Την πίεση που δέχεται το παγκόσμιο εμπόριο ένδυσης/κλωστοϋφαντουργίας αναδεικνύουν τα στοιχεία εισαγωγών ενδυμάτων στην ευρωπαϊκή αγορά από τρίτες χώρες, την χρονιά που πέρασε. Η ζήτηση σε πραγματικούς όρους ήταν πολύ ασθενής, συνέπεια των πληθωριστικών πιέσεων, οι οποίες είχαν καθολική επίδραση στην κατανάλωση, ειδικά στην Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία εξωτερικού εμπορίου του Ευρωπαϊκού Συνδέσμου Ένδυσης (Εuratex), η δυσχερής εικόνα για την κατανάλωση εντός των χωρών της ΕΕ φαίνεται από την απότομη μείωση των εισαγωγών ενδυμάτων στην κοινοτική αγορά, κατά 16% την χρονιά που πέρασε, με την αξία τους να περιορίζεται σε 83 δισ ευρώ από 99 δισ ευρώ το 2022. Αντίστοιχη αρνητική μεταβολή καταγράφηκε και στον όγκο των εισαγόμενων ενδυμάτων, σε 3,9 εκατομμύρια τόνους από 4,6 εκατομμύρια τόνους το προηγούμενο έτος. Σημειώνεται ότι και στην χώρα μας τα στοιχεία συνηγορούν στην ίδια τάση, με το πρώτο τρίμηνο του 2024 να ακολουθεί το μοτίβο της περσινής χρονιάς, και τις εισαγωγές στην ένδυση να υποχωρούν κατά 7,4% και στην κλωστοϋφαντουργία κατά 12% σε σχέση με πέρσι. Πτωτικά επίσης κινήθηκαν και οι ελληνικές εξαγωγές ενδυμάτων, υποχωρώντας κατά 15,9% από την αρχή του έτους, συνέπεια της πτώσης της κατανάλωσης πανευρωπαϊκά.
Σύμφωνα με την Εuratex, οι τρεις σημαντικότεροι προμηθευτές ενδυμάτων της ΕΕ σημείωσαν ανεπανάληπτη πτώση την χρονιά που πέρασε, με τις ευρωπαϊκές εισαγωγές από την Κίνα να περιορίζονται κατά 21%, από το Μπανγκλαντές κατά 22% και από την Τουρκία κατά 14%. Ειδικά δε για το Μπανγκλαντές, το 2023 ήταν η πρώτη χρονιά που καταγράφηκε μείωση εισαγωγών, μετά από συνεχή εκρηκτική άνοδο από το 2008, στοιχείο που αναδεικνύει ανάγλυφα το πρόβλημα κατανάλωσης στην γηραιά ήπειρο. Πρόκειται δε για μία χώρα-κλειδί για την παραγωγή ρούχων μεγάλων ευρωπαϊκών -και όχι μόνο- retailers, η οποία έχει αποσπάσει σημαντικά μερίδια αγοράς από την Κίνα σε αυτόν τον τομέα τα τελευταία χρόνια. Παρεμφερής ήταν η εικόνα και των ευρωπαϊκών εισαγωγών ειδών κλωστοϋφαντουργίας, με την αξία τους να μειώνεται κατά 19,4% και τον όγκο τους κατά 10,7% την χρονιά που πέρασε, με τις απόλυτες τιμές τους να προσδιορίζονται σε 32 δισ ευρώ και 7 εκατομμύρια τόνους αντιστοίχως. Η Κίνα κατέγραψε την μεγαλύτερη κάμψη μεταξύ των προμηθευτών της ΕΕ, με τις εισαγωγές να μειώνονται κατά 27% συγκριτικά με το 2022, ενώ ακολουθούν η Τουρκία με κάμψη 19,3% και το Πακιστάν με αρνητική μεταβολή κατά 19,2%.
Αξίζει να σημειωθεί ότι πτωτική πορεία ακολούθησαν επίσης οι εισαγωγές ρούχων και υποδημάτων από την Βρετανία, για διαφορετικούς ωστόσο λόγους. Ανεξάρτητες έρευνες εκτιμούν ότι η αξία των διαφυγόντων εσόδων για τα βρετανικά brands ανέρχεται σε 5,9 δισ στερλίνες, συνολικά από την στιγμή εξόδου της χώρας από την ΕΕ, κυρίως εξαιτίας της αύξησης της περιπλοκότητας των σχετικών διαδικασιών για τις βρετανικές εταιρείες αλλά και τα αυξημένα κόστη σε logistics. Είναι ενδεικτικό εξάλλου ότι η αξία των βρετανικών εξαγωγών ενδυμάτων κι υποδημάτων προς την Ευρώπη ανερχόταν σε 7,4 δισ στερλίνες το 2019, για να κατρακυλήσει σε 2,7 δισ το 2023.
Η κάμψη της ζήτησης για ρούχα και κατά συνέπεια της κατανάλωσης διεθνώς διαφαίνεται και από τα στοιχεία των ευρωπαϊκών εξαγωγών ενδυμάτων. Η αξία τους μειώθηκε κατά 3,4% το 2023, αγγίζοντας τα 37 δισ ευρώ, ενώ ο όγκος τους συρρικνώθηκε κατά 28,7% συγκριτικά με το 2022, αντιστοιχώντας σε 476.000 τόνους το 2023 από 667.000 τόνους το προηγούμενο έτος. Μεταξύ των μεγαλύτερων πελατών των ευρωπαϊκών εταιρειών ενδυμάτων, οι Ηνωμένες Πολιτείες παρουσίασαν την μεγαλύτερη κάμψη εισαγωγών, σε ποσοστό 7,9%, ενώ ακολούθησαν η Ελβετία με -7,6% και η Βρετανία με -4,8%.
Ανάλογη είναι η εικόνα και στην κλωστοϋφαντουργία, με τις ευρωπαϊκές εξαγωγές συνολικά να μειώνονται κατά 4,2% την χρονιά που πέρασε, αντιστοιχώντας σε αξία σε 27,2 δισ ευρώ, ενώ ο όγκος τους συρρικνώθηκε κατά 8,2%, στα 4,6 εκατομμύρια τόνους. Την μεγαλύτερη μείωσε κατέγραψαν οι εξαγωγές προς την Τουρκία, κατά 11%, ενώ ακολούθησε η αμερικανική αγορά, με κάμψη 7,6% και η Βρετανία με -6,3%.