Σε μια ιστορική απόφαση για χιλιάδες δανειολήπτες σε όλη την Ευρώπη, προχώρησε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο δικαιώνοντας δανειολήπτες από την Πολωνία που είχαν ενυπόθηκα δάνεια σε ελβετικό φράγκο και οι οποίοι έχουν πετύχει ήδη ακύρωση των δανειακών συμβάσεων, έχουν πάρει πίσω τα υπερβολικά ποσά που πλήρωσαν στις τράπεζες και έχουν πλέον το δικαίωμα να διεκδικήσουν πρόσθετες αποζημιώσεις.
Η Πολωνία είναι μια από τις χώρες της Ευρώπης, περιλαμβανομένης και της Ελλάδας, όπου τα προηγούμενα χρόνια δεκάδες χιλιάδες δανειολήπτες είχαν λάβει στεγαστικά σε ελβετικό φράγκο, όταν τα επιτόκια ήταν χαμηλά και όταν η ισοτιμία με το ευρώ και άλλα εθνικά νομίσματα ήταν πολύ πιο ευνοϊκή. Αργότερα, όμως, κλήθηκαν να τα αποπληρώνουν καταβάλλοντας πολύ μεγαλύτερες δόσεις από ό,τι αναμενόταν, μετά την εκτίναξη του ελβετικού φράγκου έναντι του ζλότι και μετά τις αυξήσεις των επιτοκίων στην Ελβετία.
Στην Ελλάδα, από το 2006 έως το 2009 χορηγήθηκαν από τα πιστωτικά ιδρύματα σε 85.000 οικογένειες στεγαστικά δάνεια σε ελβετικό φράγκο. Η ευνοϊκή απόφαση δεν επηρεάζει τους Έλληνες δανειολήπτες, καθώς αφορά περιπτώσεις όπου έχουν ακυρωθεί δανειακές συμβάσεις από τα δικαστήρια, ενώ στην Ελλάδα την ισχύ των συμβάσεων επικύρωσε απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, την ισχύ της οποίας επικύρωσε αργότερα και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.
Όπως αναφέρει η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, «σε περίπτωση ακυρώσεως συμβάσεως ενυπόθηκου δανείου η οποία περιέχει καταχρηστικές ρήτρες, το δίκαιο της Ενωσης δεν αντιτίθεται σε αίτημα των καταναλωτών για την καταβολή αποζημίωσης από την τράπεζα, επιπλέον της επιστροφής των ποσών των μηναίων δόσεων που κατέβαλαν. Αντιθέτως, το δίκαιο της Ενωσης αντιτίθεται στην προβολή από την τράπεζα ανάλογων αξιώσεων σε βάρος των καταναλωτών».
Το ιστορικό της υπόθεσης στην Πολωνία
Το 2008 ένας καταναλωτής και η σύζυγός του συνήψαν σύμβαση ενυπόθηκου δανείου με την Bank M. Το δάνειο ήταν συνδεδεμένο με το ελβετικό φράγκο (CHF) και οι μηνιαίες δόσεις ήταν καταβλητέες σε πολωνικά ζλότι (PLN) κατόπιν μετατροπής βάσει της τιμής πώλησης του ελβετικού φράγκου σύμφωνα με τον πίνακα συναλλαγματικών ισοτιμιών της Bank M. κατά την ημερομηνία καταβολής κάθε μηνιαίας δόσης.
Εκτιμώντας ότι οι ρήτρες μετατροπής που καθορίζουν τη συναλλαγματική ισοτιμία είναι καταχρηστικές και ότι η σύμβαση αυτή η οποία τις περιέχει καθίσταται άκυρη στο σύνολό της, ο καταναλωτής άσκησε αγωγή κατά της Bank M. ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου Βαρσοβίας. Ζητεί την καταβολή χρηματικού ποσού το οποίο αντιστοιχεί στο ήμισυ του κέρδους που αποκόμισε η Bank M., κατά τη διάρκεια ορισμένης χρονικής περιόδου, χρησιμοποιώντας τα ποσά των μηνιαίων δόσεων του δανείου που είχαν καταβληθεί σε εκτέλεση της σύμβασης.
Προς στήριξη της αγωγής του, ο καταναλωτής προβάλλει ότι η Bank M. εισέπραξε τα ποσά αυτά χωρίς νόμιμη αιτία.
Το πολωνικό δικαστήριο ερωτά το Δικαστήριο αν η οδηγία που αφορά τις καταχρηστικές ρήτρες καθώς και οι αρχές της αποτελεσματικότητας, της ασφάλειας δικαίου και της αναλογικότητας παρέχουν στους συμβαλλομένους, στην περίπτωση σύμβασης ενυπόθηκου δανείου που ακυρώνεται διότι δεν μπορεί να εξακολουθήσει να υφίσταται χωρίς τις καταχρηστικές ρήτρες, το δικαίωμα να ζητήσουν αποζημίωση επιπλέον της επιστροφής των ποσών που έχουν καταβληθεί βάσει της συμβάσεως αυτής και της καταβολής νόμιμων τόκων υπερημερίας από την ημερομηνία όχλησης.