Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία αποτέλεσε την αρχή για την έναρξη ενός οικονομικού πολέμου της Δύσης ενάντια στη Μόσχα, με κύριο στόχο να πλήξει την ανάπτυξη και να αφαιρέσει από τον Βλαντιμίρ Πούτιν πολύτιμους πόρους που θα τον βοηθούσαν να χρηματοδοτήσει τον πόλεμο.
Οι κυρώσεις ενάντια στη Μόσχα ήταν πρωτόγνωρες, με τη δέσμευση του 60% των συναλλαγματικών αποθεμάτων της κεντρικής τράπεζας, το πάγωμα εισαγωγών μίας σειράς ρωσικών προϊόντων από τις ΗΠΑ, την απόσυρση από τη ρωσική αγορά των κορυφαίων δυτικών εταιρειών, να είναι ορισμένες εξ αυτών.
Σε πρώτη φάση οι κυρώσεις αυτές έμοιαζαν να έχουν συντριπτικό αποτέλεσμα. Το ρούβλι βούλιαξε, ενώ το Χρηματιστήριο της Μόσχας παρέμεινε κλειστό για μεγάλο χρονικό διάστημα ώστε να αποφευχθεί ένα εκτεταμένο και καταστροφικό sell off. Όμως, όπως τονίζει σε ανάλυσή του ο Economist, η ρωσική οικονομία έχει δεχθεί, μεν, ισχυρό πλήγμα αλλά συνεχίζει να αντέχει, εξαιτίας, ίσως και του γεγονότος ότι η Ευρώπη ακόμη και εάν το ήθελε δεν μπορεί να παγώσει τις εισαγωγές ενέργειας από τη Μόσχα αλλά και αυτές που αφορούν ορισμένα ακόμη ιδιαίτερα απαραίτητα προϊόντα.
Μετά τη βουτιά το ρούβλι έχει αρχίσει να ανακάμπτει και επανήλθε στα επίπεδα που βρισκόταν πριν τον πόλεμο, ενώ το ρωσικό Χρηματιστήριο ακολουθεί ανάλογη πορεία, έστω και με βαριά περιοριστικά μέτρα στις συναλλαγές, σε μία απόδειξη ότι η ρωσική οικονομία έχει ακόμη περιθώρια αντίδρασης, αν και η καλή πορεία τόσο για το νόμισμα όσο και για τις ρωσικές μετοχές έχει, σε μεγάλο βαθμό, στηριχθεί από την κεντρική τράπεζα και το ίδιο το Κρεμλίνο.
Ο Economist επισημαίνει ότι η σταθεροποίηση της ρωσικής αγοράς οφείλεται και σε μία σειρά παρεμβάσεων, ενίοτε και μη ορθόδοξων, από την Κεντρική Τράπεζα της Ρωσίας. Η πρώτη κίνηση ήταν μία κάτι παραπάνω από γενναία αύξηση επιτοκίων στο 20% από 9,5%, ενώ αποφασίστηκε ότι οι εξαγωγείς πρέπει να μετατρέπουν το 80% των εσόδων τους σε συνάλλαγμα σε ρούβλια. Επιπρόσθετα, για να προστατευθούν οι μετοχές έχει εφαρμοστεί απαγόρευση των «ανοικτών πωλήσεων» έως τα τέλη Απριλίου και δεν επιτρέπονται συναλλαγές σε ξένους επενδυτές.
Η πραγματική οικονομία έχει, όντως, δεχθεί μεγάλο πλήγμα, με τον πληθωρισμό να εκτιμάται ότι ενισχύθηκε κατά 5% τις πρώτες εβδομάδες του Μαρτίου και τις τιμές αρκετών προϊόντων να έχουν ακολουθήσει ισχυρή άνοδο. Υπάρχουν, όμως, και κάποια προϊόντα των οποίων οι τιμές είμαι σχεδόν σταθερές, όπως για παράδειγμα η βότκα, ενώ η τιμή της βενζίνης δεν έχει μεταβληθεί.
Σύμφωνα, δε, με ορισμένα στοιχεία που συλλέγονται από το Διαδίκτυο και χρησιμοποιούνται από τον ΟΟΣΑ, το ρωσικό ΑΕΠ στα τέλη Μαρτίου ήταν 5% υψηλότερο σε ετήσια βάση. Άλλα δεδομένα «σε πραγματικό χρόνο» που συγκεντρώθηκαν από τον Economist, όπως η κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας και οι σιδηροδρομικές φορτώσεις εμπορευμάτων, δείχνουν μια εικόνα ανθεκτικότητας της ρωσικής οικονομίας.
Η είσοδος της οικονομίας σε ύφεση είναι δεδομένη, αλλά το πόσο «βαριά» θα είναι αυτή δεν μπορεί ακόμη να εκτιμηθεί με βεβαιότητα. Οι περισσότεροι οικονομολόγοι εκτιμούν, κατά μέσο όρο, ότι η συρρίκνωση του ΑΕΠ θα κυμανθεί από 10% έως 15%. Ο Economist εκτιμά ότι το βάθος της ύφεσης θα εξαρτηθεί από τρεις βασικούς παράγοντες:
- Κατά πόσο οι καταναλωτές θα αρχίσουν να ανησυχούν σοβαρά για την οικονομία και ως εκ τούτου θα προχωρήσουν σε μείωση των δαπανών τους, κάτι που συνέβη το 2014 όταν η Ρωσία εισέβαλε στην Κριμαία.
- Ποιο θα είναι το πραγματικό πλήγμα στην παραγωγή από τις κυρώσεις, με δεδομένο και το γεγονός ότι οι ρωσικές εταιρείες δεν έχουν πρόσβαση στις αγορές της Δύσης, με τους τομείς αερομεταφορών και αυτοκινητοβιομηχανίας να θεωρούνται οι πλέον ευάλωτοι.
- Ο τρίτος και πιο σημαντικός παράγοντας σχετίζεται με τις εξαγωγές ορυκτών καυσίμων της Ρωσίας. Παρά τις κυρώσεις, η Ρωσία εξακολουθεί να πουλά περίπου 10 δισεκατομμύρια δολάρια πετρέλαιο το μήνα σε ξένους αγοραστές, που ισοδυναμεί με το ένα τέταρτο των προπολεμικών εξαγωγών της. Τα έσοδα από την πώληση φυσικού αερίου και άλλων προϊόντων πετρελαίου εξακολουθούν να εισρέουν στην οικονομία. Αυτό παρέχει μια πολύτιμη πηγή συναλλάγματος, με το οποίο η Μόσχα μπορεί να αγοράσει ορισμένα καταναλωτικά αγαθά και ανταλλακτικά από ουδέτερες ή φιλικές χώρες.
Ο παράγοντας πληθωρισμός
Ο μεγαλύτερος κίνδυνος για τη ρωσική οικονομία, όπως άλλωστε και για την παγκόσμια τους τελευταίους μήνες, δεν είναι άλλος από τον πληθωρισμό, ο οποίος οδηγεί σε εκτίναξη τις τιμές βασικών προϊόντων και παράλληλα «ροκανίζει» το διαθέσιμο εισόδημα των καταναλωτών.
Ένα στοιχείο που μπορεί να δείξει πώς ακριβώς κινείται στη ρωσική περίπτωση είναι, όπως σημειώνει το Bloomberg, η πορεία των τιμών για το παραδοσιακό ρωσικό φαγητό, borscht.
Τα περισσότερα από τα συστατικά που απαιτούνται για την παρασκευή της αγαπημένης σούπας τόσο των Ρώσων όσο και αρκετών πολιτών της Ανατολικής Ευρώπης, έχουν εμφανίσει διψήφιες αυξήσεις σε διάστημα μίας εβδομάδας. Η τιμή για το κρεμμύδι έχει ενισχυθεί 18%, ενώ για το λάχανο κατά περίπου 16%, με αποτέλεσμα οι κάτοικοι κάποιων περιοχών να πρέπει να ξοδέψουν κατά 40% περισσότερα χρήματα προκειμένου να απολαύσουν τη σούπα που προτιμούν οι οικονομικά ασθενέστεροι.
Ο πληθωρισμός για ένα πιάτο borscht
Την ίδια ώρα οι λιανοπωλητές αντιμετωπίζουν έλλειμμα λαχανικών, συμπεριλαμβανομένων λάχανων και καρότων, σύμφωνα με την εφημερίδα Kommersant, καθώς η Ρωσία εξαντλεί τα αποθέματα από την εγχώρια συγκομιδή του περασμένου έτους, ενώ δεν υπάρχει ακόμη πρόσβαση σε εισαγωγές. Το ρωσικό υπουργείο Γεωργίας προσπάθησε να καθησυχάσει τους Ρώσους ότι δεν θα υπάρξουν ελλείψεις λαχανικών, υποστηρίζοντας ότι οι υψηλότερες τιμές οφείλονται σε εποχικούς παράγοντες και όχι στον πόλεμο και υποσχόμενο ότι η νέα παραγωγή που θα διοχετευθεί το επόμενο διάστημα στις αγορές θα σταθεροποιήσει την όλη κατάσταση.
Πάντως αναλυτές που συμμετείχαν σε έρευνα του Bloomberg εκτιμούν ότι ο πληθωρισμός μπορεί να φθάσει κατά μέσο όρο φέτος το 20%, δηλαδή στο υψηλότερο επίπεδο για περισσότερα από 20 χρόνια.