Διόλου ευοίωνες είναι για τη μακροοικονομική εικόνα των ΗΠΑ στα επόμενα χρόνια, οι εκτιμήσεις του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κογκρέσου (CBO), οι οποίες βασίζονται σε μία σειρά σεναρίων για την οικονομία, όπως αναφέρει σε ανάλυσή του το Ινστιτούτο Brookings.
Οι κορυφαίου οικονομολόγοι του Ινστιτούτου Alan Auerbach και William Gale, σημειώνουν ότι η «βασική ιστορία» δεν έχει αλλάξει σε σύγκριση με τα προηγούμενα χρόνια. Όλα δείχνουν ότι θα συνεχιστεί η ήπια πορεία των εσόδων, ενώ θα είναι αυξημένες οι δαπάνες τα προγράμματα της δημόσιας υγείας και της ασφάλισης, με συνεχή πρωτογενή δημοσιονομικά ελλείμματα.
Παράλληλα αυξάνεται το κόστος εξυπηρέτησης των τόκων του χρέους, ενώ το ίδιο το χρέος θα φθάσει σε νέα επίπεδα – ρεκόρ, δημιουργώντας ένα ασφυκτικό δημοσιονομικό περιβάλλον για την αμερικανική οικονομία, η οποία, βέβαια, διαθέτει αρκετές «διεξόδους».
Βάσει του τρέχοντος προϋπολογισμού το CBO εκτιμά ότι την επόμενη 10ετία το πρωτογενές έλλειμμα θα διαμορφωθεί, κατά μέσο όρο, στο 3% του ΑΕΠ, οι πληρωμές τόκων θα φθάσουν στο 3,6% του ΑΕΠ (από 2,4% που είναι σήμερα), επίπεδο που αποτελεί ρεκόρ. Το συνολικό έλλειμμα θα αγγίξει το 7% έως το τέλος της 10ετίας, ενώ το χρέος από το 98% του ΑΕΠ που είναι σήμερα θα εκτοξευθεί στο 118% του ΑΕΠ το 2033, ένα ακόμη ιστορικό υψηλό.
Για τις επόμενες δύο δεκαετίες, οι προβλεπόμενες τάσεις που καταγράφονται είναι ακόμη πιο δυσοίωνες. Τα πρωτογενή ελλείμματα αυξάνονται περαιτέρω, καθώς οι δαπάνες για την κοινωνική ασφάλιση και τα προγράμματα που σχετίζονται με την υγεία συνεχίζουν να ενισχύονται ταχύτερα από το ΑΕΠ και η αύξηση των εσόδων παραμένει αναιμική. Το μέσο ονομαστικό επιτόκιο του δημόσιου χρέους αυξάνεται για να ξεπεράσει τον ονομαστικό ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης μέχρι το 2046, ενεργοποιώντας την πιθανότητα εκρηκτικής δυναμικής του χρέους.
Μέχρι το 2053, σε σχέση με το ΑΕΠ, οι ετήσιες καθαρές πληρωμές τόκων υπερβαίνουν το 7%, το ενοποιημένο έλλειμμα υπερβαίνει το 11% και το δημόσιο χρέος ανέρχεται στο 195%. Όλα αυτά τα μεγέθη θα είναι υψηλά όλων των εποχών (εκτός από τα ελλείμματα κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και τα δύο πρώτα χρόνια της πανδημίας COVID-19) και θα συνεχίσουν να αυξάνονται μετά το 2053.
Τα δημοσιονομικά αποτελέσματα θα ήταν ακόμη χειρότερα σύμφωνα με τις προβολές «τρέχουσας πολιτικής» που ενσωματώνουν πιο ρεαλιστικές επιλογές πολιτικής από αυτές που απαιτούν οι βασικοί υπολογισμοί. Αν επιτραπούν μικρές προσαρμογές στις δαπάνες ώστε να διατηρηθούν οι τρέχουσες κατά κεφαλήν υπηρεσίες και αν μονιμοποιηθούν οι προσωρινές φορολογικές διατάξεις -όπως αυτές του νόμου περί περικοπής φόρων και απασχόλησης του 2017-, ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ θα οδηγούσε στο 240% έως το 2053.
Οι υπολογισμοί του δημοσιονομικού κενού υποδεικνύουν το μέγεθος των αλλαγών που απαιτούνται για την επίτευξη ενός μελλοντικού δημοσιονομικού στόχου. Για παράδειγμα, ξεκινώντας από το βασικό πλαίσιο του ισχύοντος προϋπολογισμού, οι δύο οικονομολόγοι εκτιμούν ότι για να διατηρηθεί ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ στο σημερινό του επίπεδο (98%) το 2053 θα απαιτούσε έναν συνδυασμό μόνιμων περικοπών δαπανών ή αυξήσεων φόρων που θα αντιστοιχούσαν στο 3,14% του ΑΕΠ, εάν εφαρμοζόταν από το 2024.
Αυτό αντιπροσωπεύει περίπου 824 δισεκατομμύρια δολάρια στη σημερινή οικονομία, ή περίπου 33% των σημερινών εσόδων από φόρους εισοδήματος, 17% αύξηση όλων των σημερινών φορολογικών εσόδων, 15% μείωση των σημερινών μη επιτοκιακών δαπανών, ή 25% μείωση των σημερινών μη επιτοκιακών δαπανών εκτός της κοινωνικής ασφάλισης και της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης. Η καθυστέρηση της εφαρμογής των δράσεων θα αύξανε το μέγεθος της απαιτούμενης παρέμβασης.
Οι δημοσιονομικές προοπτικές έχουν αλλάξει κάπως κατά το προηγούμενο έτος. Η πρόσφατη νομοθεσία, οι υψηλότερες προβλεπόμενες αμυντικές δαπάνες και τα υψηλότερα προβλεπόμενα επιτόκια έχουν αυξήσει το σωρευτικό δεκαετές έλλειμμα κατά περίπου 3,1 τρισεκατομμύρια δολάρια έως το 2032, με τους τόκους να αντιπροσωπεύουν περίπου το ήμισυ αυτής της διαφοράς. Ο προβλεπόμενος για το 2052 λόγος χρέους προς ΑΕΠ αυξήθηκε από 185% σε περίπου 190%.