Εκ πρώτης όψεως μοιάζει ακόμη και παράλογο, όμως τα… ψάρια είναι ένας από τους βασικούς παράγοντες που εμποδίζουν την επίτευξη εμπορικής συμφωνίας μεταξύ Βρετανίας και Ευρωπαϊκής Ένωσης στην μετά Brexit εποχή. Άλλωστε η αλιεία υπήρξε πάντα ένα ζήτημα συναισθηματικά φορτισμένο στις σχέσεις Βρετανίας και ΕΕ. Οι υποστηρικτές του Brexit βλέπουν την ανάκτηση αλιευτικών δικαιωμάτων ως ένα σύμβολο της βρετανικής κυριαρχίας που θα ανακτηθεί μετά την έξοδο από την Ε.Ε.
Πέραν της υπερηφάνειας των Βρετανών το όλο ζήτημα έχει σημαντική οικονομική διάσταση. Σύμφωνα με τη βρετανική στατιστική υπηρεσία, η συνεισφορά της Αλιείας στο βρετανικό ΑΕΠ έφθασε το 2018 στα 784 εκατ. στερλίνες, ενώ ταυτόχρονα σε πολλές παράκτιες κοινότητες, η αλιεία είναι μια σημαντική πηγή απασχόλησης, υπεύθυνη για χιλιάδες θέσεις εργασίας. Ο κλάδος εξακολουθεί να διατηρεί επιρροή στις πολιτικές ηγεσίες και τόσο το Ηνωμένο Βασίλειο όσο και η Ε.Ε. πιέζονται να μην υποχωρήσουν.
Όπως έχει ξεκαθαρίσει η βρετανική κυβέρνηση, η συμφωνία για το ζήτημα θα πρέπει να αναφέρει ότι «στους βρετανικούς αλιευτικούς χώρους πλήρη δικαιώματα έχουν μόνο τα βρετανικά σκάφη», με την Ε.Ε. να ανταπαντά ότι, για να υπάρξει μία δίκαιη συμφωνία για το συγκεκριμένο ζήτημα, πρέπει και τα αλιευτικά σκάφη των χωρών της Ένωσης, δηλαδή πρωτίστως της Γαλλίας, θα πρέπει να έχουν πλήρη πρόσβαση σε αυτά. Έτσι, ενώ η αλιεία είναι ένα μικρό μέρος της οικονομίας και στις δύο πλευρές του καναλιού της Μάγχης, το ζήτημα των αλιευτικών δικαιωμάτων έχει προσλάβει μεγάλες πολιτικές διαστάσεις.
Η Βρετανία αποχώρησε επίσημα από την ΕΕ στις 31 Ιανουαρίου του 2020, αλλά εξακολουθεί να δεσμεύεται από τους κανόνες της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένης της Κοινής Αλιευτικής Πολιτικής (ΚΑΠ), έως το τέλος του τρέχοντος έτους. Αυτό σημαίνει ότι οι αλιευτικοί στόλοι κάθε εμπλεκόμενης χώρας έχουν πλήρη πρόσβαση στα ύδατα της άλλης, εκτός από τα πρώτα 12 ναυτικά μίλια έξω από την ακτή.
Όμως και εδώ υπάρχουν εμπόδια με τους αρμόδιους Ευρωπαίους υπουργούς να συγκεντρώνονται για μαραθώνιες συνομιλίες κάθε Δεκέμβριο για να παζαρέψουν τον όγκο των ψαριών που μπορούν να αλιευθούν από κάθε είδος. Οι εθνικές ποσοστώσεις χωρίζονται στη συνέχεια, χρησιμοποιώντας ιστορικά δεδομένα που χρονολογούνται από τη δεκαετία του 1970, μία συμφωνία που η νυν βρετανική κυβέρνηση θεωρεί επιβλαβή για τη χώρα και θέλει να αυξήσει σημαντικά το μερίδιο των βρετανικών ποσοστώσεων.
Εκτός της ΕΕ, ως «ανεξάρτητο παράκτιο κράτος», το Ηνωμένο Βασίλειο θα έχει δικαιώματα ελέγχου, με βάση το Δίκαιο της Θάλασσας, σε μια αποκλειστική οικονομική ζώνη (ΑΟΖ), που εκτείνεται έως και 200 ναυτικά μίλια στον Βόρειο Ατλαντικό. Μέσα στην ΕΕ, η διαχείριση των ΑΟΖ όλων των κρατών μελών γίνεται από κοινού ως κοινός πόρος.
Η βρετανική κυβέρνηση θέλει να διεξάγει συνομιλίες κάθε έτος σχετικά με την πρόσβαση στα ύδατα του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ε.Ε., καθώς και για τις ποσοστώσεις, χρησιμοποιώντας ένα σύστημα που υπολογίζει τα μερίδια βάσει του ποσοστού κάθε είδους ψαριών σε κάθε ΑΟΖ. Αυτό κάνουν και άλλα ανεξάρτητα παράκτια κράτη όπως η Νορβηγία. Και οι αλιευτικές κοινότητες στο Ηνωμένο Βασίλειο, οι οποίες ήταν ισχυροί υποστηρικτές της εκστρατείας για έξοδο από την ΕΕ, επιμένουν σε αυτήν τη βασική αλλαγή.
Όμως, και στην άλλη πλευρά της Μάγχης, οι ευρωπαϊκές αρχές και οι εμπλεκόμενες εθνικές κυβερνήσεις, με πρώτη τη γαλλική, δέχονται ισχυρή πίεση από τις αλιευτικές κοινότητες για να διατηρηθεί όσο το δυνατόν περισσότερο το status quo. Η ΕΕ θέλει επίσης να διαιρέσει τα ποσά που επιτρέπεται να αλιεύουν τα σκάφη κάθε χώρας με τρόπο που δεν θα χρειάζεται επαναδιαπραγμάτευση κάθε χρόνο, κάτι που για να επιτευχθεί θα πρέπει να υπάρξει συμφωνία μεταξύ των δύο πλευρών.
Σε κάθε περίπτωση, η Βρετανία θα έχει σύντομα τον έλεγχο του ποιος μπορεί να αλιεύει στα νερά της και αυτό δεν αφορά μόνο το πού μπορούν να αλιευθούν τα ψάρια, αλλά και το πού μπορούν να πωληθούν τα ψάρια. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό, επειδή τα περισσότερα από τα ψάρια που εκφορτώνονται από βρετανούς ψαράδες εξάγονται (ενώ τα περισσότερα ψάρια που καταναλώνονται στο Ηνωμένο Βασίλειο εισάγονται).
Από όλα αυτά τα εξαγόμενα ψάρια, περίπου τα τρία τέταρτα πωλούνται εντός της Ε.Ε. Ορισμένα τμήματα του κλάδου -όπως τα οστρακοειδή- εξαρτώνται πλήρως από τέτοιες εξαγωγές και θα καταρρεύσουν εάν αντιμετώπιζαν ξαφνικά δασμούς ή φόρους στα προϊόντα τους. Αυτός είναι και ένας βασικός παράγοντας που επιτρέπει στην Ε.Ε. να ασκεί πίεση στο Λονδίνο σε αυτή τη σύνθετη διαπραγμάτευση.
Το Ηνωμένο Βασίλειο υποστηρίζει, από την πλευρά του, ότι η πρόσβαση στις αγορές δεν πρέπει να έχει καμία σχέση με την πρόσβαση στα αλιευτικά ύδατα. Όμως, η Ε.Ε. κάνει τον σύνδεσμο σαφή. Χωρίς συμφωνία για τα ψάρια, επιμένει, δεν θα υπάρχει ειδική πρόσβαση στην ενιαία αγορά της Ε.Ε. Ευρωπαίοι αξιωματούχοι, μάλιστα, υπογραμμίζουν ότι, εάν το Ηνωμένο Βασίλειο αποκλείσει την πρόσβαση σε αλιευτικά ύδατα, δεν μπορούν να εγγυηθούν την πλήρη πρόσβαση στην ευρωπαϊκή αγορά.