Νέο μεγάλο «ψαλίδισμα» των δαπανών προσωπικού από τις ελληνικές τράπεζες τα επόμενα χρόνια περιμένουν οι αναλυτές, με συνέχιση της «αιμορραγίας» θέσεων εργασίας τουλάχιστον έως τα τέλη του 2022, ενώ την ατμόσφαιρα στον ευρωπαϊκό τραπεζικό κλάδο βάρυνε χθες το γιγαντιαίο πρόγραμμα αναδιάρθρωσης του κορυφαίου ομίλου, HSBC, το οποίο θα εξαλείψει, τα επόμενα χρόνια, 35.000 θέσεις εργασίας.
Ειδικότερα, παρότι στην περίοδο της κρίσης χάθηκε το 40% των θέσεων εργασίας στις τράπεζες και έκλεισαν περισσότερα από τα μισά καταστήματα, μειώνοντας το κόστος λειτουργίας των ελληνικών τραπεζών χαμηλότερα από το μέσο όρο των τραπεζών της ευρωζώνης, οι τραπεζικές διοίκησης θα συνεχίσουν τις περικοπές δαπανών μισθοδοσίας, μέσω της μείωσης του προσωπικού και τα επόμενα χρόνια, σε μια αγωνιώδη προσπάθεια να βελτιώσουν την κερδοφορία.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις της JP Morgan, από το τέλος του 2019, ως το τέλος του 2022, σε μια περίοδο δηλαδή όπου θα προχωρά με γρήγορους ρυθμούς και η προσπάθεια εξυγίανσης των χαρτοφυλακίων, οι τέσσερις συστημικές τράπεζες θα μειώσουν συνολικά τη δαπάνη μισθοδοσίας σχεδόν κατά 170 εκατ. ευρώ (169 εκατ. ευρώ, για την ακρίβεια). Η συνολική δαπάνη μισθοδοσίας των τεσσάρων τραπεζών εκτιμάται ότι θα υποχωρήσει από τα 1,875 δισ. ευρώ το 2019, στα 1,706 δισ. ευρώ το 2022.
Τη μεγαλύτερη μείωση εκτιμάται ότι θα επιτύχει η Τράπεζα Πειραιώς, με το κόστος μισθοδοσίας να υποχωρεί από 473 σε 391 εκατ. ευρώ, ή σε ποσοστό 17,3%. Όπως σχολιάζει η JP Morgan, για την Τρ. Πειραιώς το κυριότερο αντίβαρο στην πίεση που θα δεχθούν τα καθαρά έσοδα από τόκους θα είναι ο εξορθολογισμός του δικτύου και του απασχολούμενου προσωπικού.
Διψήφιο ποσοστό μείωσης (-11,2%) αναμένεται και στις δαπάνες μισθοδοσίας της Εθνικής Τράπεζας (από 514 σε 456 εκατ. ευρώ, μεταξύ 2019 και 2022). Μικρότερες θα είναι οι μειώσεις στην Eurobank (κατά 3%, σε 464 εκατ. ευρώ) και στην Alpha Bank (κατά 3,9%, στα 395 εκατ. ευρώ).
Το μεγάλο ερώτημα για τους τραπεζοϋπαλλήλους αυτή την περίοδο είναι αν η συνέχεια των προγραμμάτων μείωσης προσωπικού και κλεισίματος καταστημάτων θα γίνει μέσα από προγράμματα εθελούσιας αποχώρησης με σχετικά ικανοποιητικούς όρους για τους αποχωρούντες, ή αν θα σκληρύνουν τη στάση τους οι διοικήσεις, περιορίζοντας τις παροχές των επόμενων προγραμμάτων, όπως είχε προειδοποιήσει πρόσφατα, με επιστολή του στο προσωπικό, ο διευθύνων σύμβουλος της Εθνικής, Παύλος Μυλωνάς.
Η απασχόληση στον τραπεζικό κλάδο ήταν ένα μεγάλο θύμα στα χρόνια της κρίσης, καθώς χάθηκαν περισσότερες από 26.000 θέσεις εργασίας μεταξύ 2009 και 2018, με το συνολικό αριθμό των απασχολούμενων να μειώνεται από τους 64.600 σε 38.500 (Δεκέμβριος 2018). Ήδη, μετά και τις αποχωρήσεις του 2019, η απασχόληση στον κλάδο εκτιμάται ότι έχει μειωθεί σε περίπου 35.000 άτομα.
Βαριές απώλειες θέσεων στην Ευρώπη
Οι εξελίξεις είναι εξίσου δυσμενείς και στο ευρύτερο ευρωπαϊκό περιβάλλον. Ευρωπαϊκές τράπεζες έχουν ήδη περικόψει 60.000 θέσεις εργασίας φέτος, όπως σημείωνε τον Δεκέμβριο δημοσίευμα των “Financial Times”. Όλοι αναγνωρίζουν, σύμφωνα με την εφημερίδα, ότι με τις περικοπές δεν κατακτάς τη δόξα, αλλά τα κορυφαία στελέχη των ευρωπαϊκών τραπεζικών ομίλων έχουν μείνει με ελάχιστες εναλλακτικές λύσεις για να βελτιώσουν τη διαχρονικά ασθενή κερδοφορία τους, πλην της περικοπής δεκάδων χιλιάδων θέσεων εργασίας.
Μετά τη μεγάλη «αιμορραγία» απασχόλησης του 2019, και το νέο έτος άρχισε με βαριές απώλειες. Η μεγαλύτερη σε ενεργητικό τράπεζα της Ευρώπης, η HSBC, ανακοίνωσε ένα από τα μεγαλύτερα προγράμματα αναδιάρθρωσης που έχει εφαρμοσθεί ποτέ σε μεγάλη τράπεζα εδώ και πάνω από δέκα χρόνια, όπως σημειώνει το Reuters. Το πρόγραμμα θα εξαλείψει 35.000 θέσεις εργασίας ως το τέλος του 2022, δηλαδή θα χαθεί μόνο από την HSBC περίπου ο ίδιος αριθμός θέσεων εργασίας που έχουν απομείνει σήμερα σε όλες τις συστημικές τράπεζες της Ελλάδας. Αυτές οι θέσεις εργασίας, πάντως, θα χαθούν μέσα από τη μη ανανέωση προσωπικού που θα αποχωρεί, χωρίς να γίνουν απολύσεις.
Ενδεικτικό της έκτασης των περικοπών είναι ότι η HSBC θα κλείσει το ένα τρίτο των καταστημάτων της στις ΗΠΑ, αλλάζοντας εντελώς το επιχειρηματικό της μοντέλο, καθώς στο εξής θα απευθύνεται μόνο σε διεθνείς πελάτες και στους πλέον εύπορους. Επίσης, εξοικονόμηση θα προκύψει από την ενοποίηση των τμημάτων διαχείρισης περιουσίας και private banking και από τη συρρίκνωση των χρηματιστηριακών δραστηριοτήτων στην Ευρώπη.