Οι νέες τεχνολογίες που έχουν εισβάλλει στις ζωές όλων μας καθιστούν την καθημερινότητά μας ευκολότερη, δημιουργούν ένα καλύτερο περιβάλλον για τις επιχειρήσεις, στηρίζουν τις οικονομίες αλλά ταυτόχρονα έχουν και ορισμένες αρνητικές «παρενέργειες».
Σε αυτές ακριβώς αναφέρονται σε πρόσφατη ανάλυσή του τρία στελέχη του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ), υπογραμμίζοντας ότι η Τεχνητή Νοημοσύνη (ΑΙ), η αυτοματοποίηση μέσω της χρήσης ρομπότ, η δημιουργία ισχυρών data centers και δικτύων (networks) μπορεί να αποτελέσουν παράγοντες οι οποίοι θα διευρύνουν τις ανισότητες μεταξύ πλούσιων και φτωχών χωρών.
Σύμφωνα με τα στελέχη του Ταμείου η πρώτη αλλαγή που προκαλούν είναι η προώθηση περισσότερων επενδύσεων στις ανεπτυγμένες χώρες, οι οποίες, ήδη, έχουν προχωρήσει σε αυτές τις τεχνολογίες, με αποτέλεσμα η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας στις αναπτυσσόμενες να μειώνεται, καθώς οι μηχανές είναι, πλέον, σχεδόν απόλυτα έτοιμες να αντικαταστήσουν τους ανθρώπους. Ένας τρόπος προστασίας θα ήταν οι κυβερνήσεις των αναπτυσσόμενων χωρών να λάβουν μέτρα ώστε από τη μία πλευρά να αυξήσουν την παραγωγικότητα και από την άλλη να ενισχύσουν την εκπαίδευση του εργατικού τους δυναμικού.
Εφαρμόζοντας ένα μοντέλο σύγκρισης μεταξύ δύο χωρών, μίας ανεπτυγμένης και μίας αναπτυσσόμενης, στην ανάλυση εξετάζονται τρεις βασικοί πυλώνες της παραγωγικής διαδικασίας: εργατικό δυναμικό, κεφάλαια, και χρήση τεχνολογιών όπως η Τεχνητή Νοημοσύνη. Το πρώτο συμπέρασμα που εξάγεται είναι ότι οι μηχανές τείνουν να αντικαταστήσουν το εργατικό δυναμικό, ενώ η Τεχνητή Νοημοσύνη καθιστά σχεδόν αδύνατη τη σύγκριση της παραγωγής που μπορεί να φέρει σε πέρας μία μηχανή με αυτή ενός «κανονικού» εργαζόμενου.
Υπάρχουν τέσσερις ακόμη παράγοντες που δείχνουν το χάσμα που δημιουργείται:
- Παραγωγή: Οι προηγμένες οικονομίες έχουν υψηλότερους μισθούς επειδή η συνολική παραγωγικότητα της είναι μεγαλύτερη. Η αύξηση των μισθών οδηγεί τις επιχειρήσεις στις προηγμένες οικονομίες να χρησιμοποιούν εντατικότερα τα ρομπότ, ιδιαίτερα σε κλάδους που η αντικατάσταση των κανονικών εργαζόμενων είναι πιο εύκολη. Στη συνέχεια, όταν αυξάνεται η παραγωγικότητα του ρομπότ, η προηγμένη οικονομία θα ωφεληθεί περισσότερο μακροπρόθεσμα. Αυτή η απόκλιση μεγαλώνει, όσο περισσότερα ρομπότ αντικαθιστούν τους εργαζόμενους.
- Ροή επενδύσεων: Η αύξηση της παραγωγικότητας των ρομπότ τροφοδοτεί την έντονη ζήτηση για επενδύσεις σε ρομπότ και παραδοσιακό κεφάλαιο (το οποίο θεωρείται ότι είναι συμπληρωματικό των ρομπότ και της εργασίας). Αυτή η ζήτηση είναι μεγαλύτερη στις προηγμένες οικονομίες λόγω της μεγαλύτερης χρήσης ρομπότ. Ως αποτέλεσμα, οι επενδύσεις εκτρέπονται από τις αναπτυσσόμενες χώρες για τη χρηματοδότηση αυτού του κεφαλαίου και της συσσώρευσης ρομπότ σε προηγμένες οικονομίες, με αποτέλεσμα τη μεταβατική μείωση του ΑΕΠ στην αναπτυσσόμενη χώρα.
- Εμπόριο: Μια αναπτυσσόμενη οικονομία πιθανότατα θα ειδικεύεται σε τομείς που βασίζονται περισσότερο στην ανειδίκευτη εργασία, την οποία έχει περισσότερο ανάγκη σε σύγκριση με μια προηγμένη οικονομία. Όσο η χρήση των ρομπότ αυξάνει, τόσο αποδυναμώνεται και η εμπορική ισχύς μίας αναπτυσσόμενης οικονομίας. Παράλληλα μειώνεται το κίνητρο για επενδύσεις σε αυτή και ενδεχομένως μπορεί να επέλθει υποχώρηση και στο ΑΕΠ της.
- Μισθοί: Εάν τελικώς τα ρομπότ μπορούν να αντικαταστήσουν πράγματι τους εργαζόμενους καθίσταται σαφές ότι για τους πολίτες των αναπτυσσόμενων οικονομιών το βάρος θα είναι σαφώς μεγαλύτερο, αν και πιέσεις θα δεχθεί και το εργατικό δυναμικό των ανεπτυγμένων περιοχών.Αρκετές εταιρείες, στοχεύοντας και στη μείωση του κόστους εργασίας, δεν θα διστάσουν να χρησιμοποιήσουν ρομπότ όπου αυτό είναι εφικτό.
Με δεδομένο τον γρήγορο ρυθμό της τεχνολογικής επανάστασης, μία εκ των βασικών κινήσεων που μπορεί να πραγματοποιήσει μία αναπτυσσόμενη οικονομία είναι να επενδύσει στην αύξηση της συνολικής παραγωγικότητας και του επιπέδου δεξιοτήτων του εργατικού της δυναμικού.