Μετρώντας πλέον αντίστροφα για να αποχωρήσει οριστικά από την ευρωπαϊκή οικογένεια, η Βρετανία δημοσίευσε το κείμενο της εμπορικής συμφωνίας της με την Ευρωπαϊκή Ένωση, που είναι μία από τις μεγαλύτερες εμπορικές ενώσεις μεταξύ χωρών, σε παγκόσμιο επίπεδο. Πρόκειται για την πιο σημαντική παγκόσμια στροφή στην ιστορία της Βρετανίας.
Στη συμφωνία συμπεριλαμβάνεται, η εμπορική συμφωνία 1.246 σελίδων, όπως και τα συμφωνηθέντα για την πυρηνική ενέργεια, την ανταλλαγή εμπιστευτικών πληροφοριών, την πολιτική χρήση της πυρηνικής ενέργειας, αλλά και μια σειρά κοινών διακηρύξεων. Όπως αναφέρεται στη συμφωνία, από την 1η Ιανουαρίου όταν και θα έχει ολοκληρωθεί η έξοδος της Βρετανίας από την ΕΕ δεν θα υπάρχουν δασμοί ή ποσοστώσεις στη μετακίνηση αγαθών μεταξύ των δυο πλευρών. Επίσης περιλαμβάνονται αρκετές ρυθμίσεις σχετικά με την ονομασία προέλευσης προϊόντων, την αλιεία, το κρασί, τα φάρμακα και την συνεργασία για την προστασία των δεδομένων.
Συγκεκριμένα η συμφωνία ορίζει πως εμπόριο και επενδύσεις απαιτούν κανόνες για να υπάρξει ένα δίκαιο επίπεδο ανοιχτού και δίκαιου ανταγωνισμού. Στον χρηματοπιστωτικό κλάδο, που είναι βασικός πυλώνας της βρετανικής οικονομίας, οι δυο πλευρές θέλουν να θέσουν ένα «ευνοϊκό κλίμα για την ανάπτυξη του εμπορίου και των επενδύσεων μεταξύ τους». Σημειώνεται οτι μετά την 1η Ιανουαρίου όλες οι εταιρείες του χρηματοπιστωτικού τομέα που εδρεύουν στη Βρετανία δεν θα μπορούν να παρέχουν υπηρεσίες στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης χρησιμοποιώντας το «ευρωπαϊκό» διαβατήριο αλλά θα είναι υποχρεωμένες να λαμβάνουν άδεια από τις κατά τόπους εθνικές Αρχές. Πάντως οι βρετανικές τράπεζες και εταιρείες του χρηματοπιστωτικού τομέα έχουν προετοιμαστεί για το νέο πλαίσιο λειτουργίας τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση και ειδικότερα οι μεγάλοι τραπεζικοί όμιλοι έχουν μεταφέρει μέρος των δραστηριοτήτων τους σε ευρωπαϊκό έδαφος κυρίως στη Γερμανία και τη Γαλλία.
Η συμφωνία διασφαλίζει τις εμπορικές συναλλαγές χωρίς τελωνειακούς δασμούς, ούτε ποσοστώσεις, «για όλα τα αγαθά που συμμορφώνονται με τους κανόνες καταγωγής», κάτι που συμβαίνει για πρώτη φορά σε εμπορική συμφωνία. Οι επιχειρήσεις του Ηνωμένου Βασιλείου διατηρούν έτσι την πρόσβασή τους σε μια τεράστια ενιαία αγορά 450 εκατομμυρίων καταναλωτών και οι αντίστοιχες ευρωπαϊκές σε μια αγορά 66 εκατομμυρίων Βρετανών καταναλωτών. Με τη διευθέτηση αυτή αποφεύγεται η διάσπαση στις αλυσίδες παραγωγής, που θα προκαλούσε πολλά προβλήματα σε ορισμένους τομείς, όπως στην αυτοκινητοβιομηχανία.
Η Βρετανία και η ΕΕ δεσμεύονται να τηρήσουν τους ίσους όρους ανταγωνισμού «διατηρώντας τα υψηλά επίπεδα προστασίας σε τομείς όπως είναι η προστασία του περιβάλλοντος, η μάχη κατά της κλιματικής αλλαγής και η τιμολόγηση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, τα κοινωνικά και εργασιακά δικαιώματα, η φορολογική διαφάνεια και οι κρατικές επιδοτήσεις». Στην περίπτωση που η μία από τις δύο πλευρές δεν τηρήσει τις υποχρεώσεις της, δίνεται η δυνατότητα λήψης «διορθωτικών μέτρων», όπως είναι η επιβολή τελωνειακών δασμών.
Εάν κάποια πλευρά δεν τηρήσει τη συμφωνία, θα αναλάβει να εξετάσει το πρόβλημα ένας μηχανισμός επίλυσης διαφορών, όπως γίνεται στις περισσότερες εμπορικές συμφωνίες. Λόγω της κατηγορηματικής άρνησης του Λονδίνου, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν θα έχει δικαίωμα παρέμβασης σε αυτή τη διαδικασία. Ένα «Κοινό Συμβούλιο» θα παρακολουθεί αν εφαρμόζεται και ερμηνεύεται ορθά η συνθήκη.
Η συμφωνία προβλέπει ότι οι Ευρωπαίοι αλιείς θα έχουν πρόσβαση στα βρετανικά νερά για μια μεταβατική περίοδο 5,5 ετών, μέχρι τον Ιούνιο του 2026.
Η συμφωνία εξασφαλίζει την αεροπορική, οδική και σιδηροδρομική σύνδεση των βρετανικών νησιών με την ηπειρωτική Ευρώπη, αλλά η Βρετανία θα απωλέσει ορισμένα από τα πλεονεκτήματά που απολάμβανε όταν ήταν μέλος της ενιαίας αγοράς. Ο στόχος είναι να μην υπονομευθούν τα δικαιώματα των επιβατών, των εργαζομένων αλλά και η ασφάλεια των μεταφορών.
Σε επίπεδο δικαστικής συνεργασίας, η συμφωνία καθορίζει «ένα νέο πλαίσιο» στην αστυνομική και δικαστική συνεργασία των δύο πλευρών, ιδίως για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και του διασυνοριακού εγκλήματος. Η συνεργασία αυτή θα μπορεί να διακοπεί αν το Ηνωμένο Βασίλειο αναστείλει τη συμμετοχή του στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Για την εξωτερική πολιτική δεν υπήρξε συμφωνία, γιατί το Ηνωμένο Βασίλειο δεν ήθελε να διαπραγματευτεί αυτά τα ζητήματα.
Ανακούφιση για τους Έλληνες εξαγωγείς
Η συμφωνία με το Λονδίνο έφερε μεγάλη ανακούφιση στους Έλληνες εξαγωγείς, καθώς διέτρεχαν τον κίνδυνο να βρεθούν αντιμέτωποι από την 1η Ιανουαρίου με εξαιρετικά επώδυνους δασμούς. Η επιβολή δασμών θα επηρέαζε σημαντικά αρκετές ισχυρές βιομηχανίες τροφίμων που έχουν εδραιώσει την παρουσία τους στη βρετανική αγορά, ενώ σε επίπεδο πρωτογενούς παραγωγής η βρετανική αγορά είναι επίσης σημαντική, με τις ελληνικές εξαγωγές να ξεπερνούν τα 150 εκατ. ευρώ.
Η πρόσβαση στη βρετανική αγορά θα γινόταν μετ' εμποδίων:
- Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Θαλάσσιων Λιμένων (ESPO) είχε ανακοινώσει πως από την 1η Ιανουαρίου 2021, οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις που έχουν εμπορικές σχέσεις με την Βρετανία θα υπόκεινται σε συνοριακούς ελέγχους. Επίσης κάλεσε τις επιχειρήσεις που δεν είναι εξοικειωμένες με το εμπόριο σε τρίτες χώρες να προχωρήσουν στις απαραίτητες προετοιμασίες ώστε να μπορούν τα εμπορεύματά τους να περνούν στη Βρετανία.
- Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο είχε εγκρίνει σειρά από νομοθετικές προτάσεις που στόχευαν στην προετοιμασία του τομέα των μεταφορών για όλα τα πιθανά σενάρια που θα μπορούσαν να υπάρξουν από την 1η Ιανουαρίου. Σε αυτά περιλαμβανόταν η βασική αεροπορική σύνδεση μεταξύ Βρετανίας και ΕΕ για 6 μήνες. Επίσης περιλαμβάνονταν ρυθμίσεις για την αεροπορική ασφάλεια και για τις οδικές εμπορικές μεταφορές, επίσης για 6 μήνες.
Στο σενάριο του «no deal», που πλέον αποφεύγεται εκτός σοβαρού απροόπτου, οι ελληνικές επιχειρήσεις που διατηρούν εμπορικές σχέσεις με τη Βρετανία θα δέχονταν δεχθούν πλήγμα εξαιτίας των αλλαγών στους δασμούς, που θα επιβάρυναν προϊόντα όπως τα γαλακτοκομικά (κυρίως γιαούρτι) και το ελαιόλαδα. Αυτά τα προϊόντα θα γίνονταν ακριβότερα από τους δασμούς κατά 3-5%, χάνοντας μερίδιο στην αγορά.
Όπως είχε αναφέρει το Business Daily τον Μάιο, το Γραφείο Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων της ελληνικής πρεσβείας στο Λονδίνο είχε επισημάνει πως οι δασμοί που θα επιβληθούν στις βασικές κατηγορίες τροφίμων (γιαούρτι, φέτα, φρούτα, ελιές, ντομάτες, λαχανικά, ελαιόλαδο, προϊόντα ιχθυοκαλλιέργειας) θα έφθαναν ακόμη και το 18%. Δεν θα επιβάλλονταν δασμοί στα φάρμακα και στους κωδικούς πετρελαιοειδών, ενώ προβλεπόταν η επιβολή δασμού 4% στους χάλκινους σωλήνες και 12% σε όλες τις άλλες κατηγορίες ειδών, με εξαίρεση τα βρεφικά, στα οποία ο δασμός θα έφθανε το 10%.
Διευκρινίσεις από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς
Με αφορμή την έξοδο του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς έχει ενημερώσει τους επενδυτές πως σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, μία επιχείρηση επενδύσεων ή ένα πιστωτικό ίδρυμα τρίτης χώρας προκειμένου να παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες ή να ασκεί επενδυτικές δραστηριότητες σε χρηματοπιστωτικά μέσα στην Ελλάδα απαιτείται να ιδρύσει υποκατάστημα το οποίο αδειοδοτείται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή την Τράπεζα Ελλάδος αντίστοιχα. Επίσης, για την προώθηση και διάθεση Οργανισμών Συλλογικών Επενδύσεων ή Οργανισμών Εναλλακτικών Επενδύσεων από τρίτη χώρα απαιτείται άδεια από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.
Αναφορικά με τους διαχειριστές Οργανισμών Συλλογικών Επενδύσεων (είτε ΟΣΕΚΑ είτε ΟΕΕ) από το Ηνωμένο Βασίλειο, (οι οποίοι δεν θα έχουν μετεγκατασταθεί σε κάποια χώρα της ΕΕ μέχρι το τέλος του έτους) επισημαίνεται ότι από 1/1/2021 θα θεωρούνται ΟΕΕ τρίτης χώρας και θα απαιτείται άδεια της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς για τη διάθεσή τους στην Ελλάδα. Στην ιστοσελίδα της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς είναι αναρτημένα, προς ενημέρωση του επενδυτικού κοινού, τα στοιχεία των εταιριών διαχείρισης μαζί με τα στοιχεία των μεριδίων ή μετοχών των ΟΕΕ που διαχειρίζονται που επιτρέπεται να διατίθενται στην Ελλάδα.
Σε κάθε περίπτωση, συνιστά την προσοχή των επενδυτών στην αξιολόγηση των εταιρειών (με τις οποίες προτίθενται να συνεργαστούν ή συνεργάζονται) σχετικά με το καθεστώς αδειοδότησης και εποπτείας τους. Ειδικότερα, η ύπαρξη άδειας λειτουργίας των εν λόγω εταιρειών μπορεί να διαπιστωθεί από την ιστοσελίδα της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ή των αντίστοιχων εποπτικών αρχών άλλων κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.