Όλα δείχνουν ότι η Σύνοδος Κορυφής για το Κλίμα στη Γλασκόβη (COP26) ήταν μία απογοήτευση, καθώς οι ελπίδες ότι οι αναδυόμενες αγορές, που συγκαταλέγονται μεταξύ αυτών με τις μεγαλύτερες εκπομπές ρύπων, θα ανακοίνωνα φιλόδοξους στόχους διαψεύσθηκε. Αποδείχθηκε ότι η COP26 δεν ήταν η Σύνοδος που θα έβαζε τέλος στον άνθρακα, ενώ οι ηγέτες της υφηλίου δεν φαίνεται να συμφωνούν στη διακοπή επιδότησης των ορυκτών καυσίμων.
Όπως, όμως, αναφέρει σε άρθρο του ο «Economist», αυτό που πραγματικά μοιάζει να αλλάζει είναι η στάση των χρηματοοικονομικών ομίλων απέναντι στην κλιματική αλλαγή, καθώς δεσμεύθηκαν ότι θα σταματήσουν να χρηματοδοτούν την αποψίλωση των δασών. Χρηματοοικονομικοί όμιλοι – από διαχειριστές κεφαλαίων έως τράπεζες και ασφαλιστικές εταιρείες – με υπό διαχείριση κεφάλαια εννέα τρισ. δολαρίων, οι οποίοι συμμετέχουν στην Glasgow Financial Alliance for Net Zero (GFANZ), υπέγραψαν την παραπάνω δέσμευση.
Στη συγκεκριμένη ένωση, επικεφαλής της οποίας είναι ο Μάρκ Κάρνεϊ, πρώην διοικητής της Τράπεζας της Αγγλίας, συμμετέχουν ιδιοκτήτες και διαχειριστές περιουσιακών στοιχείων, τράπεζες και ασφαλιστικές εταιρείες, με υπό διαχείριση κεφάλαια άνω των 130 τρισ. δολαρίων. Δεσμεύθηκαν ότι θα μειώσουν τη χρηματοδότηση ρυπογόνων επενδύσεων και θα στηρίξουν την πορεία προς «μηδενικούς ρύπους» μέχρι το 2050.
Μπορεί τελικά ο χρηματοοικονομικός τομέας να σώσει την υφήλιο; Όχι μόνος του αλλά σίγουρα μπορεί να διαδραματίσει μεγάλο ρόλο. Η μετατόπιση της οικονομίας από τα ορυκτά καύσιμα σε καθαρές πηγές ενέργειας απαιτεί τεράστια ανακατανομή κεφαλαίων. Μέχρι το 2030, θα απαιτούνται περίπου τέσσερα τρισ. δολάρια επενδύσεων σε καθαρές μορφές ενέργειας ετησίως, δηλαδή τριπλάσια από τα σημερινά επίπεδα. Ταυτόχρονα θα πρέπει να μειωθούν οι δαπάνες για ορυκτά καύσιμα.
Αυξάνονται οι χρηματοοικονομικοί όμιλοι που στηρίζουν τους «μηδενικούς ρύπους»
Σε έναν ιδανικό κόσμο, το κίνητρο κέρδους των θεσμικών επενδυτών θα ευθυγραμμίζεται με τη μείωση των εκπομπών ρύπων και ταυτόχρονα οι διαχειριστές θα είχαν υπό τον έλεγχό τους όλα τα assets που θεωρούνται ρυπογόνα. Ως εκ τούτου θα διέθεταν την ικανότητα αλλά και το κίνητρο να αναγεννήσουν την παγκόσμια οικονομία.
Όμως δεν ζούμε σε έναν ιδανικό κόσμο και οι επενδύσεις σε πράσινες μορφές ενέργειας δεν είναι και τόσο επιθετικές. Το πρώτο πρόβλημα εντοπίζεται σε μία «επικάλυψη». Ο Economist εκτιμά ότι οι εισηγμένες εταιρείες που δεν ελέγχονται από το κράτος αντιπροσωπεύουν μόνο το 14 - 32% των παγκόσμιων εκπομπών ρύπων. Αντίθετα ελεγχόμενες από το κράτος εταιρείες, όπως η Coal India ή η Saudi Aramco, ο μεγαλύτερος παραγωγός πετρελαίου στον κόσμο, αποτελούν μεγάλο μέρος του προβλήματος και δεν λειτουργούν υπό την κυριαρχία των διαχειριστών θεσμικών κεφαλαίων και των τραπεζιτών του ιδιωτικού τομέα.
Ένα δεύτερο ζήτημα είναι ο τρόπος μέτρησης. Δεν υπάρχει ακόμη τρόπος να εκτιμηθεί με ακρίβεια το αποτύπωμα άνθρακα ενός χαρτοφυλακίου, καθώς σε αρκετές περιπτώσεις δεν υπάρχει μόνο μία μέτρηση. Για παράδειγμα οι εκπομπές από ένα βαρέλι πετρελαίου θα μπορούσαν να εμφανιστούν στους λογαριασμούς άνθρακα των εταιρειών που πραγματοποιούν γεωτρήσεις, διύλιση και καύση υλικού. Οι μεθοδολογίες πίσω από την απόδοση των εκπομπών στις χρηματοοικονομικές ροές είναι ακόμη πιο πρόχειρες. Πώς πρέπει οι μέτοχοι, οι δανειστές και οι ασφαλιστές να μοιράζουν τις εκπομπές από ένα εργοστάσιο ηλεκτροπαραγωγής με καύση άνθρακα, για παράδειγμα;
Το τρίτο πρόβλημα είναι τα κίνητρα. Οι ιδιωτικές χρηματοοικονομικές εταιρείες στοχεύουν στη μεγιστοποίηση των κερδών προσαρμοσμένων στον κίνδυνο για τους πελάτες και τους ιδιοκτήτες τους. Ο ευκολότερος τρόπος για να μειώσετε το αποτύπωμα άνθρακα ενός διαφοροποιημένου χαρτοφυλακίου είναι να πουλήσετε το μέρος του που επενδύθηκε σε ρυπογόνα περιουσιακά στοιχεία και να τοποθετήσετε τα έσοδα σε εταιρείες που ποτέ δεν είχαν εκπομπές, όπως, για παράδειγμα, το Facebook. Μαζί, οι πέντε μεγαλύτερες αμερικανικές εταιρείες τεχνολογίας έχουν ένταση άνθρακα (εκπομπές ανά μονάδα πωλήσεων) περίπου 3% του μέσου όρου του S&P 500.
Επίσης οι βαριά ρυπογόνες εταιρείες ή περιουσιακά στοιχεία θα βρουν εύκολα νέους ενδιαφερόμενους επενδυτές. Καθώς οι μέτοχοι προτρέπουν τις μεγάλες πετρελαϊκές εταιρείες να «καθαρίσουν», τα κοιτάσματα πετρελαίου που πωλούν αγοράζονται από εταιρείες ιδιωτικών κεφαλαίων και hedge funds, χωρίς να υπάρχει επαρκής ενημέρωση γι’ αυτή τη δραστηριότητα. Οι δεσμεύσεις από μόνες τους δεν αλλάζουν το γεγονός ότι οι εταιρείες έχουν ελάχιστους λόγους να επενδύσουν τρισεκατομμύρια σε πράσινες τεχνολογίες που εξακολουθούν να έχουν μέτριες αποδόσεις προσαρμοσμένες στον κίνδυνο.
Πώς θα μπορούσε να βρεθεί λύση σε αυτά τα προβλήματα; Βελτίωση τεχνολογιών αλλά και μετρήσεων, είναι ένα πρώτο βήμα. Για παράδειγμα η ΕΕ εφαρμόζει την υποχρεωτική αναφορά εκπομπών άνθρακα για τις επιχειρήσεις, αλλά οι ΗΠΑ ακόμη εξετάζουν εάν θα προχωρήσουν σε μία παρόμοια κίνηση. Οι θεσμικοί επενδυτές, όπως τα συνταξιοδοτικά ταμεία, θα πρέπει να διατηρήσουν τις επενδύσεις τους σε ρυπογόνες επιχειρήσεις και να τις χρησιμοποιήσουν για να βοηθήσουν ώστε να υπάρξει η απαραίτητη αλλαγή. Επίσης θα πρέπει να χρησιμοποιήσουν σημαντικό μέρος των διαθέσιμων κεφαλαίων του προκειμένου να χρηματοδοτήσουν νέες τεχνολογίες, όπως για παράδειγμα το επονομαζόμενο «πράσινο» τσιμέντο.
Μπορεί οι υποσχέσεις της GFANZ να είναι καλές, αλλά χρειάζεται μία κοινή στρατηγική σε παγκόσμιο επίπεδο, αναφορικά με τις επιπτώσεις σε όσους χρησιμοποιούν ή χρηματοδοτούν τον άνθρακα. Στόχος θα ήταν όλες οι επιχειρήσεις και όχι μόνο αυτές που ελέγχονται από ιδιώτες ή θεσμικούς επενδυτές.
Επιχειρήσεις αλλά και κυβερνήσεις, προκειμένου να αποφύγουν την καταβολή υψηλών φόρων θα είχαν το κατάλληλο κίνητρο ώστε να εξετάζουν ποιος ρυπαίνει πραγματικά και φυσικά να αποφασίσουν ότι αυτός θα σηκώσει το βάρος των προστίμων. Εάν εφαρμόζονταν μία συγκεκριμένη τιμή για τον άνθρακα και αυτή συνδέονταν με τους στόχους μείωσης των ρυπογόνων εκπομπών, δημιουργούνται οι κατάλληλες συνθήκες ώστε οι χρηματοοικονομικοί όμιλοι να έχουν κέρδος, ενώ ταυτόχρονα προστατεύουν το περιβάλλον.