Όταν η κυβέρνηση Τραμπ επέβαλε δασμούς στα κινεζικά εισαγόμενα προϊόντα πέρσι, οι αξιωματούχοι επέμεναν ότι η Κίνα θα επωμιζόταν το κόστος, αφήνοντας να εννοηθεί ότι οι κινεζικές εταιρείες θα μείωναν τις τιμές τους για να απορροφήσουν αυτόν τον «φόρο» που θα επιβάρυνε τα αγαθά έως και κατά 25% όταν θα έφταναν στο ράφι των αμερικανικών καταστημάτων.
Αντί για αυτό, οι τιμές των κινεζικών εταιρειών έμειναν σχεδόν αμετάβλητες. Και αυτό σημαίνει ότι οι αμερικανικές εταιρείες και οι Αμερικανοί καταναλωτές πληρώνουν το κόστος που εκτιμάται ότι αγγίζει τα 40 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως, σύμφωνα με μια έρευνα της Ομοσπονδιακής Τράπεζας Νέας Υόρκης.
Ως αποτέλεσμα του εμπορικού πολέμου ΗΠΑ-Κίνας, η υπηρεσία Τελωνείων και Προστασίας των Συνόρων προσθέτει ποσοστό ύψους έως και 25% επί της τιμής, όταν τα κινεζικά προϊόντα εισάγονται στη χώρα. Αν οι κινεζικές εταιρείες απορροφούσαν αυτό το κόστος, θα έπρεπε να μειώσουν τις τιμές τους κατά περίπου 20%, έτσι ώστε τα αμερικανικά καταστήματα λιανικής ή χονδρεμπορίου να διατηρήσουν τις δικές τους τιμές και τα έσοδα σταθερά. Όμως δεν συμβαίνει αυτό.
Τα στοιχεία εισαγωγών από τον Ιούνιο του 2018 μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2019 δείχνουν ότι οι τιμές των εισαγόμενων κινέζικων προϊόντων έπεσαν μόνο κατά 2%, σύμφωνα με την έρευνα της Fed Νέας Υόρκης. Το ποσοστό αυτό συνάδει με τις μειώσεις τιμών που έχουν γίνει και σε πολλές άλλες χώρες επειδή το παγκόσμιο εμπόριο επιβραδύνεται.
«Η συνεχιζόμενη σταθερότητα των τιμών των εισαγόμενων αγαθών από την Κίνα σημαίνει ότι οι αμερικανικές εταιρείες και οι καταναλωτές πληρώνουν τους δασμούς», γράφουν οι ερευνητές της Τράπεζας.
Στην έκθεση αυτή πάντως δεν υπάρχει κάποια εκτίμηση για το πώς μοιράστηκε το κόστος – πόση είναι η μείωση εσόδων για τις εταιρείες και πόσο υψηλότερες οι τιμές στο ράφι για τους καταναλωτές.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν όμως ότι η Κίνα έχει αισθανθεί τις επιπτώσεις των υψηλών δασμών. Οι εισαγωγές μηχανημάτων και ηλεκτρικού εξοπλισμού από την Κίνα στις ΗΠΑ έχουν μειωθεί κατά περίπου 2% από το 2017 ενώ εκείνες των ηλεκτρονικών κατά 6%. Αυτό το μερίδιο της αγοράς «πήγε κυρίως στην Ευρώπη και την Ιαπωνία για τα μηχανήματα και στη Μαλαισία, τη Νότια Κορέα, την Ταϊβάν και το Βιετνάμ για τα ηλεκτρονικά και ηλεκτρικά είδη», επισημαίνουν.
Στην έρευνα δεν εξετάστηκε πόσο μερίδιο της αγοράς κατέκτησαν οι Αμερικανοί προμηθευτές, ούτε αν οι άλλες χώρες χρεώνουν υψηλότερες τιμές από την Κίνα.
Το γεγονός εξάλλου ότι οι τιμές σε δολάρια των κινεζικών προϊόντων δεν έχουν μειωθεί σημαίνει ότι η υποτίμηση του κινεζικού νομίσματος κατά περίπου 10% αφότου επιβλήθηκαν οι πρώτοι δασμοί δεν χρησιμοποιήθηκε από τους εξαγωγείς για να αποκτήσουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, όπως υποστήριζαν ορισμένοι Αμερικανοί αξιωματούχοι.