρώ και η μεγάλη μονάδα στη Ριτσώνα
Από το 2010 όταν και ανέλαβε η τωρινή μετοχική ομάδα τη διοίκηση, έχουν επενδυθεί περί τα 40 εκατ. ευρώ για τον εκσυγχρονισμό της μονάδας, τη νέα αυτοματοποιημένη γραμμή συσκευασίας καλλυντικών, νέα γραμμή παραγωγής ξενοδοχειακών σαπουνιών κ.α.
Πλέον, είναι η κορυφαία ελληνική εταιρεία στον τομέα της και μεταξύ των τριών μεγαλύτερων παραγωγών σαπουνιών στην Ευρώπη. Διαθέτει τη μεγαλύτερη μονάδα παραγωγής του είδους στη ΝΑ Ευρώπη, απολύτως καθετοποιημένη και μία από τις πιο εξελιγμένες τεχνολογικά σε όλη την Ευρώπη.
Η εταιρεία από το 2021 μπήκε στην παραγωγή βιοκτόνων και απολυμαντικών με χρήση οινοπνεύματος. Διαθέτοντας την παραγωγική ικανότητα και ευελιξία να καλύψει άμεσα και στο μεγαλύτερο βαθμό τις ανάγκες της χώρας, η εταιρεία έλαβε τις εγκρίσεις των αρμοδίων αρχών για την παραγωγή των συγκεκριμένων προϊόντων. Η κατηγορία των αντισηπτικών προϊόντων αναπτύχθηκε την τελευταία διετία της πανδημίας, με την εταιρεία πλέον να αριθμεί μία γκάμα δέκα διαφορετικών κωδικών σε εύρος μεγεθών και συσκευασιών, προκειμένου να ανταποκριθεί σε διαφορετικές ανάγκες και περιστάσεις, τόσο σε επίπεδο ατομικής χρήσης όσο και για τις ανάγκες βιομηχανικών και εταιρικών πελατών, μεγάλων καταστημάτων και ξενοδοχείων.
Ιστορία που «πατά» σε τρεις αιώνες
Η Παπουτσάνης είναι μια από τις πλέον ιστορικές βιομηχανίες του τόπου, καθώς «πατά» σε τρεις αιώνες. Ιδρύθηκε το 1870 στο Πλωμάρι της Λέσβου από τον Δημήτρη Παπουτσάνη, ο οποίος με πρώτη ύλη τα φυτικά έλαια ίδρυσε τη φερώνυμη σαπωνοποιία, καθώς αντιλήφθηκε πολύ γρήγορα την ανάγκη της σαπωνοβιομηχανίας. Το 1899 οι τρεις γιοί του ίδρυσαν την πρώτη εταιρεία Παπουτσάνης, ενώ το 1913 οι εγκαταστάσεις μεταφέρθηκαν στον Πειραιά.
Από το 1917 έως το 1936 που ξεκίνησε η αρωματική σαπωνοποιία, το εργοστάσιο Παπουτσάνη του Πειραιά παρήγε πράσινο σαπούνι μπουγάδας και κύβους σαπουνιού Μασσαλίας. Το διώροφο αυτό εργοστάσιο λειτούργησε έως το χειμώνα του ''44, οπότε και καταστράφηκε ολοκληρωτικά στο βομβαρδισμό του Πειραιά.
Ένα χρόνο μετά το βομβαρδισμό φτιάχτηκε νέο εργοστάσιο, ενώ το 1967 η μονάδα μεταφέρθηκε στην Κάτω Κηφισιά, όπου χτίστηκαν καινούριες εγκαταστάσεις.
Η εταιρεία εισήχθη στο ελληνικό χρηματιστήριο στις 16 Αυγούστου του 1972, ενώ στις αρχές του 1990 η οικογένεια Παπουτσάνη μεταβίβασε τις μετοχές στον όμιλο Δαυίδ. Το 2001 δημιουργήθηκε το καινούριο εργοστάσιο παραγωγής προϊόντων προσωπικής φροντίδας στη Ριτσώνα Ευβοίας, σε οικόπεδο 60.000 τ.μ. που έως σήμερα είναι ένα από τα πιο σύγχρονα εργοστάσια σαπουνιού στην Ευρώπη, ενώ απασχολεί 130 εργαζόμενους.