Οι ψηφοφόροι της Αυστρίας σε ποσοστό 63% θέλουν να δουν το κόμμα των Πρασίνων στη νέα κυβέρνηση συνασπισμού που αναμένεται να προκύψει έπειτα από διερευνητικές επαφές και τις διαπραγματεύσεις τις οποίες διεξάγει με τα άλλα κόμματα ο απερχόμενος και εντολοδόχος καγκελάριος Σεμπάστιαν Κουρτς ως αρχηγός του συντηρητικού Λαϊκού Κόμματος, νικητή των πρόωρων βουλευτικών εκλογών της 29ης Σεπτεμβρίου.
Σε αντιπροσωπευτική δημοσκόπηση που δημοσιεύει σήμερα η εφημερίδα Der Standard, σε ποσοστό 85% οι ερωτηθέντες υποστηρίζουν ότι το Λαϊκό Κόμμα θα πρέπει να εκπροσωπείται με υπουργούς του στην επόμενη κυβέρνηση, σε ποσοστό 63% υποστηρίζουν το ίδιο για τους Πράσινους και ένα 45% για το μικρότερο κόμμα στη νέα Βουλή, το θεωρούμενο ως νεοφιλελεύθερο ΝΕΟΣ (Νέα Αυστρία).
Αρκετά χαμηλότερα είναι τα ποσοστά εκείνων που υποστηρίζουν μία συμμετοχή στη μελλοντική κυβέρνηση είτε του δεύτερου σε δύναμη Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος είτε του τρίτου μεγαλύτερου κόμματος, του ακροδεξιού εθνικιστικού Κόμματος των Ελευθέρων. Το Κόμμα των Ελευθέρων -- το οποίο συγκυβερνούσε με το Λαϊκό Κόμμα μεταξύ Δεκεμβρίου 2017 και Μαίου 2019, όταν διαλύθηκε ο συνασπισμός τους εξαιτίας της "Υπόθεσης Ίμπιζα" -- έχοντας δηλώσει ότι εξαιτίας των τεράστιων απωλειών του στις εκλογές (ποσοστό 16% έναντι 26% στις προηγούμενες εκλογές τον Οκτώβριο 2017) θα περάσει στην αντιπολίτευση, δεν συμμετέχει πλέον στις συνομιλίες για σχηματισμό νέας κυβέρνησης.
Από την πλευρά τους, οι Σοσιαλδημοκράτες, οι οποίοι τα τελευταία εικοσιτετράωρα συνταράσσονται από εσωκομματική διαμάχη προωθώντας, σύμφωνα με σημερινά σχόλια του αυστριακού Τύπου, "την αυτοκαταστροφή τους", έχουν διαμηνύσει με δηλώσεις της αρχηγού τους Παμέλα Ρέντι-Βάγκνερ την περασμένη εβδομάδα ότι δεν είναι διαθέσιμοι "για εικονικές διαπραγματεύσεις ή τακτική κωλυσιεργίας" και ότι είναι καιρός να αρχίσουν πραγματικές κυβερνητικές διαπραγματεύσεις.
Οι Πράσινοι θεωρούνται από τους περισσότερους αναλυτές στη Βιέννη ο πιθανότερος κυβερνητικός εταίρος του Λαϊκού Κόμματος στη μελλοντική κυβέρνηση υπό τον Σεμπάστιαν Κουρτς, χωρίς να αποκλείεται και μία τριμερής κυβερνητική συνεργασία του Λαϊκού Κόμματος, των Πράσινων και του ΝΕΟΣ - το τελευταίο θα μπορούσε να διαδραματίσει "ρόλο γέφυρας-μεσολαβητή" μεταξύ των δύο άλλων κομμάτων σε ζητήματα στα οποία δεν υπάρχει σύγκλιση των θέσεων τους.
Ανοικτό παραμένει το ενδεχόμενο, σε περίπτωση αποτυχίας των διαπραγματεύσεων για ένα συνασπισμό Λαϊκού Κόμματος και Πράσινων, να υπάρξει επιστροφή στην προηγούμενη κυβερνητική συνεργασία Λαϊκού Κόμματος και Ελευθέρων, όπως είχε συμβεί έπειτα από τις εκλογές του 2002, όταν είχαν οδηγηθεί σε αποτυχία οι τότε διαπραγματεύσεις με τους Πράσινους. Στη δημοσκόπηση και σε σχέση με ένα τέτοιο ενδεχόμενο, οι ερωτηθέντες απαντούν σε ποσοστό 60% ότι θα προτιμούσαν μία κυβέρνηση συνασπισμού Λαϊκού Κόμματος και Πράσινων, από μία επιστροφή σε εκ νέου συνεργασία Λαϊκού Κόμματος και Ελευθέρων.
Το σενάριο μίας κυβέρνησης μειοψηφίας του Λαϊκού Κόμματος, στην περίπτωση αποτυχίας των διαπραγματεύσεων του για σχηματισμό κυβέρνησης με κάποιο άλλο κόμμα -- ένα ενδεχόμενο που δεν αποκλείει ο εντολοδόχος καγκελάριος Σεμπάστιαν Κουρτς -- υποστηρίζει στη δημοσκόπηση μόνον ένα ποσοστό 21%, ενώ τα δύο τρίτα των ερωτηθέντων απορρίπτουν κάτι τέτοιο.
Στις πρόσφατες πρόωρες εκλογές "μεγάλοι νικητές" υπήρξαν το Λαϊκό Κόμμα, το οποίο, αποσπώντας ποσοστό 37,5% πέτυχε τη μεγαλύτερη διαφορά (16,3 ποσοστιαίες μονάδες) στην μεταπολεμική Αυστρία από το δεύτερο σε δύναμη κόμμα, τους Σοσιαλδημοκράτες -- που, με 21,2% έφεραν το χειρότερο έως τώρα εκλογικό τους αποτέλεσμα -- και οι Πράσινοι, που, έπειτα από την απουσία τους στην απερχόμενη Βουλή, επανέρχονται με ένα εντυπωσιακό ποσοστό 13,9%.
Στους "νικητές" συγκαταλέγεται και το κόμμα ΝΕΟΣ (Νέα Αυστρία) που αύξησε τη δύναμή του στο 8,1%, κατά 2,8 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με τις τελευταίες εκλογές του Οκτωβρίου 2017.
"Καταστροφική" ήταν η πτώση κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες, στο 16,2%, της δύναμης του ακροδεξιού εθνικιστικού Κόμματος των Ελευθέρων που συγκυβερνούσε με το Λαϊκό Κόμμα μέχρι τέλη Μαΐου, όταν διαλύθηκε ο συνασπισμός τους εξαιτίας του πρωτοφανούς σκανδάλου διαφθοράς και πολιτικής συναλλαγής, γνωστού ως "Υπόθεση Ίμπιζα".