Το εμβόλιο των Pfizer/BioNTech περιορίζει σημαντικά την μετάδοση του ιού, σύμφωνα με δύο ισραηλινές μελέτες που ρίχνουν φως σε ένα από τα μεγαλύτερα ερωτήματα της παγκόσμιας εμβολιαστικής εκστρατείας.
Ανάλυση δεδομένων σε μελέτη του ισραηλινού υπουργείου Υγείας και της Pfizer Inc έδειξε ότι το εμβόλιο που αναπτύχθηκε από την γερμανική εταιρεία βιοτεχνολογίας BioNTech περιορίζει την λοίμωξη, στα ασυμπτωματικά περιστατικά κατά 89,4% και στα συμπτωματικά περιστατικά κατά 93,7%.
Τα ευρήματα της προδημοσιευμένης μελέτης, η οποία δεν έχει ακόμη αξιολογηθεί από ομοτίμους, αλλά βασίζεται στην εθνική βάση δεδομένων του Ισραήλ, μία από τις πλέον προηγμένες στον κόσμο, δημοσιεύθηκε αργά χθες το βράδυ στην ισραηλινή ιστοσελίδα Ynet και σήμερα περιήλθε σε γνώση του Reuters. Η Pfizer απέφυγε να σχολιάσει και το ισραηλινό υπουργείο Υγείας δεν ανταποκρίθηκε σε αίτημα για σχολιασμό.
Χωριστή έρευνα του Sheba Medical Center του Ισραήλ, που δημοσιεύεται σήμερα στην ιατρική επιθεώρηση The Lancet, δείχνει ότι μεταξύ των 7.214 μελών του υγειονομικού προσωπικού που έλαβαν την πρώτη δόση του εμβολίου τον Ιανουάριο, παρατηρήθηκε 85% μείωση των συμπτωματικών περιστατικών Covid-19 εντός διαστήματος 15 έως 28 ημερών, με συνολική μείωση των λοιμώξεων κατά 75%, περιλαμβανομένων των ασυμπτωματικών περιστατικών που διαγνώσθηκαν με τεστ.
Αν και χρειάζεται επιπλέον έρευνα για να υπάρξουν οριστικά συμπεράσματα, οι δύο μελέτες είναι μεταξύ των πρώτων που δείχνουν ότι ένα εμβόλιο μπορεί να σταματά την μετάδοση του ιού και όχι μόνο να προλαμβάνει την νόσηση από τον κορονοϊό.
Ο Michal Linial, καθηγητής μοριακής βιολογίας και βιοπληροφορικής στο Hebrew University της Ιερουσαλήμ, δήλωσε ότι τα ευρήματα αποτελούν ένα μεγάλο βήμα για να δοθεί απάντηση σε ένα από τα σημαντικότερα ερωτήματα της εκστρατείας αντιμετώπισης της πανδημίας.
«Αν είναι 75% ή 95% δεν έχει σημασία - πρόκειται για μεγάλη μείωση της μετάδοσης», είπε. «Σημαίνει ότι δεν προστατεύεται μόνο το εμβολιασμένο άτομο, αλλά και ότι ο εμβολιασμός παρέχει προστασία και στο περιβάλλον του».
Οι ερευνητές δηλώνουν ότι χρειάζεται περαιτέρω έρευνα για την ασυμπτωμαιτκή μετάτιση μεταξύ των πλήρως εμβολιασμένων ατόμων, διότι είναι λιγότερο πιθανόν ασυμπτωματικοί φορείς να κάνουν τεστ για Covid-19.
Οι επιστήμονες που ανέπτυξαν το εμβόλιο δήλωσαν επίσης ότι χρειάζεται περαιτέρω έρευνα για την μεταδοτικότητα. Τον Δεκέμβριο, η BioNTech ανακοίνωσε ότι η περαιτέρω έρευνα με το ερώτημα αυτό θα χρειασθεί τρεις έως έξι μήνες.
Ενας δυναμικός ιός
Η μελέτη των Pfizer/υπουργείου Υγείας ανέλυσε τα δεδομένα που συγκεντρώθηκαν ανάμεσα στις 17 Ιανουαρίου και τις 6 Φεβρουαρίου επί πλήρως εμβολιασμένων ατόμων μετά την χορήγηση της δεύτερης δόσης του εμβολίου.
Μέχρι τότε, περισσότερο από το 30% του ισραηλινού πληθυσμού των εννέα εκατομμυρίων είχε λάβει και τις δύο δόσεις του εμβολίου.
Η μελέτη του νοσοκομείου Sheba δείχνει ότι η πρώτη δόση του εμβολίου των Pfizer/BioNtech κατά της Covid-19 έχει αποτελεσματικότητα 85% δύο έως τέσσερις εβδομάδες μετά την χορήγησή της. Στην μελέτη επισημαίνεται ότι δεν πρέπει ωστόσο να εγκαταλειφθεί η χορήγηση της δεύτερης δόσης.
Αν οι τελευταίες ισραηλινές μελέτες έδειξαν 95% αποτελεσματικότητα του εμβολίου μία εβδομάδα μετά την πρώτη δόση, η νέα μελέτη που πραγματοποιήθηκε από το ισραηλινό νοσοκομείο Sheba και δημοσιεύεται στην ιατρική επιθεώρηση The Lancet δείχνει αποτελεσματικότητα 85% του εμβολίου δύο έως τέσσερις εβδομάδες μετά την πρώτη δόση.
Το νοσοκομείο πραγματοποίησε τεστ σε 9.109 εργαζόμενους στον τομέα της υγείας από την αρχή της εκστρατείας εμβολιασμού μέχρι τις 24 Ιανουαρίου: 7.214 είχαν λάβει την πρώτη δόση του εμβολίου και οι υπόλοιποι 1.895 όχι.
Στο χρονικό διάστημα αυτό, 170 άτομα του συνόλου προσβλήθηκαν από την νόσο και οι 89 ανήκαν στην ομάδα που δεν είχε λάβει την πρώτη δόση του εμβολίου.
Συγκρίνοντας τα ποσοστά μετάδοσης στις δύο ομάδες -σε εμβολιασμένους και μη - και την χρονική στιγμή της διάγνωσής τους, οι ομάδες του Sheba έφθασαν στο συμπέρασμα ότι το εμβόλιο έχει αποτελεσματικότητα 47% ανάμεσα στην 1η και την 14η ημέρα μετά την πρώτη δόση και 85% ανάμεσα στην 15η και την 28η ημέρα.
«Δύο έως τέσσερις εβδομάδες μετά την χορήγηση της πρώτης δόσης, υπάρχει ήδη ισχυρό ποσοστό αποτελεσματικότητας, με μία μείωση κατά 85% των συμπτωματικών περιστατικών», δήλωσε στους δημοσιογράφους η Gili Regev-Yochay, εκ των συντακτών της μελέτης.
Ωστόσο, μόνο οι υγειονομικοί που παρουσίασαν συμπτώματα ή ήλθαν σε επαφή με άτομα που είχαν προσβληθεί από τον ιό πέρασαν τεστ στο πλαίσιο της έρευνας αυτής.
Για τον Peter English, πρώην διευθυντή της επιτροπής δημόσιας υγείας της Βρετανικής Ιατρικής Ενωσης, η διαδικασία που ακολούθησαν οι ερευνητές του νοσοκομείου Sheba είναι «ακριβής, αν και ο αριθμός των ασυμπτωματικών περιστατικών - δηλαδή των ατόμων που προσβλήθηκαν από την Covid-19 χωρίς να παρουσιάσουν συμπτώματα - πιθανόν να υποτιμήθηκε.
«Η έρευνα αυτή πραγματοποιήθηκε σε άτομα των ηλικιακών ομάδων του ενεργού πληθυσμού, σε νέους και υγιείς ανθρώπους, άρα θα ήταν ενδιαφέρον να δούμε μία αντίστοιχη μελέτη σε περισσότερο ηλικιωμένα άτομα έπειτα από την χορήγηση της πρώτης δόσης του εμβολίου», σχολίασε η Deborah Dunn-Walters, καθηγήτρια Ανοσολογίας στο Πανεπιστήμιο του Surrey.
Και πρόσθεσε ότι «αυτά τα νέα δεδομένα συνεπικουρούν το Ηνωμένο Βασίλειο στην απόφασή του να χορηγήσει την δεύτερη δόση δώδεκα εβδομάδες αργότερα».
«Δεν λέω ότι δεν έχουμε ανάγκη την δεύτερη δόση, αλλά ότι έχουμε ήδη αποτέλεσμα» με την πρώτη δόση, τόνισε η Deborah Dunn-Walters.
Καναδοί ερευνητές σε επιστολή που δημοσίευσαν αυτήν την εβδομάδα προτείνουν η δεύτερη δόση του εμβολίου να καθυστερήσει, δεδομένης της υψηλής προστασίας που παρέχει η πρώτη δόση, ώστε να αυξηθεί ο αριθμός των εμβολιαζομένων. Η αμερικανική Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) ανακοίνωσε τον Δεκέμβριο ότι τα δεδομένα των δοκιμών δείχνουν ότι το εμβόλιο αρχίζει να παρέχει κάποια προστασία στον εμβολιαζόμενο πριν από την χορήγηση της δεύτερης δόσης, αλλά χρειάζονται περισσότερα δεδομένα για να γίνουν εκτιμήσεις για την αποτελεσματικότητα της μίας δόσης.
Η Pfizer έχει δηλώσει ότι εναλλακτικά πρωτόκολλα χορήγησης πρέπει να αξιολογηθούν και ότι η απόφαση εναπόκειται στις υγειονομικές αρχές.
Η Pfizer δεν θέλησε να σχολιάσει τα δεδομένα, ανακοινώνοντας ότι πραγματοποιεί τις δικές της αναλύσεις «για την αποτελεσματικότητα του εμβολίου σε πραγματικές συνθήκες σε διάφορες τοποθεσίες παγκοσμίως, περιλαμβανομένου του Ισραήλ».
Και οι δύο ισραηλινές έρευνες καταλήγουν σε συνολική αποτελεσματικότητα 95% μετά την χορήγηση των δύο δόσεων με απόσταση 21 ημερών. Η μελέτη των Pfizer/υπουργείου Υγείας δείχνει αποτελεσματικότητα κατά της βρετανικής παραλλαγής του κορονοϊού περί το 80% επί των επιβεβαιωμένων στο Ισραήλ κρουσμάτων.
Ο Εραν Κοπέλ, επιδημιολόγος του Πανεπιστημίου του Τελ Αβίβ δήλωσε ότι η μελέτη του νοσοκομείου Sheba είναι σημαντική, αλλά επικεντρώνεται σε ένα νοσοκομείο και σε μία σχετικά μικρή ομάδα ανθρώπων, άρα «δεν είναι δυνατόν να εξαχθούν από αυτήν σαφή επιδημιολογικά συμπεράσματα».
Τα δεδομένα του υπουργείου Υγείας είναι ενθαρρυντικά, είπε, αλλά χρειάζεται περαιτέρω έρευνα και συστηματική παρακολούθηση.
«Ο εμβολιασμός είναι ένα πολύ καλό εργαλείο, αλλά δεν είναι το τέλος. Πρόκειται για έναν δυναμικό ιό που έχει εκπλήξει τον επιστημονικό κόσμο με την ταχεία εξέλιξη των αλλαγών και της ποικιλίας του», προειδοποίησε.
Το Ισραήλ ηγείται της παγκόσμιας κούρσας των εμβολιασμού, ενώ η οικουμενική ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και η λεπτομερής ψηφιακή βάση δεδομένων, μία από τις πλέον προηγμένες στον κόσμο, μπορούν να προσφέρουν δεδομένα για την αποτελεσματικότητα των εμβολίων εκτός των ελεγχόμενων κλινικών δοκιμών.
Το Ισραήλ ξεκίνησε μία ευρεία εμβολιαστική εκστρατεία στις 19 Δεκεμβρίου στο πλαίσιο συμφωνίας με την Pfizer που επιτρέπει ταχύ εφοδιασμό του Ισραήλ με εκατομμύρια εμβόλια με αντάλλαγμα την παράδοση στην εταιρεία των βιοϊατρικών δεδομένων για την αποτελεσματικότητα του εμβολίου που προκύπτουν από την εθνική βάση δεδομένων.