Η ανάσχεση της πτωτικής τάσης του πληθωρισμού στην Ευρωζώνη τον Φεβρουάριο και η ταχύτερη αύξηση των τιμών τoυ πυρήνα του παγιώνουν την αίσθηση στις αγορές χρήματος ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα συνεχίσει να αυξάνει τα επιτόκια τους επόμενους μήνες και θα τα διατηρήσει σε υψηλά επίπεδα για σημαντικό χρονικό διάστημα.
Σύμφωνα με τα προκαταρκτικά στοιχεία που ανακοίνωσε η Eurostat την Πέμπτη, ο γενικός δείκτης τιμών καταναλωτή αυξήθηκε 8,5% τον Φεβρουάριο σε ετήσια βάση έναντι αύξησης 8,6% τον Ιανουάριο, ενώ στην Ελλάδα επιβραδύνθηκε στο 6,5% έναντι 7,3%, αντίστοιχα. Η μεταβολή στην Ευρωζώνη είναι οριακή και ενδεχομένως να μην υπάρχει καν όταν βγουν τα τελικά στοιχεία στα μέσα Μαρτίου (τον Ιανουάριο τα προκαταρκτικά στοιχεία έδειχναν τον γενικό δείκτη να αυξάνεται 8,5% για να αναθεωρηθούν στη συνέχεια στο 8,6%).
Αυτό που προβληματίζει επίσης είναι ότι ο δομικός πληθωρισμός, που δεν περιλαμβάνει τις ευμετάβλητες τιμές της ενέργειας και των νωπών τροφίμων, αυξήθηκε στο επίπεδο - ρεκόρ του 7,4% από 7,1% τον Ιανουάριο. Στην εξέλιξη αυτή συνέβαλαν οι τιμές των επεξεργασμένων τροφίμων, αλκοόλ και καπνός, που σημείωσαν άνοδο 15,5% έναντι 15% τον Ιανουάριο καθώς και οι τιμές των μη ενεργειακών βιομηχανικών προϊόντων και των υπηρεσιών που αυξήθηκαν 6,8% και 4,8% από 6,7% και 4,4% τον Ιανουάριο.
Αντίστοιχα, ένας άλλος δείκτης του δομικού πληθωρισμού - που δεν περιλαμβάνει τις τιμές της ενέργειας, των τροφίμων (νωπών και επεξεργασμένων), του αλκοόλ και του καπνού - αυξήθηκε στο 5,6% από 5,3%. Η ΕΚΤ συνεδριάζει τη μεθεπόμενη Πέμπτη, 16 Μαρτίου, οπότε και αναμένεται να αυξήσει τα βασικά επιτόκιά της κατά μισή ποσοστιαία μονάδα, όπως είχε προαναγγελθεί στην τελευταία συνεδρίασή της στις αρχές Φεβρουαρίου. Το επιτόκιο καταθέσεων, το οποίο έχει αυξηθεί ήδη κατά 3 ποσοστιαίες μονάδες από τον περασμένο Ιούλιο, θα φθάσει επομένως στο 3%.
Μετά τον Μάρτιο, οι αυξήσεις των επιτοκίων θα συνεχισθούν, όπως είχε επίσης προαναγγελθεί στην τελευταία συνεδρίαση της ΕΚΤ και επιβεβαίωσε η επικεφαλής της, Κριστίν Λαγκάρντ, σε δηλώσεις που έκανε τις προηγούμενες ημέρες. Το βήμα των επόμενων αυξήσεων, αν δηλαδή θα είναι της τάξης της μισής ποσοστιαίας μονάδας ή χαμηλότερο, όπως και η συνολική έκτασή τους θα εξαρτηθεί από τα στοιχεία για τον πληθωρισμό τους επόμενους μήνες και από τις προβλέψεις της κεντρικής τράπεζας για την πορεία του μεσοπρόθεσμα.
Ο επικεφαλής οικονομολόγος της ΕΚΤ, Φίλιπ Λέιν, επεσήμανε ότι προϋπόθεση για να τερματισθούν οι αυξήσεις επιτοκίων είναι να μειωθεί ο τρέχων πληθωρισμός και οι προβλέψεις να δείχνουν ότι θα μειωθεί κάτω από το 2% το 2025. Ο ίδιος σημείωσε ότι όταν το επιτόκιο φθάσει στο υψηλότερο επίπεδο, θα διατηρηθεί σε αυτό για αρκετά τρίμηνα, πριν αρχίσει να μειώνεται.
Τα στοιχεία για τον πληθωρισμό τον Φεβρουάριο, ο οποίος μάλιστα ήταν αυξημένος σε μεγάλες χώρες - όπως η Γερμανία, η Γαλλία και η Ισπανία - έχουν οδηγήσει σε ανοδική αναθεώρηση τις προσδοκίες των επενδυτών για το που θα φθάσουν τα τελικά επιτόκια, με τις αγορές χρήματος να προεξοφλούν ότι το επιτόκιο καταθέσεων θα ανέλθει στο 4%, δηλαδή θα αυξηθεί συνολικά ακόμη μία ποσοστιαία μονάδα μετά τον Μάρτιο.
Η συζήτηση στο διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ για τις επόμενες κινήσεις της αναμένεται να είναι έντονη. Το ένα στρατόπεδο, αυτό των λεγόμενων «γερακιών», θέλει περισσότερες αυξήσεις επιτοκίων, προβάλλοντας ιδιαίτερα το επιχείρημα του υψηλού δομικού πληθωρισμού. Το άλλο στρατόπεδο, των «περιστεριών», θέλει μεγαλύτερη συγκράτηση στις αυξήσεις των επιτοκίων, τονίζοντας τους κινδύνους που θα υπάρξουν για την οικονομία από μία υπερβολικά αυστηρή πολιτική.
Οι εκπρόσωποι του δεύτερου στρατοπέδου είναι πιο αισιόδοξοι για την πορεία του πληθωρισμού. Ο Φίλιπ Λέιν σημείωσε πρόσφατα ότι υπάρχουν σημαντικές ενδείξεις, με βάση πρόδρομους δείκτες, ότι ο πληθωρισμός αναμένεται να μειωθεί σημαντικά όχι μόνο στην ενέργεια, όπου έχει αποκλιμακωθεί τους τελευταίους μήνες (η αύξηση τον Φεβρουάριο σε ετήσια βάση ήταν 13,7% από 18,9% τον Ιανουάριο), αλλά και στα τρόφιμα και γενικότερα στα προϊόντα.
Ως παράγοντες που θα οδηγήσουν στην αποκλιμάκωση του πληθωρισμού ο Λέιν ανέφερε τις χαμηλότερες τιμές πετρελαίου και φυσικού αερίου, τη βελτίωση της κατάστασης στις εφοδιαστικές αλυσίδες μετά και το άνοιγμα της κινεζικής οικονομίας, τα δημοσιονομικά μέτρα στήριξης των κυβερνήσεων και τις αυξήσεις των επιτοκίων της ΕΚΤ.