Τα χέρια τους τρίβουν οι εφοπλιστές που δραστηριοποιούνται στην αγορά των VLCCs, δηλαδή της μεγαλύτερης κλάσης δεξαμενόπλοιων μεταφοράς αργού πετρελαίου, μεταξύ των οποίων και ηχηρά ονόματα του εγχώριου ναυτιλιακού γίγνεσθαι.
Η πρόσφατη επίθεση στις εγκαταστάσεις της Saudi Aramco στην Σαουδική Αραβία που προκάλεσε εκτεταμένη ζημία, έχει οδηγήσει σε μια πρωτοφανή αύξηση των προσφερόμενων ναύλων για μεγάλα δεξαμενόπλοια, τα οποία διαθέτουν μεταφορική ικανότητα μεγαλύτερη των 300.000 βαρελιών έκαστο.
Σύμφωνα με αναφορές ναυλομεσιτών, την τρέχουσα εβδομάδα, οι ναύλοι στην σποτ αγορά (δηλαδή για πλοία που είναι άμεσα διαθέσιμα για έναν συγκεκριμένο προορισμό), έχουν εκτοξευτεί κατά 43,3% σε σχέση με την περίοδο πριν τις 14 Σεπτεμβρίου, όταν κι έγινε η επίθεση. Συγκεκριμένα, από τα 30.000 δολάρια ημερησίως, το κόστος της ναύλωσης ενός τέτοιου πλοίου για ένα ταξίδι βρίσκεται σήμερα σε επίπεδο άνω των 43.000 δολαρίων.
Το ίδιο συμβαίνει και στις χρονοναυλώσεις που γίνονται για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα (όταν δηλαδή ο ναυλωτής μπορεί να χρησιμοποιήσει το πλοίο για περίοδο κάποιων μηνών, ή ακόμα και για χρόνια), με το μέσο ναύλο να ανέρχεται πλέον σε 38.600 ημερησίως, αυξημένο κατά 36,3% σε σχέση με τα 28.300 δολάρια μέχρι πριν από λίγες ημέρες (στοιχεία του Baltic Exchange). Πρόκειται για το υψηλότερο επίπεδο που καταγράφεται από τον προηγούμενο Μάρτιο.
Έλλειψη μεγάλων τάνκερ
Όπως τονίζουν παράγοντες της αγοράς, η μεγάλη αυτή άνοδος οφείλεται στην έλλειψη πλοίων VLCCs σε σχέση με την ζήτηση, καθώς η επίθεση στη Saudi Aramco, έχει υποχρεώσει τους εισαγωγείς από χώρες της Ασίας, όπως π.χ. την Κίνα, την Νότιο Κορέα και την Ιαπωνία, να αναζητήσουν εναλλακτικές οδούς προμήθειας πετρελαίου, όπως τις ΗΠΑ, την Ρωσία και άλλες χώρες του Αραβικού Κόλπου, με το Κουβέιτ και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.
Επιπλέον έλλειψη πλοίων έχει προκληθεί και εξαιτίας του γεγονότος ότι περίπου 25 VLCCs βρίσκονται αυτήν την περίοδο εκτός αγοράς, καθώς εκτελούνται εργασίες για την τοποθέτηση συστημάτων καθαρισμού των εκπεμπόμενων ρύπων (scrubbers), στο πλαίσιο της επικείμενης αλλαγής στον τομέα των ναυτιλιακών καυσίμων, από τις αρχές του 2020. Με βάση τον νέο κανονισμό του Παγκόσμιου Ναυτιλιακού Οργανισμού, όλα τα πλοία θα πρέπει εφεξής να χρησιμοποιούν φιλικότερα προς το περιβάλλον καύσιμα, με περιεκτικότητα θείου μόλις 0,5% (από 3,5%). Εναλλακτικά, παρέχεται η δυνατότητα εγκατάστασης αυτών των συστημάτων καθαρισμού.
Πάντως, η σημερινή εικόνα δεν προβλέπεται να διατηρηθεί για μεγάλο διάστημα, καθώς σύμφωνα με χθεσινές ενημερώσεις από την Saudi Aramco, η διαδικασία αποκατάστασης των ζημιών εξελίσσεται καλύτερα από το αναμενόμενο, κάτι που σημαίνει ότι μέχρι το πρώτο δεκαήμερο του Οκτωβρίου, η κατάσταση θα έχει ομαλοποιηθεί. Εφόσον μάλιστα επιβεβαιωθεί το εν λόγω σενάριο, οι πλοιοκτήτες θα βγουν διπλά κερδισμένοι, καθώς όχι μόνο θα έχουν καταγράψει σημαντικά κέρδη βραχυπρόθεσμα, αλλά θα αποφύγουν και την σημαντική πτώση των ναύλων, που ήταν η προβλεπόμενη εξέλιξη μεσοπρόθεσμα.
Ειδικότερα, σύμφωνα με πρόσφατη ανάλυση του εξειδικευμένου οίκου Drewry Maritime Research, αν η αγορά πετρελαίου συνεχίσει να παρουσιάζει ελλείψεις για διάστημα μεγαλύτερο του ενός μήνα, θα υπάρξει έλλειμμα ζήτησης για φορτία πετρελαίου, καθώς οι χώρες θα υποχρεωθούν να απελευθερώσουν μέρος των αποθηκευμένων αποθεμάτων τους για να καλύψουν την εγχώρια ζήτηση. Δηλαδή, αντί να ναυλώνουν πλοία, θα καλύψουν την ζήτηση εκ των ενόντων, μέχρις ότου αποκατασταθεί η προσφορά πετρελαίου στη διεθνή αγορά. Σε μια τέτοια περίπτωση, η Drewry εκτιμούσε ότι περίπου 50 VLCCs δεν θα έβρισκαν φορτία για κάποιο διάστημα, με αποτέλεσμα να υποχωρήσουν και οι ναύλοι.