Οι κινήσεις της αμερικανικής αναπτυξιακής τράπεζας DFC στην επιχειρηματική σκακιέρα, και δη στο κομμάτι των στρατηγικών επενδύσεων σε λιμένες και ναυπηγεία αλλά και στην αμυντική βιομηχανία, βρίσκονται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος. Ναυπηγεία Ελευσίνας, λιμένες Καβάλας και Αλεξανδρούπολης, εισαγωγές LNG είναι μόνο κάποια από τα project που έχουν ενταχθεί στο στρατηγικό σχεδιασμό της DFC για την παρουσία της στην Ελλάδα.
Τα βλέμματα πλέον είναι στραμμένα στις 2 Οκτωβρίου, οπότε θα γίνει η κατάθεση προσφορών για τα λιμάνια Αλεξανδρούπολης, Καβάλας και Ηγουμενίτσας. Σύμφωνα με πληροφορίες, ένα μόνο σχήμα θα εκπροσωπήσει το αμερικανικό ενδιαφέρον για την απόκτηση ελέγχου των λιμανιών Καβάλας και Αλεξανδρούπολης, υπό την ομπρέλα της Διεθνούς Επιχείρησης Οικονομικής Ανάπτυξης των ΗΠΑ (Development Finance Corporation – DFC).
Ειδικότερα, για την Αλεξανδρούπολη και την Καβάλα ενδιαφέρον από την αμερικανική πλευρά υπάρχει από ένα σχήμα με επικεφαλής το fund Black Summit Financial Group. Στην κοινοπραξία συμμετέχουν και άλλοι επενδυτές των ΗΠΑ, Έλληνες συμμετέχοντες και ένας ευρωπαϊκός λιμενικός φορέας με περιφερειακή εμπειρία.
Αν και εδώ και αρκετό καιρό στους ενδιαφερόμενους για τα δύο λιμάνια θεωρείτο βέβαιο ότι θα περιλαμβανόταν και η ONEX, τελευταίες πληροφορίες αναφέρουν πως η εταιρεία δεν θα εκδηλώσει ενδιαφέρον, καθώς εστιάζει στην πρώτη επένδυση που στήριξε στην Ελλάδα η DFC, δηλαδή τη διάσωση των Ναυπηγείων Ελευσίνας.
Το ενδιαφέρον για την Αλεξανδρούπολη, πέραν του στρατηγικού του χαρακτήρα σε αμυντικό επίπεδο, οφείλεται κυρίως στον ενεργειακό κλάδο, ωστόσο το λιμάνι διαθέτει ισχυρές προοπτικές και στην εμπορευματική δραστηριότητα, καθώς συνδέεται με την Εγνατία Οδό. Σημαντικές είναι και οι προοπτικές αξιοποίησης του λιμένα για την παράκαμψη του Βοσπόρου για την εμπορευματική μεταφορά μέσω συνδυασμένων μεταφορών.
Στα επενδυτικά σχήματα που βρίσκονται υπό διαμόρφωση αναμένεται να συμμετάσχουν και ελληνικοί όμιλοι με παρουσία στην περιοχή. Ειδικότερα, για το λιμάνι της Αλεξανδρούπολης, πληροφορίες θέλουν να εκδηλώνει ενδιαφέρον ο όμιλος Κοπελούζου, λόγω του πλωτού σταθμού υποδοχής, προσωρινής αποθήκευσης και αεριοποίησης Υγροποιημένου Φυσικού Αερίου (LNG) που θα εγκατασταθεί 17,6 χλμ. νοτιοδυτικά του λιμένα της Αλεξανδρούπολης. Στους ενδιαφερόμενους αναφέρονται επίσης οι Δημήτρης Μελισσανίδης και Ιβάν Σαββίδης.
Πάντως, η DFC φαίνεται ότι ήρθε για να μείνει στην Ελλάδα, καθώς εκτός των Ναυπηγείων της Ελευσίνας, επένδυση που έχει ήδη δρομολογηθεί, και των λιμένων της Αλεξανδρούπολης και της Καβάλας, η DFC συζητά με την ελληνική κυβέρνηση έργα σχετικά με ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, την ηλεκτροδότηση και τις εισαγωγές LNG, για τα δείχνει μεγάλο ενδιαφέρον και το αμερικανικό Κογκρέσο.
Όσον αφορά στα Ναυπηγεία Ελευσίνας, η DFC πραγματοποιεί ήδη οικονομικό και νομικό έλεγχο προκειμένου να προσδιορίσει τους όρους χρηματοδότησης που θα προσφέρει στην ΟΝΕΧ. Ο έλεγχος αναμένεται να ολοκληρωθεί εντός του Οκτωβρίου, ώστε εντός του έτους να κατατεθεί αίτηση επικύρωσης συμφωνίας εξυγίανσης με τους πιστωτές στο αρμόδιο δικαστήριο.
Η ONEX σχεδιάζει πρόγραμμα εξυγίανσης στα πρότυπα του Νεωρίου Σύρου και επενδύσεις που θα ανέλθουν στα 400 εκατ. ευρώ, για την επόμενη δεκαπενταετία με αμερικανική χρηματοδότηση. Η στρατηγική της αναμένεται να εστιάσει στην αμυντική βιομηχανία, καθώς στην Ελευσίνα θα μπορούν να κατασκευάζονται και να επισκευάζονται πολεμικά πλοία, όμως υπάρχουν σχέδια για να επεκτείνουν τα Ναυπηγεία τη δραστηριότητά τους και στην παροχή υπηρεσιών σε πλοία της εμπορικής ναυτιλίας, ανάμεσά τους και πλοία όπως μεταφοράς φυσικού αερίου LNG. Το ναυπηγείο διαθέτει τρεις δεξαμενές και στόχος είναι η δημιουργία μιας ακόμα νέας δεξαμενής έως 250.000 τόνους, που θα μπορεί να φιλοξενεί μεγάλα πλοία και να προσελκύσει μεγάλα έργα.
Σημειώνεται ότι η ONEX έχει ήδη αναπτύξει επαφές με κορυφαία αμερικανική εταιρεία για τη ναυπήγηση πολεμικών πλοίων στα Ναυπηγεία Ελευσίνας, σχέδιο το οποίο αν ευοδωθεί αναμένεται να δημιουργήσει 1.000 νέες θέσεις εργασίας, επιπλέον των 1.500-2.000 θέσεων που προβλέπονται σε βάθος χρόνου 18 έως 24 μηνών από την έναρξη λειτουργίας των ναυπηγείων, όπως προέβλεπε το αρχικό σχέδιο.