ΓΔ: 0 0.00% Τζίρος: 0.00 εκ. € Τελ. ενημέρωση: 09:43:47 DATA
ING GROEP
Φωτο: Shutterstock

Έκθεση ING: Οι τρεις μεγαλύτεροι κίνδυνοι για την παγκόσμια οικονομία

Τα χρέη των 7,6 τρισ. δολ. του κινεζικού τομέα real estate, η ενδεχόμενη διακοπή των επενδύσεων της ΕΚΤ σε κρατικά ομόλογα και ο τομέα των εμπορικών ακινήτων στις ΗΠΑ προκαλούν παγκόσμια ανησυχία.

Η αγορά ακινήτων της Κίνας, η αυστηρή νομισματική πολιτική από την ΕΚΤ και τα προβλήματα στην αγορά εμπορικών ακινήτων των ΗΠΑ που μπορούν να οδηγήσουν σε νέα αναταραχή και στις περιφερειακές τράπεζες αποτελούν τους βασικούς παράγοντες που ενδέχεται να πλήξουν την πορεία της παγκόσμιας οικονομίας, όπως αναφέρει σε έκθεσή της η ING. 

Οι αναλυτές της τράπεζας ξεκαθαρίζουν ότι τα προβλήματα του κινεζικού τομέα real estate δεν είναι δυνατόν να λυθούν εύκολα και ως εκ τούτου συγκαταλέγονται μεταξύ αυτών που θα συνεχίσουν να βαραίνουν τόσο την κινεζική όσο και την παγκόσμια οικονομία για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, αν και σημειώνουν ότι ο κίνδυνος συστημικής κρίσης δεν είναι υψηλός.

Βασικό ζήτημα είναι η έλλειψη διαφάνειας και το περίπλοκο σύστημα χρηματοδότησης που έχουν προκαλέσει φόβους ότι τα προβλήματα των εταιρειών ανάπτυξης ακινήτων της Κίνας και η διάχυση στα χρηματοδοτικά οχήματα της τοπικής αυτοδιοίκησης (LGFV) θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε τραπεζικές χρεοκοπίες. 

Τα LGFVs αναπτύχθηκαν λόγω των περιορισμών στην αύξηση των φορολογικών εσόδων των τοπικών κυβερνήσεων και αποτέλεσαν έναν τρόπο για τις τοπικές κυβερνήσεις να ενισχύσουν τις δαπάνες για υποδομές και να αναζωογονήσουν την τοπική οικονομία. Οι τοπικές κυβερνήσεις είναι συνήθως οι μοναδικοί ή κυρίαρχοι μέτοχοι του LGFV, το οποίο εκδίδει χρέος που μπορεί να αγοραστεί από τράπεζες και άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα για να πληρώσει για αυτά τα έργα - π.χ. κοινωνική στέγαση ή δρόμους και γέφυρες.

Οι αποδόσεις αυτών των έργων υποδομής συχνά δεν επαρκούν για να καλύψουν το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους και την αποπληρωμή των δανείων, και έτσι οι πωλήσεις γης από τις τοπικές κυβερνήσεις σε εταιρείες ανάπτυξης ακινήτων παραδοσιακά καλύπτουν το έλλειμμα.

Η διαδικασία αυτή έχει οδηγήσει σε σημαντική συσσώρευση χρέους LGFV και, με τη σειρά της, στην έκθεση των τραπεζών σε τέτοιο χρέος. Η κλίμακα του χρέους LGFV ανέρχεται σήμερα σε περίπου 55 τρισεκατομμύρια γουάν (7,6 τρισ. δολ.), σύμφωνα με εκτιμήσεις της PIMCO. Οι τράπεζες διαχειρίζονται περίπου το 60% αυτού του χρέους, το οποίο αντιπροσωπεύει περίπου το 15% των συνολικών δανείων. Οι μικρότερες περιφερειακές τράπεζες είναι οι πιο εκτεθειμένες.

Είναι σαφές ότι τα προβλήματα του τομέα των ακινήτων επηρεάζουν αρνητικά αυτόν τον κύκλο χρηματοδότησης, αυξάνοντας τον κίνδυνο αθέτησης χρέους των LGFV. Ωστόσο, αν και δεν μπορούν να αποκλειστούν μεμονωμένες χρεοκοπίες - και κάποιες έχουν ήδη συμβεί - εκτιμάται ότι οι κίνδυνοι μιας συστημικής τραπεζικής κρίσης είναι χαμηλοί. Τόσο η κεντρική κυβέρνηση όσο και η Λαϊκή Τράπεζα της Κίνας (PBoC) έχουν δεσμευτεί να αποτρέψουν μια συστημική κρίση.

Το εργαλείο δράσης για τις τοπικές κυβερνήσεις που έχουν αντιμετωπίσει δυσκολίες με το χρέος LGFV μέχρι στιγμής είναι η αναδιάρθρωση του χρέους. Αυτό φυσικά θα συμπιέσει τις αποδόσεις που ανέμεναν οι τράπεζες από την έκθεσή τους σε αυτόν τον τομέα και θα μειώσει την κερδοφορία τους. Ως αποτέλεσμα, ορισμένες τράπεζες ενδέχεται να χρειαστεί να αυξήσουν τα κεφάλαιά τους για να αντισταθμίσουν τυχόν απώλειες.

Εν τω μεταξύ, η κυβέρνηση διατηρεί τον τομέα της ανάπτυξης ακινήτων στη ζωή μέσω στοχευμένων μέτρων βοήθειας. Αυτά εφαρμόζονται παράλληλα με σημαντικές βελτιώσεις από την πλευρά της προσφοράς, προκειμένου να βοηθηθεί η λειτουργία της αγοράς ακινήτων γενικότερα και να επιτραπεί στις τοπικές κυβερνήσεις να εκδίδουν άλλα «ειδικά» ομόλογα για την πληρωμή των εκκρεμών υποχρεώσεων φθηνότερα από το χρέος του LGFV. Κατά συνέπεια, ενώ η αγορά ακινήτων δεν ευδοκιμεί σχεδόν καθόλου, η μαζική αποτυχία έχει σε μεγάλο βαθμό αποφευχθεί. Εταιρείες όπως η Evergrande απορροφώνται ή διαλύονται αθόρυβα, αντί να αφεθούν να αποτύχουν θεαματικά με τις παράπλευρες απώλειες που αυτό θα συνεπαγόταν.

Ως αποτέλεσμα, οι δυσκολίες χρηματοδότησης είναι πιθανό να εξαπλωθούν σε πολλά χρόνια - αυτό περιορίζει τον κίνδυνο μιας συστημικής κρίσης, αλλά υποδηλώνει ότι μια παρατεταμένη περίοδος προσαρμογής και ενδεχομένως περιορισμένης πιστωτικής επέκτασης καθώς και ασθενέστερης οικονομικής ανάπτυξης φαίνεται πιθανή.

Η ποσοτική «σύσφιξη» από την ΕΚΤ

Στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) φαίνεται να ενισχύεται η άποψη ότι, προκειμένου να τεθεί ο πληθωρισμός υπό περαιτέρω έλεγχο, οι αυξήσεις των επιτοκίων ενδέχεται να μην είναι επαρκείς. Στην πραγματικότητα, ο κίνδυνος επιδείνωσης της τρέχουσας στασιμότητας στην ευρωζώνη με πρόσθετες αυξήσεις των επιτοκίων είναι υψηλός. 

Σε περιόδους με ανεστραμμένες καμπύλες αποδόσεων, το ενδιαφέρον της ΕΚΤ είναι πιθανό να στραφεί και πάλι σε εργαλεία που δεν αφορούν τα επιτόκια. Με βάση τα επίσημα σχόλια μετά τη συνεδρίαση της ΕΚΤ του Σεπτεμβρίου, έχει γίνει πιο πιθανή μια νωρίτερη λήξη των επανεπενδύσεων στο πλαίσιο του Προγράμματος Αγορών Έκτακτης Ανάγκης για Πανδημία (PEPP) έως στο τέλος του 2024.

Ο κίνδυνος που συνδέεται με ένα πρόωρο τέλος των επανεπενδύσεων του PEPP οδηγεί σε επιστροφή των φόβων για τη βιωσιμότητα του χρέους στην ευρωζώνη, ιδιαίτερα σε μία περίοδο που καταγράφονται ξεκάθαρες ενδείξεις δημοσιονομικής ανισορροπίας σε αρκετές οικονομίες. 

Η νομισματική ένωση είναι σαφώς πιο σταθερή και καλύτερα προετοιμασμένη από ό,τι το 2010 για να αντιμετωπίσει μια νέα κρίση δημόσιου χρέους. Ωστόσο, όσο ο πληθωρισμός παραμένει πάνω από τον στόχο, η ΕΚΤ δεν θα είναι σε θέση να επιτελέσει τον ρόλο του άνευ όρων δανειστή «έσχατης ανάγκης». Αντ' αυτού, αν χρειαστεί, η ΕΚΤ θα είναι σε θέση να προσφέρει μόνο το μέσο προστασίας της μετάδοσης. Καμία κρίση δεν επαναλαμβάνεται ποτέ πανομοιότυπα, αλλά μια πρόωρη απεμπλοκή των επανεπενδύσεων του PEPP έχει ξεκάθαρα τη δύναμη να επαναφέρει τις εντάσεις βιωσιμότητας του χρέους.

Εμπορικά ακίνητα στις ΗΠΑ

Η πληθώρα των κινδύνων για την αμερικανική οικονομία αναδεικνύεται από το ευρύ φάσμα των απόψεων σχετικά με το πού θα καταλήξει το επιτόκιο της Fed το 2024. Από τη θετική πλευρά, διαπιστώνεται ότι η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ και ορισμένες ακόμη κεντρικές τράπεζες βλέπουν ελάχιστα περιθώρια για οποιαδήποτε χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής το 2024. 

Μια σφιχτή αγορά εργασίας σε συνδυασμό με τον Αμερικανό καταναλωτή που έχει δείξει, μέχρι στιγμής, μικρή διάθεση να επιβραδύνει τον ρυθμό των δαπανών θα μπορούσε να διατηρήσει τον πληθωρισμό υψηλότερα για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, ιδίως εάν τα συνδικάτα συνεχίσουν να αποσπούν μισθολογικές συμφωνίες που τον τροφοδοτούν. 

Στο άλλο άκρο του φάσματος, υπάρχουν ορισμένοι αναλυτές που αναμένουν μείωση των επιτοκίων μέσα στο επόμενο έτος. Εδώ, η αίσθηση είναι ότι, μετά την πιο ταχεία και επιθετική σειρά αυξήσεων των επιτοκίων εδώ και σαράντα χρόνια και τη ραγδαία αυστηροποίηση των πιστωτικών προτύπων των τραπεζών, κάτι τελικά θα «σπάσει». 

Την ίδια ώρα οι καθυστερήσεις πληρωμών στις πιστωτικές κάρτες και τα δάνεια αυτοκινήτων αυξάνονται ραγδαία, αλλά οι περισσότερες ανησυχίες επικεντρώνονται στον τομέα των εμπορικών ακινήτων. Με περίπου 1,8 τρισεκατομμύρια δολάρια χρέους εμπορικών ακινήτων που πρέπει να αναχρηματοδοτηθούν τους επόμενους 18 μήνες, σε μια εποχή που η πληρότητα των γραφείων και τα επαγγελματικά ταξίδια παραμένουν μειωμένα σε σχέση με τα προ της πανδημίας επίπεδα, υπάρχει η αίσθηση ότι αρκετοί ιδιοκτήτες μάλλον είναι περισσότερο πρόθυμοι να… δώσουν τα κλειδιά στις τράπεζες. 

Η ανακαίνιση και το υψηλότερο κόστος δανεισμού μπορεί να σημαίνουν ότι απλώς δεν αξίζει τον κόπο να κρατήσουν το ακίνητο, και με τις αποτιμήσεις να δέχονται σημαντικές πιέσεις, αυτό θα μπορούσε να επηρεάσει τον ισολογισμό των τραπεζών. Δεδομένου ότι οι μικρές και περιφερειακές τράπεζες, οι οποίες αντιπροσωπεύουν περίπου το 70% των δανείων σε εμπορικά ακίνητα, εξακολουθούν να παραμένουν υπό πίεση, μια τέτοια κατάσταση θα μπορούσε να δει την εμπιστοσύνη να επιδεινώνεται με μεγαλύτερη φυγή καταθέσεων, δημιουργώντας έτσι αστάθεια στο χρηματοπιστωτικό σύστημα.

Οι όροι δανεισμού θα αυστηροποιούνταν σε ολόκληρη την οικονομία, απειλώντας να πνίξει τη ροή πιστώσεων προς ευρείες περιοχές της οικονομίας. Η Fed θα αντιδρούσε αναπόφευκτα με μειώσεις των επιτοκίων, οι οποίες πιθανότατα θα αποτιμούνταν γρήγορα από τις χρηματοπιστωτικές αγορές.

Google news logo Ακολουθήστε το Business Daily στο Google news

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

China, Kina
ΔΙΕΘΝΗ

Χάνει τη λάμψη του το θαύμα της Κίνας και το Πεκίνο... μοιράζει χρήμα

Πακτωλός κεφαλαίων από την κυβέρνηση και την κεντρική τράπεζα για να υποστηριχθούν κρίσιμοι τομείς. Δεν θεραπεύεται το βασικό πρόβλημα της χαμηλής κατανάλωσης των νοικοκυριών. Ποιο είναι το «σύνδρομο ΕΣΣΔ».
ΔΙΕΘΝΗ

Προς ήπια ύφεση η Ευρωπαϊκή Ένωση, πολύ αργή ανάπτυξη στις ΗΠΑ το 2024

Ο πληθωρισμός θα υποχωρήσει γενικά κοντά στον στόχο των κεντρικών τραπεζών μέχρι τα μέσα του επόμενου έτους, εκτιμά η Capital Economics, ενώ η Fed θα γίνει η πρώτη τράπεζα που θα μειώσει τα επιτόκια.
ΔΙΕΘΝΗ

Δισεκατομμυριούχοι μπαίνουν στην πολιτική με υπερσυντηρητική ατζέντα

Μελέτη από καθηγητές του Πανεπιστημίου Northwestern δείχνει ότι το 11% των super rich έχουν θέσει υποψηφιότητα σε εκλογές ή έχουν γίνει πολιτικοί και, κατά κανόνα, ακολουθούν υπερσυντηρητική πολιτική γραμμή.
INDIA
ΔΙΕΘΝΗ

Πώς η Ινδία διεκδικεί μια θέση ανάμεσα στις ισχυρότερες οικονομίες

Με ρυθμό ανάπτυξης που αγγίζει το 8% και τον μεγαλύτερο πληθυσμό της υφηλίου, η ινδική οικονομία έχει δυναμική να απειλήσει την Κίνα. Χρειάζεται, όμως, λιγότερο προστατευτισμό και ιδιωτικοποιήσεις.
Real Estate, Akinita, Kina, China
ΔΙΕΘΝΗ

«Βαθαίνει» η κρίση στην κινεζική αγορά ακινήτων, με συνεχή πτώση τιμών

Οι αναλυτές αλλά και οι ιδιωτικές εταιρείες αγοραπωλησίας ακινήτων αμφισβητούν έντονα τα επίσημα στοιχεία του Πεκίνου, υποστηρίζοντας ότι οι τιμές νέων κατοικιών έχουν υποχωρήσει 15% από τα υψηλά επίπεδα του 2021.