Στην καρδιά της Αθήνας, σε απόσταση αναπνοής από την Πλατεία Συντάγματος, στην Οδό Πανεπιστημίου, δεσπόζει ένα από τα επιβλητικότερα κτίρια της πόλης: το κεντρικό κατάστημα της Τράπεζας της Ελλάδος.
Πρόκειται για ένα από τα ελάχιστα κτίρια που καταλαμβάνει ένα ολόκληρο οικοδομικό τετράγωνο και θεωρείται μνημείο αρχιτεκτονικής της Ελλάδας του μεσοπολέμου. Το κτίριο εγκαινιάστηκε στις 4 Απριλίου 1938 με κεντρική είσοδο επί της οδού Πανεπιστημίου και ήταν τετραώροφο. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, επεκτάθηκε προς τις οδούς Ομήρου και Εδουάρδου Λω και αργότερα, τη δεκαετία του 1970, στην οδό Σταδίου καταλαμβάνοντας έτσι ολόκληρο το οικοδομικό τετράγωνο.
Το 1982 προστέθηκε και 5ος όροφος, ενώ από το από το 1989 το κτίριο χαρακτηρίστηκε ιστορικό διατηρητέο μνημείο.
Πηγή: Τράπεζα της Ελλάδος, Άποψη της παλαιάς Αίθουσας Συναλλαγών
Ακόμα πιο εντυπωσιακό είναι το εσωτερικό του κτιρίου θυμίζοντας περισσότερο μουσείο παρά τράπεζα. Η περιπλάνηση στις εκατοντάδες αίθουσες και τους ατελείωτους διαδρόμους αποτελεί μια μοναδική εμπειρία, μια χρονομηχανή που σε ταξιδεύει στην εποχή των δεκαετιών του ’50 και ‘60.
Δεν υπάρχει σημείο, όπου και να σταθείς, χωρίς κάτι να θαυμάσεις: πίνακες ζωγραφικής, γλυπτά, χαρακτικά, κεραμικά, νομίσματα, έπιπλα – αντίκες, τοιχογραφίες, υαλογραφήματα, ψηφιδωτές συνθέσεις και πολλά πολλά άλλα. Η συλλογή των έργων τέχνης καλύπτει ένα μεγάλο φάσμα της νεοελληνικής ζωγραφικής από τα μέσα του 19ου αιώνα έως τα μέσα του 20ού και περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, έργα των Κ. Βολανάκη, Ν. Λύτρα, Ν. Γύζη, Ι. Αλταμούρα, Ε. Δούκα, Οδ. Φωκά, Σπ. Βικάτου, Κ. Μαλέα, Ν. Φωτάκη.
Πηγή: Τράπεζα της Ελλάδος
Η ανέγερση του κτιρίου ξεκίνησε το 1933, μήνες μόνο μετά το οικονομικό αδιέξοδο του 1932 που υποχρέωσε την τότε κυβέρνηση του μεγάλου Ελευθερίου Βενιζέλου να προχωρήσει στην επ’ αόριστον αναστολή πληρωμής των δανειακών υποχρεώσεων της χώρας. Οι εργασίες ολοκληρώθηκαν πέντε χρόνια μετά και εγκαινιάστηκε τον Απρίλιο του 1938.
Τα μικρά «μυστικά» της Τράπεζας της Ελλάδος
Ο θεμέλιος λίθος του κεντρικού καταστήματος τοποθετήθηκε στις 20 Νοεμβρίου 1933, ενώ τα θεμέλια προικίστηκαν με έναν μικρό θησαυρό για καλοτυχία. Στα θεμέλια ο τότε διοικητής Εμμανουήλ Τσουδερός τοποθέτησε ένα κρυστάλλινο δοχείο με χρυσά και αργυρά νομίσματα από την αρχαιότητα μέχρι τους νεότερους χρόνους.
Πηγή: Τράπεζα της Ελλάδος
Πρώτο τοποθέτησε μέσα στο δοχείο ένα νόμισμα των Αθηνών με την κεφαλή της Αθηνάς, το σύμβολο της ΤτΕ και μαζί τοποθετήθηκαν νομίσματα από τους χρόνους του Μεγάλου Αλεξάνδρου, της Κρήτης με το έμβλημα του Μίνωα της Κνωσσού, της Σάμου, της Κορίνθου, της Χίου, της Λαρίσης, του κυβερνήτη Καποδίστρια κ.α. Τελευταίο τοποθετήθηκε στο δοχείο ένα πολύ ξεχωριστό «φυλαχτό»: ένα χρυσό βυζαντινό νόμισμα όπου εικονιζόταν ο Άγιος Κωνσταντίνος και η Αγία Ελένη, ακολουθώντας την παλιά παράδοση να προσφέρεται ένα τέτοιο νόμισμα – φυλαχτό στα νεογέννητα.
Με το ξέσπασμα του ελληνοϊταλικού πολέμου το 1940, στα υπόγεια της Τράπεζας της Ελλάδος δημιουργήθηκαν ειδικές κρύπτες, στις οποίες φυλάχθηκαν και σώθηκαν από τους Γερμανούς κατακτητές οι θησαυροί του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου.
Πηγή: Τράπεζα της Ελλάδος, Λεπτομέρεια από την παλαιά Αίθουσα Συναλλαγών
Βαθιά στα έγκατα του κτιρίου της ΤτΕ βρίσκεται επίσης καταφύγιο πολέμου, το οποίο χρησιμοποιήθηκε πολλές φορές κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Πρόκειται για μια μεγάλη χαμηλοτάβανη αίθουσα που δημιουργεί αισθήματα κατάνυξης και συγκίνησης: ειδικά οι επιγραφές στους τοίχους, που διατηρούνται και σήμερα, και με τις οποίες οι οποίες ζητείται να μην μιλά κανείς, ώστε να μην σπαταλάται το οξυγόνο.
Στο υπόγειο του κτιρίου δεσπόζει η αίθουσα με το κεντρικό θησαυροφυλάκιο της ΤτΕ, με τη θηριώδη θωρακισμένη θύρα βάρους 100 τόνων. Αν και πλέον οι χώροι φύλαξης των χαρτονομισμάτων βρίσκονται στις εγκαταστάσεις του Νομισματοκοπείου στο Χολαργό, εντούτοις οι άνθρωποι της ΤτΕ εξακολουθούν να αποφεύγουν να παράσχουν την παραμικρή πληροφορία για το θηριώδες θησαυροφυλάκιο του κεντρικού καταστήματος, ενώ η φωτογράφιση απαγορεύεται αυστηρά.
Πηγή: Τράπεζα της Ελλάδος: Διάδρομος 2ου ορόφου
Στους πάνω ορόφους, με τους ατελείωτους διαδρόμους και τις εκατοντάδες αίθουσες τα πάντα είναι εμποτισμένα από ιστορία: εδώ βρίσκονται οι αίθουσες όπου γίνονταν ομηρικές συζητήσεις με διαφωνίες για το μεταπολεμικό μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης της χώρας, όπου λήφθηκαν κρίσιμες αποφάσεις όπως η απελευθέρωση του τραπεζικού συστήματος και πραγματοποιήθηκε η προετοιμασία για την υιοθέτηση του ευρώ.
Πηγή: Τράπεζα της Ελλάδος, Αίθουσα συναντήσεων
Εδώ διαδραματίστηκαν πολλά από τα δραματικά επεισόδια της κρίσης του 2010 – 2015 με τις ατέλειωτες διαπραγματεύσεις με την τρόικα και τις συσκέψεις για την αντιμετώπιση της μεγάλης κρίσης, τις αγωνιώδεις συναντήσεις για την αντιμετώπιση της φυγής καταθέσεων, τις ανακεφαλαιοποιήσεις, τα «κόκκινα» δάνεια, τις συγχωνεύσεις τραπεζών κ.α.
Η ίδρυση της ΤτΕ
Η Τράπεζα της Ελλάδος, δημιουργήθηκε το 1927 σε μια ταραγμένη εποχή που χαρακτηρίζονταν από την υπερχρέωση του δημοσίου, τα μεγάλα ελλείμματα και τη νομισματική αστάθεια. Ανάλογη αστάθεια χαρακτήριζε και την πολιτική κατάσταση της χώρας.
Είχε προηγηθεί η Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 και η τραγωδία της προσφυγιάς. Το εξασθενημένο κράτος έπρεπε να αντιμετωπίσει, πέραν της κακής οικονομικής του κατάστασης, τις τεράστιες ανάγκες για την περίθαλψη, τη σίτιση, την αποκατάσταση και την αφομοίωση των προσφύγων, ενός πληθυσμού 1.250.000 ατόμων.
Ακολουθεί το 1925 η δικτατορία Θ. Πάγκαλου η οποία ανατράπηκε ένα χρόνο μετά. Υπό το βάρος μεγάλων οικονομικών προβλημάτων, η νέα κυβέρνηση του Γεωργίου Κονδύλη ξεκίνησε διαπραγματεύσεις με την Αγγλία για τη ρύθμιση των πολεμικών χρεών, που ήταν απαραίτητη προκειμένου να μπορέσει η κυβέρνηση να προσφύγει στην Κοινωνία των Εθνών (τον πρόδρομο του ΟΗΕ) για την λήψη νέου δανείου. Το δάνειο ήταν απαραίτητο για την αντιμετώπιση του προσφυγικού προβλήματος. Οι διαπραγματεύσεις ήταν σκληρές και επίπονες και, διαψεύδοντας τις προσδοκίες της νέας κυβέρνησης, καθόλου εύκολες. Οι Άγγλοι απαίτησαν την συνολική εξέταση της κατάστασης της χώρας και έθεσαν ως προϋποθέσεις για την χορήγηση του «προσφυγικού» δανείου την εξυγίανση του προϋπολογισμού, τη σταθεροποίηση του νομίσματος και την μεταρρύθμιση του τραπεζικού συστήματος.
Πηγή: Τράπεζα της Ελλάδος, Αίθουσα Γενικών Συνελεύσεων
Η κυβέρνηση προσπάθησε να αντισταθεί στον «εκβιασμό», όπως χαρακτηρίστηκαν οι απαιτήσεις των Άγγλων, υπογραμμίζοντας ότι η επιβολή ενός νέου διεθνούς οικονομικού ελέγχου θίγει τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας και κατά συνέπεια δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Η ηρωική αντίσταση αποδείχθηκε βραχύβια. Λίγους μήνες μετά, την άνοιξη του 1927, υπό την ασφυκτική πίεση της τραγικής οικονομικής κατάστασης, η κυβέρνηση αποφάσισε να «προσκαλέσει» τους εμπειρογνώμονες της Κοινωνίας των Εθνών για να εξετάσουν την ελληνική οικονομία. Στην πραγματικότητα απλά αποδέχθηκε τις απαιτήσεις των δανειστών. Έτσι η ελληνική οικονομία βρέθηκε (για άλλη μια φορά) υπό εποπτεία.
Μεταξύ άλλων, το υπόμνημα της Δημοσιονομικής Επιτροπής της Κοινωνίας των Εθνών υπογράμμιζε το ασυμβίβαστο η Εθνική Τράπεζα που αποτελούσε έναν από τους μεγαλύτερους δανειστές του Δημοσίου, να λειτουργεί ταυτόχρονα και ως εκδοτική τράπεζα. Για την αποκοπή του ομφάλιου λώρου μεταξύ κράτους και της τότε εκδοτικής τράπεζας αποφασίστηκε η δημιουργία μιας νέας τράπεζας που θα λειτουργούσε ως αμιγώς ως κεντρική εκδοτική τράπεζα και η οποία θα διατηρούσε σημαντικό βαθμό ανεξαρτησίας από την εκάστοτε κυβέρνηση.
Παρά τις έντονες αντιδράσεις τόσο της κυβέρνησης όσο και της διοίκησης της Εθνικής Τράπεζας, τελικά το εκδοτικό προνόμιο αφαιρέθηκε από την Εθνική.
Πηγή: Τράπεζα της Ελλάδος, Κεντρική είσοδος επί της οδού Πανεπιστημίου
Έτσι στις 15 Σεπτεμβρίου 1927 υπογράφηκε το Πρωτόκολλο της Γενεύης, με το οποίο η κυβέρνηση δεσμεύτηκε για σειρά ενεργειών και δράσεων με στόχο την δημοσιονομική, χρηματοπιστωτική και εν γένει οικονομική ανασυγκρότηση της χώρας. Σε ό,τι αφορά την τραπεζική μεταρρύθμιση το Πρωτόκολλο προέβλεπε την παραίτηση της Εθνικής Τράπεζας από το εκδοτικό προνόμιο και την δημιουργία της Τράπεζας της Ελλάδος ως κεντρικής εκδοτικής τράπεζας, που θα ήταν ανεξάρτητη από την επιρρόη της εκάστοτε κυβέρνησης.
Σύμφωνα με το Πρωτόκολλο (άρθρο IV):
- «Νέα και ανεξάρτητος τράπεζα, κληθησομένη Τράπεζα της Ελλάδος, θα ιδρυθή εν Ελλάδι το ταχύτερον και θα αρχίση λειτουργούσα το βραδύτερον εξ μήνας μετά την έκδοση του δανείου, συμφώνως προς το σχέδιον συμβάσεως μεταξύ της ελληνικής κυβερνήσεως και της Εθνικής Τράπεζης της Ελλάδος και το σχέδιον καταστατικού, τα προσαρτώμενα τω παρόντι».