«Η αγορά έδειξε εμπιστοσύνη στη χώρα, στην οικονομία, στο τραπεζικό σύστημα, με την σημαντική υπερκάλυψη της διάθεση του 22% των μετοχών της Εθνικής από το ΤΧΣ», τόνισε ο διευθύνων σύμβουλος της Εθνικής Τράπεζας κ. Π. Μυλωνάς, μιλώντας στην τελετή έναρξης της σημερινής συνεδρίασης του Χρηματιστηρίου Αθηνών και συμπλήρωσε: «Η σοβαρή προεργασία και τα δυνατά μεγέθη της τράπεζας οδήγησαν στην επίτευξη του εγχειρήματος. Συνεχίζουμε τη δουλειά και θα είμαστε ξανά σύντομα εδώ», αναφερόμενος προφανώς στη διάθεση και των υπολοίπων μετοχών της Εθνικής Τράπεζας που κατέχει το ΤΧΣ. Επίσης επεσήμανε ότι οι επενδυτές δεν αγόρασαν μετοχές της Εθνικής με σκοπό το κέρδος, αλλά επενδύουν στην πολύ καλή δουλειά που έχει γίνει στην τράπεζα.
Από την πλευρά του ο διευθύνων σύμβουλος του Ομίλου Χρηματιστηρίου Αθηνών κ. Γ. Κοντόπουλος επεσήμανε ότι αποτελεί σταθμό για την ελληνική κεφαλαιαγορά η επιτυχής διάθεση των μετοχών της Εθνικής Τράπεζας και σημείωσε ότι οι αιτήσεις των Ελλήνων ιδιωτών επενδυτών στη δημόσια προσφορά της Εθνικής, προσέγγισαν τις 7.500. Από αυτές οι 765 αποτελούν νέες μερίδες που άνοιξαν για την εγγραφή στο placement της Εθνικής και οι 315 αφορούν στην ενεργοποίηση αδρανών κωδικών.
Υπενθυμίζεται ότι την προηγούμενη εβδομάδα ολοκληρώθηκε με επιτυχία η διάθεση πακέτου μετοχών του ΤΧΣ σε επενδυτές.
Χαρακτηριστικό του μεγάλου ενδιαφέροντος των επενδυτών είναι ότι το διεθνές βιβλίο της Εθνικής καλύφθηκε 9,5 φορές, προσελκύοντας κορυφαίους θεσμικούς επενδυτές, κυρίως από το Ηνωμένο Βασίλειο (47%) και τις ΗΠΑ (35%), χαρτοφυλάκια με συνολικά υπό διαχείριση κεφάλαια άνω των 30 τρισ. ευρώ. Σύμφωνα με πηγές του ΤΧΣ, οι θεσμικοί που απόκτησαν μετοχές της ΕΤΕ είναι εξαιρετικής ποιότητας με το 64% από αυτούς να είναι μακροπρόθεσμοι επενδυτές ενώ το 27% είναι θεσμικά επενδυτικά κεφάλαια.
Μεταξύ των θεσμικών που συμμετείχαν στο placement της Εθνικής συγκαταλέγονται βαριά ονόματα της επενδυτικής κοινότητας όπως BalckRock, Fidelity, Allianz, Capital, Norges, Robeco, Wellington, GIC κ.α.
Συνολικά το placement υπερκαλύφθηκε κατά 8,04 φορές καθώς υποβλήθηκαν αιτήσεις ύψους 8,5 δισ. ευρώ έναντι 1 δισ. που ζητούνταν.