Το στόχο για τη διανομή μερίσματος για τη χρήση του 2022, παρά τις προκλήσεις της κρίσης, επανέλαβε ο διευθύνοντας σύμβουλος της Eurobank, Φωκίων Καραβίας, στη Γενική Συνέλευση των μετόχων της τράπεζας υπογραμμίζοντας ότι η μέχρι τώρα πορεία της τράπεζας την εφετινή χρονιά «ενισχύει την πεποίθησή μας για την διανομή μερίσματος».
Ο κ. Καραβίας εμφανίστηκε συγκρατημένα αισιόδοξος υπογραμμίζοντας ότι παρά τα πολλά σύννεφα που έχουν μαζευτεί στη διεθνή οικονομία η Eurobank βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση να εκμεταλλευτεί τις ευκαιρίες και τις καλύτερες συνθήκες και προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.
«Χωρίς να παραγνωρίζουμε το γεγονός ότι ο ουρανός της παγκόσμιας οικονομίας έχει ήδη μαζέψει πολλά σύννεφα και καλούμεθα να διαχειριστούμε συνεχώς εναλλασσόμενες προκλήσεις, η Eurobank βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση για να πρωταγωνιστήσει στον ανοδικό κύκλο στην Ελλάδα και τις άλλες χώρες όπου έχουμε παρουσία».
«Δεδομένων όμως των διεθνών προκλήσεων, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι τα δημοσιονομικά περιθώρια της χώρας παραμένουν περιορισμένα, επομένως οποιεσδήποτε κινήσεις στήριξης από το κράτος πρέπει να είναι στοχευμένες και όχι οριζόντιες, να γίνονται με μέτρο. Να θυμηθούμε ότι τα υπερβολικά δίδυμα ελλείμματα ήταν αυτά που μας οδήγησαν στην κρίση, άρα πρέπει να αποφύγουμε πιθανή υποτροπή. Καθώς μάλιστα συνεχίζεται η προσπάθεια της χώρας για την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, η οποία, αν και δυσχερέστερη σε προβληματικό διεθνή περίγυρο, πιστεύουμε ότι θα συντελεστεί, εφόσον επιδείξουμε την απαραίτητη δημοσιονομική σύνεση», υπογράμμισε.
Σε ότι αφορά την τράπεζα υπογράμμισε ότι το 2021 αποτέλεσε έτος σταθμό για τον μετασχηματισμό της Eurobank υπογραμμίζοντας τη σημασία της τιτλοποίησης Mexico, ύψους 5,2 δισ. ευρώ, μέσω της οποίας η τράπεζα πέτυχε την μείωση του δείκτη μη εξυπηρετούμενων δανείων κάτω του 10%, η πρώτη συστημική τράπεζα που επέστρεψε σε μονοψήφιο δείκτη καθυστερήσεων. Τέλος, ο κ. Καραβίας επιβεβαίωσε ότι η πορεία της τράπεζας επιτυγχάνει τη στοχοθεσία που έχει τεθεί για την απόδοση των ιδίων κεφαλαίων (10%), την κερδοφορία και την ανάπτυξη των εργασιών της τράπεζας.
Ο πρόεδρος της τράπεζας Γιώργος Ζανιάς αναφέρθηκε στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της εγχώριας οικονομίας που την καθιστούν ανθεκτική έναντι της τρέχουσας διεθνούς κρίσης. Εμφανίστηκε συγκρατημένα αισιόδοξος τόσο για την πορεία της εγχώριας οικονομίας όσο και της τράπεζας.
Ο κ. Ζανιάς υπογράμμισε τις νέες προκλήσεις που δημιουργεί ο πόλεμος, η ενεργειακή κρίση και ο πληθωρισμός υπογραμμίζοντας παράλληλα την ευνοϊκή θέση της χώρας μας. «Όλες αυτές οι εξελίξεις αναγκαστικά επηρεάζουν και τα δεδομένα της ελληνικής οικονομίας. Θα πρέπει όμως να σημειωθεί πως μέσα σ’ αυτή την ιδιαίτερη και δύσκολη συγκυρία, η χώρα μας βρίσκεται, για πρώτη φορά μετά από καιρό, σε πιο ευνοϊκή συγκριτικά θέση. Παράγοντες που συνηγορούν σε μια τέτοια διαφοροποίηση είναι: η βελτίωση της αξιοπιστίας της χώρας, η αξιοποίηση μιας σειράς ευκαιριών που δημιούργησε η μακρόχρονη κρίση, η σταδιακή απόδοση μιας σειράς μεταρρυθμίσεων που έγιναν κυρίως τα χρόνια των οικονομικών προγραμμάτων, τα πρωτοφανή σε ύψος ευρωπαϊκά κεφάλαια περί τα 90 δις ευρώ για τα επόμενα χρόνια και η εξυγίανση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος».
Σημειώνεται ότι στο πρώτο τρίμηνο της εφετινής χρόνιας η καθαρή κερδοφορία της τράπεζας ξεπέρασε τα 300 εκατ. ευρώ, ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων μειώθηκε περαιτέρω στο 6% και οι εκταμιεύσεις νέων δανείων ύψους 2,3 δισ. ευρώ, επιβεβαιώνοντας ότι παραμένει σε τροχιά υλοποίησης του σχεδιασμού της.
Η ομιλία Φ. Καραβία
«Πριν ακόμη οι οικονομίες, σε όλο τον κόσμο, καταφέρουν να ανακάμψουν πλήρως από την πανδημία, μια σειρά δυσμενών παραμέτρων συσσωρεύονται και δημιουργούν κινδύνους. Οι παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες έχουν υποστεί σοβαρή διαταραχή, ενώ μια διεθνής ενεργειακή κρίση βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη, κυρίως ως αποτέλεσμα της εισβολής στην Ουκρανία. Η άνοδος του πληθωρισμού έχει φέρει το απότομο τέλος της περιόδου των μηδενικών επιτοκίων, με αλλεπάλληλες αυξήσεις -που αναμένεται να συνεχιστούν το επόμενο διάστημα. Αυτές θα έχουν επιπτώσεις στο ρυθμό ανάπτυξης, ενώ ορισμένες μεγάλες οικονομίες δεν αποκλείεται να περάσουν, έστω για βραχύ χρονικό διάστημα, και σε φάση ύφεσης. Σε αυτό το περιβάλλον, η αύξηση του κόστους ζωής επηρεάζει δυσανάλογα τα ασθενέστερα κοινωνικά στρώματα, νοικοκυριά και μικρές επιχειρήσεις».
«Παρόλα αυτά, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στις άλλες βασικές αγορές μας, οι προοπτικές παραμένουν θετικές. Η Ελλάδα κατέγραψε ήδη έναν από τους ισχυρότερους ρυθμούς ανάκαμψης, 8,3% για το 2021, ενώ η αύξηση του ΑΕΠ για το τρέχον έτος υπολογίζεται ότι θα είναι της τάξης του 4%. Βασικό μοχλό ανάπτυξης τα προσεχή έτη θα αποτελέσουν τα διαθέσιμα για τη χώρα ευρωπαϊκά κονδύλια, με προεξάρχον το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, συνολικού ύψους περίπου 90 δισεκατομμυρίων ευρώ μέχρι το 2027. Υπάρχει επαρκής ρευστότητα στην οικονομία χάρη και στην αύξηση των καταθέσεων στη διάρκεια της πανδημίας κατά €35 δισ. ενώ το κρατικό ταμειακό απόθεμα ασφαλείας ανέρχεται σε σχεδόν €40 δισ. Εξίσου σημαντικό είναι το γεγονός ότι τα ευρωπαϊκά κονδύλια έχουν συγκεκριμένες προδιαγραφές, ώστε να κατευθυνθούν σε επενδυτικούς και αναπτυξιακούς στόχους. Ταυτόχρονα, το τραπεζικό σύστημα, το οποίο με πρωτοπόρο τη Eurobank ολοκληρώνει την εξυγίανσή του, είναι σε θέση και να συμβάλει στη χρηματοδότηση της οικονομίας, αλλά και να επιτελέσει το κρίσιμο έργο που του έχει ανατεθεί, δηλαδή της διοχέτευσης των ευρωπαϊκών πόρων στην ορθή κατεύθυνση. Περαιτέρω αναπτυξιακή ώθηση αναμένεται από ξένα ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια που δραστηριοποιούνται ξανά στην Ελλάδα, χάρη στην σταθερή πρόοδο των δημοσίων οικονομικών, τη διαμόρφωση κλίματος φιλικού προς τις επενδύσεις και την πλήρη άρση των αμφιβολιών για τις κεντρικές επιλογές της χώρας. Με βάση στοιχεία του ΟΗΕ που δημοσιεύτηκαν πριν από λίγες εβδομάδες, οι άμεσες ξένες επενδύσεις στην Ελλάδα ανήλθαν στο υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων 30 ετών, κοντά στα 6 δις δολάρια το 2021».
«Καλύτερες αναπτυξιακές προοπτικές, σε σύγκριση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, προβλέπονται και για τις άλλες χώρες όπου έχουμε ισχυρή παρουσία. Ήδη πέρυσι, τόσο η Κύπρος όσο και η Βουλγαρία ήταν μεταξύ των χωρών με την ταχύτερη ανάκαμψη, με 5% και 4,2% αντίστοιχα, ενώ θετικές προοπτικές διαμορφώνονται και για το 2022».
«Σε αυτό το μακροοικονομικό περιβάλλον, οι επιδόσεις της Τράπεζας το 2021, μας επιτρέπουν να κινηθούμε αποφασιστικά προς το μέλλον. Η σημαντικότερη, ασφαλώς, εξέλιξη ήταν η ολοκλήρωση έγκαιρα, του σχεδίου εξυγίανσης του ισολογισμού που είχαμε ανακοινώσει το 2019. Το σχέδιο αρθρωνόταν σε τρεις πυλώνες. Πρώτον, ενισχύσαμε την κεφαλαιακή βάση μας με τη συγχώνευση με την Grivalia, καθώς και με μια σειρά συναλλαγών για αύξηση των κεφαλαίων χωρίς απομείωση της αξίας των μετόχων. Στη συνέχεια, μειώσαμε εγκαίρως τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα (NPE), υλοποιώντας πρώτοι ένα σχεδιασμό ο οποίος υιοθετήθηκε και από τις υπόλοιπες τράπεζες στην Ελλάδα. Ως αποτέλεσμα, στα ετήσια αποτελέσματά μας για το 2021, είμαστε η πρώτη ελληνική τράπεζα που κατέγραψε μείωση του δείκτη NPE σε μονοψήφιο αριθμό (6,8%), ενώ μόλις το 2016 είχε καταγραφεί το ανώτατο σημείο στο 45,2%. Αυτό ήταν και προαπαιτούμενο για το τελευταίο σκέλος του σχεδίου μας, δηλαδή για την επίτευξη διατηρήσιμης διψήφιας απόδοσης επί των ιδίων κεφαλαίων. Το 2022 υλοποιούμε τη δέσμευσή μας, καθώς εισερχόμαστε πλήρως σε αναπτυξιακή τροχιά. Και έχουμε ήδη ανακοινώσει την πρόθεση μας για διανομή μερίσματος, για πρώτη φορά μετά το 2008, από τα κέρδη του 2022, με την προϋπόθεση της σχετικής έγκρισης των εποπτικών αρχών. Η μέχρι σήμερα εκτέλεση του προϋπολογισμού για το 2022, αυξάνει την πεποίθηση μας για τη διανομή μερίσματος.
Τα οικονομικά αποτελέσματα του Ομίλου για το 2021 κινήθηκαν εντός ή και πέραν της στοχοθεσίας».
«Ορόσημο για την Τράπεζα αποτέλεσε η ολοκλήρωση της τιτλοποίησης Mexico ύψους €3,2δισ., η οποία οδήγησε σε μονοψήφιο δείκτη NPEs, χωρίς να έχει καμία αρνητική επίπτωση στους δείκτες εποπτικών κεφαλαίων. Παράλληλα, ενισχύσαμε τα κεφάλαιά μας με τις συναλλαγές τιτλοποίησης εξυπηρετούμενων δανείων (Wave) και πώλησης υπηρεσιών αποδοχής και εκκαθάρισης συναλλαγών καρτών (Triangle)».
«Ουσιαστική συμβολή στα αποτελέσματα του Ομίλου είχαν, όπως και τα προηγούμενα χρόνια, οι διεθνείς δραστηριότητες, οι οποίες διακρίνουν τη Eurobank έναντι του εγχώριου ανταγωνισμού. Πρόθεσή μας είναι να τις επεκτείνουμε, τόσο οργανικά όσο και με την εκμετάλλευση ευκαιριών που ενδεχομένως εμφανιστούν στην αγορά. Στη Βουλγαρία, η Postbank είναι η τρίτη μεγαλύτερη τράπεζα βάσει του ενεργητικού, ενώ η Eurobank Cyprus είναι η πιο εύρωστη και κερδοφόρα τράπεζα στη χώρα. Το 2021 ενισχύσαμε τη θέση μας στη Σερβία με τη συγχώνευση της Direktna Bank με την Eurobank Serbia, κατέχοντας πλέον μερίδιο 70% στη νέα τράπεζα. Στην Κύπρο, αποκτήσαμε μερίδιο συμμετοχής 12,6% στην Ελληνική Τράπεζα, τη δεύτερη μεγαλύτερη της χώρας. Συνολικά, η συμβολή των διεθνών δραστηριοτήτων στην καθαρή κερδοφορία μας ανήλθε σε €148 εκατ., με συνολικό δανειακό χαρτοφυλάκιο περίπου €10 δισ.
Στη βάση αυτών των αποτελεσμάτων παρουσιάσαμε το επιχειρηματικό μας πλάνο για την τριετία 2022-24. Οι βασικοί στόχοι αφορούν διατηρήσιμη απόδοση ιδίων κεφαλαίων, τουλάχιστον 10% το χρόνο, μέση ετήσια αύξηση των κερδών ανά μετοχή κατά 13%, η οποία είναι εμπροσθοβαρής το 2022, οργανική δημιουργία κεφαλαίου άνω των 100 μονάδων βάσης ετησίως, μέσω τις οποίας θα υποστηριχθεί η αύξηση του δανειακού χαρτοφυλακίου, η περαιτέρω βελτίωση του δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας καθώς και διανομή μερισμάτων.»
«Χωρίς να παραγνωρίζουμε το γεγονός ότι ο ουρανός της παγκόσμιας οικονομίας έχει ήδη μαζέψει πολλά σύννεφα και καλούμεθα να διαχειριστούμε συνεχώς εναλλασσόμενες προκλήσεις, η Eurobank βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση για να πρωταγωνιστήσει στον ανοδικό κύκλο στην Ελλάδα και τις άλλες χώρες όπου έχουμε παρουσία.
Εμφανίζουμε τα υψηλότερα βασικά έσοδα προ προβλέψεων στον κλάδο, μέσω ενός διαφοροποιημένου επιχειρηματικού μοντέλου, το οποίο περιλαμβάνει έσοδα από τις τραπεζικές εργασίες στην Ελλάδα, τις διεθνείς δραστηριότητες και ένα επενδυτικό χαρτοφυλάκιο ακινήτων, υψηλής ποιότητας, χάρη στη συγχώνευση μας με τη Grivalia.
Διαθέτουμε την καλύτερη ποιότητα ενεργητικού και κεφαλαιακή επάρκεια από τις υψηλότερες, η οποία βελτιώνεται συνεχώς χάρη στα οργανικά μας αποτελέσματα.
Έχουμε προσωπικό με εξαιρετικά προσόντα, με επαγγελματική εμπειρία, το οποίο, χάρη και στα κίνητρα που είμαστε πλέον σε θέση να παρέχουμε, ενστερνίζεται τους στόχους και τις επιδιώξεις του Οργανισμού και πολλαπλασιάζει τις προσπάθειες για την επίτευξή τους».
Η ομιλία Γ. Ζανιά
«Ο πόλεμος, που αποτελεί μία ανθρωπιστική κρίση με χιλιάδες θύματα και εκατομμύρια ανθρώπους που υποχρεώνονται να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους, έφερε την παγκόσμια οικονομία αντιμέτωπη με νέα αύξηση της αβεβαιότητας, νέες χρηματοοικονομικές συνθήκες και με περαιτέρω σημαντική άνοδο των τιμών της ενέργειας, των τροφίμων και άλλων βασικών εμπορευμάτων. Αυτές οι συνθήκες επιδεινώνουν τις προοπτικές ανάπτυξης, ιδιαίτερα για την Ευρώπη, λόγω της υψηλής ενεργειακής εξάρτησής της από τη Ρωσία, ιδίως σε φυσικό αέριο.
Παράλληλα, θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι οι μεγάλες αυξήσεις στις τιμές της ενέργειας και των τροφίμων επιβαρύνουν ιδιαίτερα τα άτομα με χαμηλό εισόδημα, εγείροντας σοβαρούς κινδύνους για την επισιτιστική ασφάλεια και την τροφοδότηση κοινωνικών εντάσεων. Ήδη ο δείκτης τιμών καταναλωτή έχει επιταχυνθεί στις περισσότερες οικονομίες παγκοσμίως σε υψηλά δεκαετιών, σημαντικά υψηλότερα από τον στόχο των Κεντρικών Τραπεζών. Επιπλέον, τους τελευταίους μήνες, οι πιέσεις των τιμών έχουν διαχυθεί στην ευρύτερη οικονομία, με αποτέλεσμα τη σημαντική ενίσχυση του δομικού πληθωρισμού σχεδόν σε όλες τις αναπτυγμένες οικονομίες. Η εξέλιξη αυτή ενισχύει τις ανησυχίες για διατήρηση του πληθωρισμού σε υψηλά επίπεδα για διάστημα μεγαλύτερο από το αρχικά προβλεπόμενο, ωθώντας πολλές μεγάλες Κεντρικές Τράπεζες σε «επιθετική» στροφή στη νομισματική πολιτική τους για την αντιμετώπιση του υψηλού πληθωρισμού προκειμένου να αποφευχθούν δευτερογενείς επιπτώσεις.
Αντιμέτωπη με τις νέες αυτές προκλήσεις, η παγκόσμια οικονομία εκτιμάται ότι θα επιβραδυνθεί σημαντικά, με τον ετήσιο ρυθμό αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ να αναμένεται, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, να διαμορφωθεί σε 3,0% εφέτος, έναντι εκτίμησης 4,5% στο τέλος του προηγούμενου έτους. Στην Ευρωζώνη, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προβλέπει για φέτος ανάπτυξη 2,6%. Οι προβλέψεις αυτές περιβάλλονται από ασυνήθιστα υψηλό βαθμό αβεβαιότητας καθώς σημαντικοί κίνδυνοι ελλοχεύουν, συμπεριλαμβανομένων: μιας πιθανής επιδείνωσης του πολέμου, ιδιαίτερα μεγάλης σύσφιξης της νομισματικής πολιτικής, απότομης διακοπής των ροών φυσικού αερίου από τη Ρωσία προς την Ευρώπη, μεγαλύτερη από την αναμενόμενη επιβράδυνση της οικονομίας της Κίνας, η οποία δοκιμάζεται από την εφαρμογή αυστηρής στρατηγικής για μηδενική ανοχή στον κορονοϊό, ισχυρότερες διαταραχές στις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού και μια νέα έξαρση της πανδημίας λόγω εμφάνισης μίας ανθεκτικής στα υπάρχοντα εμβόλια μετάλλαξης.
Όλες αυτές οι εξελίξεις αναγκαστικά επηρεάζουν και τα δεδομένα της ελληνικής οικονομίας. Θα πρέπει όμως να σημειωθεί πως μέσα σ’ αυτή την ιδιαίτερη και δύσκολη συγκυρία, η χώρα μας βρίσκεται, για πρώτη φορά μετά από καιρό, σε πιο ευνοϊκή συγκριτικά θέση. Παράγοντες που συνηγορούν σε μια τέτοια διαφοροποίηση είναι: η βελτίωση της αξιοπιστίας της χώρας, η αξιοποίηση μιας σειράς ευκαιριών που δημιούργησε η μακρόχρονη κρίση, η σταδιακή απόδοση μιας σειράς μεταρρυθμίσεων που έγιναν κυρίως τα χρόνια των οικονομικών προγραμμάτων, τα πρωτοφανή σε ύψος ευρωπαϊκά κεφάλαια περί τα 90 δις ευρώ για τα επόμενα χρόνια και η εξυγίανση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος.
Έτσι, μετά τη βαθιά ύφεση το 2020 ύψους 9,0% λόγω του πρώτου και απρόσμενου κύματος της πανδημίας, η ελληνική οικονομία ανέκαμψε δυναμικά το 2021, επιτυγχάνοντας πραγματικό ρυθμό μεγέθυνσης της τάξης του 8,3%, και η ανάκαμψη συνεχίστηκε το πρώτο τρίμηνο του 2022 με πραγματική αύξηση του ΑΕΠ κατά 7% σε ετήσια βάση, ώστε στο τέλος του πρώτου τριμήνου του 2022 το πραγματικό ΑΕΠ να ξεπερνά τα προ πανδημίας επίπεδα κατά 3,0% (0,8% στην Ευρωζώνη). Πιο πρόσφατα, την προηγούμενη εβδομάδα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναθεώρησε προς τα πάνω την πρόβλεψή της για ανάπτυξη το 2022 στην Ελλάδα στο 4% (από 3,5% που ήταν η εκτίμηση του Μαΐου), παρά την επιδείνωση του οικονομικού κλίματος και τον υψηλό πληθωρισμό. Η ανάπτυξη στη χώρα μας φέτος αναμένεται να στηριχτεί στις εξαγωγές υπηρεσιών (τουρισμός), στις δημόσιες επενδύσεις μέσω ΕΣΠΑ και Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και στην ιδιωτική κατανάλωση.
Οι απαιτήσεις για δημοσιονομικές παρεμβάσεις κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων κρίσεων επανάφερε τα υψηλά ελλείμματα στον προϋπολογισμό, με το πρωτογενές έλλειμμα το 2020 να φτάνει το 7,2% του ΑΕΠ. Η δημοσιονομική κατάσταση όμως, πιστεύω, πως είναι διαχειρίσιμη υπό την αυστηρή προϋπόθεση πως θ’ αποφευχθούν εφεξής οι υπερβολές στη δημοσιονομική πολιτική και δεν θα υπάρξουν αρνητικές εκπλήξεις στην αναπτυξιακή πορεία της οικονομίας. Υπό αυτές τις προϋποθέσεις, προβλέπεται πως το 2022 το πρωτογενές έλλειμμα θα βρίσκεται στο 1,9%, επιστρέφοντας σε θετικό πρόσημο το 2023.
Το δημόσιο χρέος επίσης κρίνεται ως βιώσιμο λόγω των εξαιρετικών ποιοτικών χαρακτηριστικών που διαθέτει, παρά το τεράστιο ύψος του ως ποσοστό του ΑΕΠ (206.3% το 2020 και 193.3% το 2021), ενώ αναμένεται να πέσει κάτω από το 180% του ΑΕΠ στο τέλος του 2022. Σύμμαχο σε αυτή την αποκλιμάκωση του δημόσιου χρέους αποτελεί ο υψηλός βραχυπρόθεσμος πληθωρισμός, ο οποίος μάλιστα δεν αναμένεται να έχει τα γνωστά αρνητικά αποτελέσματα στην ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας καθώς αποτελεί ένα γενικευμένο φαινόμενο, αν και διαφορές υπάρχουν, και δεν αλλάζουν σε σημαντικό βαθμό οι σχετικές τιμές των προϊόντων.
Είναι βέβαια ανησυχητική η επιδείνωση των χρηματοπιστωτικών συνθηκών, που έχει ως αποτέλεσμα τη μεγάλη αύξηση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων. Ωστόσο, η πιστοληπτική αξιολόγηση του Ελληνικού Δημοσίου βρίσκεται πλέον μόλις μια βαθμίδα από την επενδυτική κατηγορία και η αναβάθμιση θα ευνοήσει τα ελληνικά ομόλογα και κατ’ επέκταση το ελληνικό Δημόσιο καθώς θα μειώσει το κόστος δανεισμού ενώ θα συμβάλει και στην περαιτέρω προσέλκυση ξένων επενδυτικών κεφαλαίων.
Το μεγαλύτερο μακροοικονομικό πρόβλημα αυτή τη στιγμή είναι ο πληθωρισμός καθώς ο σχετικός δείκτης έφτασε τον Ιούνιο στο 12,0%. Περισσότερο ανησυχητικό ίσως είναι πως ο πυρήνας του πληθωρισμού, εξαιρουμένων δηλαδή της ενέργειας και των τροφίμων, αυξήθηκε στο 6,0% τον Ιούνιο 2022 από 3,7% τον Μάιο. Αντίθετα, η εξέλιξη της ανεργίας είναι ενθαρρυντική με το ποσοστό της να ακολουθεί καθοδική πορεία και διαμορφώθηκε τον Απρίλιο του τρέχοντος έτους στο 12,5% του εργατικού δυναμικού (χαμηλό 12 ετών).
Κλείνοντας την αναφορά στη μακροοικονομική κατάσταση θα ήθελα ν’ αναφερθώ σε μια σειρά από προκλήσεις διαρθρωτικού χαρακτήρα που παραμένουν στην ελληνική οικονομία και απαιτούν την εφαρμογή κατάλληλης οικονομικής πολιτικής και μεταρρυθμίσεων. Σε αυτές περιλαμβάνονται: η παρατηρούμενη αυξημένη ροπή για εισαγωγές (που συμβάλει στην επίσης παρατηρούμενη αύξηση του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών), η έλλειψη εσωτερικών αποταμιευτικών πόρων, η συνεχιζόμενη χαμηλή συμμετοχή των επενδύσεων στο ΑΕΠ, το αυξημένο κόστος δανεισμού, τα τυχόν προβλήματα απορρόφησης των τεράστιων αυτή τη φορά ευρωπαϊκών πόρων. Επαγρύπνηση χρειάζεται και για τη γρήγορη προσαρμογή στο νέο οικονομικό περιβάλλον που θα δημιουργηθεί μετά την τρέχουσα γεωπολιτική κρίση. Σε αυτές τις προκλήσεις πρέπει να προστεθεί και το δημογραφικό πρόβλημα, το οποίο από οικονομικής πλευράς, συνδέεται με την προσφορά ανθρώπινου δυναμικού και το οποίο αναδεικνύει από πέρυσι η Τράπεζά μας».
«Ο τραπεζικός τομέας επέδειξε αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων κρίσεων. Οι τράπεζες ενισχύουν την κερδοφορία τους και εξυγιαίνουν τους ισολογισμούς τους, με δύο από τις τέσσερις συστημικές τράπεζες να βρίσκονται ήδη σε μονοψήφιο ποσοστό κόκκινων δανείων, όπου αναμένεται να βρίσκονται και οι τέσσερις μέχρι το τέλος του έτους. Η Eurobank ήταν η πρώτη τράπεζα που πέτυχε μονοψήφιο ποσοστό Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων διατηρώντας παράλληλα τα επίπεδα κάλυψης των εν λόγω δανείων σε πολύ υψηλά επίπεδα. Η κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών παραμένει σε επίπεδα άνω των ορίων που έχει θέσει η Βασιλεία ΙΙΙ αλλά και των αυστηρότερων ορίων της ΕΚΤ, ενώ η επιτευχθείσα κερδοφορία λειτουργεί πλέον ως μόνιμη πηγή ενίσχυσης των εποπτικών τους κεφαλαίων. Η ρευστότητα επίσης του ελληνικού τραπεζικού συστήματος παραμένει ισχυρή. Είναι εντυπωσιακό ότι οι καταθέσεις του ιδιωτικού τομέα το διάστημα Ιανουάριος 2021 έως και Μάϊο του 2022 αυξήθηκαν κατά 16,2 δισ. ευρώ ή 10,3% σε σχέση με το τέλος του 2020. Παράλληλα η χρηματοδότηση της Ελληνικής οικονομίας συνεχίστηκε το 2021, με τις καθαρές ροές χρηματοδότησης προς επιχειρήσεις να ανέρχονται σε 3,3 δισ. Ευρώ. Αυτή η τάση συνεχίστηκε και τους πρώτους πέντε μήνες του 2022 με το αντίστοιχο νούμερο να ανέρχεται σε 2,2 δισ. ευρώ ήδη. Η αύξηση χρηματοδότησης από το ελληνικό τραπεζικό σύστημα είναι μονόδρομος γιατί αυτή τη στιγμή τα εξυπηρετούμενα δάνεια ως ποσοστό του ΑΕΠ στην Ελλάδα βρίσκονται κοντά στο 60% ενώ πριν την κρίση ξεπερνούσε το 100% και ήδη σε παρόμοιες χώρες όπως η Πορτογαλία το ποσοστό αυτό ήδη βρίσκεται στο 110%.
Με τις εξελίξεις αυτές, οι ελληνικές τράπεζες γίνονται πλέον “good banks” και είναι έτοιμες να υλοποιήσουν τον αναπτυξιακό τους ρόλο. Όχι μόνο μέσω των δικών τους χρηματοδοτήσεων αλλά και μέσω του σημαντικού ρόλου που έχουν στην αποτελεσματική κατανομή των πόρων του Ταμείου Ανθεκτικότητας και Ανάκαμψης, όπου ο ρόλος των Τραπεζών στην αποτελεσματική κατανομή των κεφαλαίων αναμένεται να είναι καθοριστικός».