Μετά την πώληση της Chipita στον όμιλο Mondelez ο επιχειρηματίας κ. Σπύρος Θεοδωρόπουλος κάνει την επόμενη κίνησή του στον τομέα των τροφίμων: προχωρά στην απόκτηση του 43% της βορειοελλαδίτικης γαλακτοβιομηχανίας ΜΕΒΓΑΛ από τη Vivartia, μαζί με την οικογένεια Χατζάκου. Παράλληλα ο κ. Θεοδωρόπουλος διατηρεί μερίδιο και στην εταιρεία Νίκας.
Η εξαγορά αναμένεται να ανακοινωθεί επίσημα εντός των επόμενων ημερών, ενώ η ολοκλήρωσή της θα σημάνει και την έξοδο της Vivartia –την οποία πρόσφατα απέκτησε το επενδυτικό fund CVC Capital- από τη γαλακτοβιομηχανία. Με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται και ο στόχος να ενισχυθεί οικονομικά η Vivartia, η οποία αντιμετωπίζει αρκετές οικονομικές δυσκολίες, και πρόσφατα η Γενική Συνέλευση της εταιρείας ενέκρινε τη μείωση του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας κατά το ποσό των 194,7 εκατ. ευρώ, προκειμένου να καλυφθούν ζημιές παρελθουσών χρήσεων.
Σε ό,τι αφορά το deal για τη ΜΕΒΓΑΛ, σημειώνεται ότι η οικογένεια Χατζάκου διατηρεί, ήδη, το 43% της εταιρείας και ως εκ τούτου με απόκτηση επιπλέον 43% σε σύμπραξη με τον Σπ. Θεοδωρόπουλο οι δύο μέτοχοι θα έχουν τον πλήρη έλεγχο της εταιρείας. Σημειώνεται ότι το 43% θα κατανεμηθεί από μισό στις δύο πλευρές.
Η ΜΕΒΓΑΛ έκλεισε το 2020 με αύξηση του τζίρου της κατά 3%, ενώ το 2019, σύμφωνα τον ισολογισμό της, ο τζίρος είχε αυξηθεί 1,68% στα 113,667 εκατ. ευρώ.
Η εξαγορά του 43% της ΜΕΒΓΑΛ
Η γαλακτοβιομηχανία της Β. Ελλάδας εξαγοράστηκε το 2014 από τη ΔΕΛΤΑ, η οποία ανήκει στη Vivartia. Τον Απρίλιο του 2014 η ΔΕΛΤΑ απέκτησε από την οικογένεια Παπαδάκη – Χατζηθεοδώρου το 43% της ΜΕΒΓΑΛ έναντι 4,5 εκατ. ευρώ, ενώ το ποσό αυτό θα συμψηφιζόταν με εξόφληση υποχρέωσης της ΜΕΒΓΑΛ προς τη ΔΕΛΤΑ ύψους 3,8 εκατομμυρίων και την εξόφληση μετατρέψιμου ομολογιακού δανείου που αναμενόταν να χορηγηθεί από τις δανείστριες Τράπεζες προς την ΜΕΒΓΑΛ στα πλαίσια της χρηματοοικονομικής αναδιάρθρωσης της εταιρείας.
Η όλη υπόθεση είχε ξεκινήσει αρκετά χρόνια πριν, καθώς την 1η Σεπτεμβρίου 2010 είχε ανακοινωθεί η συμφωνία για την εξαγορά του 43% της ΜΕΒΓΑΛ από τη ΔΕΛΤΑ έναντι 57 εκατομμυρίων, ενώ την 14η Φεβρουαρίου 2011 η Επιτροπή Ανταγωνισμού αποφάσισε την έγκρισή της. Την 28η Σεπτεμβρίου 2012 είχε ανακοινωθεί ότι τα συμβαλλόμενα μέρη αποφάσισαν από κοινού να μην ολοκληρωθεί η συναλλαγή, η οποία όμως έγινε πραγματικότητα το 2014.