«Σε σύγκριση με παλαιότερες παραλλαγές, οι λοιμώξεις από την Όμικρον φαίνεται λιγότερο πιθανό να οδηγήσουν σε σοβαρή κλινική έκβαση που απαιτεί νοσηλεία ή εισαγωγή στη ΜΕΘ». Αυτό επισημαίνει η ανάλυση του Ευρωπαϊκού Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Νόσων (ECDC) που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα.
Το ECDC τονίζει ότι «αν και το τρέχον συνολικό ποσοστό κοινοποιήσεων 14 ημερών στην ΕΕ/ΕΟΧ είναι 2.621 κρούσματα ανά 100.000 πληθυσμού, το οποίο είναι τέσσερις φορές υψηλότερο από το μέγιστο που έχει παρατηρηθεί κατά τη διάρκεια της πανδημίας μέχρι σήμερα, τα ποσοστά νοσηλείας και η θνησιμότητα είναι χαμηλότερα από τα επίπεδα που παρατηρήθηκαν σε παλαιότερα πανδημικά κύματα». Το ECDC τονίζει, επίσης, ότι «αν και η μείωση της βαρύτητας οφείλεται εν μέρει σε εγγενή χαρακτηριστικά του ιού, τα συμπεράσματα από μελέτες για την αποτελεσματικότητα των εμβολίων έχουν δείξει ότι σημαντικό ρόλο στην πρόληψη σοβαρών κλινικών αποτελεσμάτων από τη λοίμωξη Όμικρον παίζει ο εμβολιασμός, με την αποτελεσματικότητα έναντι σοβαρής ασθένειας να αυξάνεται σημαντικά μεταξύ των ατόμων που έχουν λάβει τρεις δόσεις εμβολίου».
Δεδομένου ότι το ποσοστό εμβολιασμού ποικίλλει μεταξύ των χωρών της ΕΕ/ΕΟΧ (από 28,4% ως 82,9%, μέσος όρος 69,4%) και δεδομένου ότι η πρόσληψη των αναμνηστικών δόσεων εξακολουθεί να είναι σε κατώτερα επίπεδα στην πλειονότητα των χωρών ΕΕ/ΕΟΧ (κάτω του 60%), ο αναμενόμενος αντίκτυπος της Όμικρον θα ποικίλλει, αλλά οι χώρες με χαμηλότερο ποσοστό εμβολιασμού αναμένεται να αντιμετωπίσουν το υψηλότερο βάρος της νόσου.
Επιπλέον, δεδομένων των πολύ υψηλών επιπέδων μετάδοσης από την κοινότητα που παρατηρούνται ανεξάρτητα από τη συνολική πρόσληψη εμβολίου, με αποτέλεσμα πολλοί άνθρωποι να αρρωσταίνουν ταυτόχρονα, οι χώρες με πολύ υψηλά ποσοστά εμβολιασμού πιθανότατα θα υποστούν επίσης μια περίοδο σημαντικής πίεσης στα συστήματα υγειονομικής περίθαλψής τους και στα λειτουργία του κοινωνικού συνόλου (κυρίως μέσω της απουσίας από την εργασία και την εκπαίδευση).
Σύμφωνα με το ECDC, τα αποτελέσματα της μαθηματικής μοντελοποίησης καταδεικνύουν ότι υπάρχει ένα σημαντικό ποσοστό του πληθυσμού που παραμένει ευάλωτο σε σοβαρά αποτελέσματα σε όλες τις χώρες της ΕΕ/ΕΟΧ, ειδικά σε εκείνες με χαμηλότερη εμβολιαστική κάλυψη. Οι στατικές προβολές δείχνουν ότι οι νοσηλείες και η θνησιμότητα αναμένεται να έχουν αναλογικά μεγαλύτερο αντίκτυπο μεταξύ των ατόμων ηλικίας 60 ετών και άνω, αλλά θα επηρεάσουν επίσης άτομα ηλικίας κάτω των 60 ετών.
Ως απόκριση στην υψηλή συχνότητα εμφάνισης της Όμικρον, η προστασία από τον κίνδυνο υψηλού φόρτου νοσηλείας μπορεί να επιτευχθεί αυξάνοντας τη συνολική πρόσληψη εμβολιασμού, συμπεριλαμβανομένης της ταχείας χορήγησης αναμνηστικών δόσεων, ειδικά στους ηλικιωμένους και σε πληθυσμό σε κίνδυνο. Επιπλέον, τα εμβόλια και τα ενισχυτικά παρέχουν πρόσθετα μακροπρόθεσμα οφέλη για τα άτομα και την κοινωνία (π.χ. πρόληψη της απουσίας από την εργασία ή την εκπαίδευση και το μετα-οξύ σύνδρομο COVID-19).
Δεν υπάρχουν μέχρι στιγμής δεδομένα σχετικά με τη συχνότητα παρατεταμένων συμπτωμάτων μετά την COVID-19 λόγω της Όμικρον, ούτε για το εάν αυτή διαφέρει από τη συχνότητα του συνδρόμου μετά την COVID-19 που προκλήθηκε από παλαιότερες κυκλοφορούσες παραλλαγές του SARS-CoV-2. Ωστόσο, το ECDC θεωρεί «εύλογο» ότι ο μεγάλος αριθμός περιπτώσεων λοίμωξης από την Όμικρον μπορεί να ακολουθείται από υψηλή συχνότητα εμφάνισης μετα-COVID-19 κατάστασης, με αναλογικά υψηλότερη συχνότητα μεταξύ των ατόμων που δεν έχουν εμβολιαστεί.
Καταλήγοντας, το ECDC τονίζει ότι «αν και αναμένουμε να κινηθούμε προς μια πιο βιώσιμη κατάσταση με την COVID-19 να κυκλοφορεί σε διαχειρίσιμα επίπεδα, επί του παρόντος παραμένουμε σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης για τη δημόσια υγεία και είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι ακόμη και σε μια φάση μετά την πανδημία SARS-CoV-2 θα μπορούσε ακόμα να προκαλεί περιοδικά υψηλά επίπεδα πίεσης στα συστήματα υγειονομικής περίθαλψης». Επομένως, οι στρατηγικές πολυεπίπεδης επιτήρησης, ετοιμότητας και αντίδρασης για την αντιμετώπιση της COVID-19 θα είναι απαραίτητες.