Μια ολοκληρωμένη στρατηγική για τον μετριασμό της κλιματικής αλλαγής θα μπορούσε να ενισχύσει το παγκόσμιο ΑΕΠ κατά τα πρώτα 15 χρόνια της ανάκαμψης από την πανδημία κατά περίπου 0,7% ετησίως, κατά μέσο όρο, και να ενισχύσει την απασχόληση με περίπου 12 εκατ. νέες θέσεις εργασίας παγκοσμίως, σε ετήσια βάση. Καθώς η ανάκαμψη θα προχωράει, οι προαναγγελθείσες και σταδιακά αυξανόμενες τιμές του άνθρακα θα γίνουν ένα ισχυρό εργαλείο για την επίτευξη της απαιτούμενης μείωσης των εκπομπών.
Αυτό σημειώνει ανάλυση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, που χαρτογραφεί τις πολιτικές για την καλύτερη δυνατή μετάβαση σε πιο φιλικές για το περιβάλλον πηγές ενέργειας, ακόμη και εν μέσω των δράσεων για την ανάκαμψη της οικονομίας από την υγειονομική κρίση. Ωστόσο εκτός από το κατάλληλο μείγμα πολιτικών που θα επιλέξουν οι χώρες για την επίτευξη των περιβαλλοντικών στόχων, οι πολιτικές θα πρέπει να προβλέπουν και τη μείωση του βάρους της μετάβασης στους οικονομικά ασθενέστερους.
Ειδικότερα, όπως επισημαίνει το ΔΝΤ οι χώρες θα πρέπει να βοηθήσουν στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής μέσω δύο κύριων καναλιών: επηρεάζοντας τη σύνθεση και τη συνολική χρήση ενέργειας.
Όπως σημειώνει το Ταμείο η θερμοκρασία παγκοσμίως έχει αυξηθεί κατά περίπου 1° C από την προ-βιομηχανική εποχή λόγω της συσσώρευσης στην ατμόσφαιρα των αερίων του θερμοκηπίου. Εάν δεν ληφθούν αυστηρά μέτρα για τον περιορισμό των εκπομπών αυτών των αερίων, η θερμοκρασία θα μπορούσε να αυξηθεί παγκοσμίως κατά 2 – 5 ° C έως το τέλος αυτού του αιώνα. Η διατήρηση των θερμοκρασιών σε επίπεδα που θεωρούνται ασφαλή από τους επιστήμονες προϋποθέτει μηδενικές καθαρές εκπομπές άνθρακα σε παγκόσμιο επίπεδο έως τα μέσα του αιώνα.
Το Ταμείο σημειώνει ότι τα εργαλεία οικονομικής πολιτικής μπορούν να ανοίξουν τον δρόμο προς μηδενικές εκπομπές έως το 2050, ακόμη και εν μέσω των προσπαθειών οικονομικής ανάκαμψης από την πανδημία της COVID-19. Με αυτές τις πολιτικές μπορεί να υποστηριχθεί η οικονομική ανάπτυξη, η απασχόληση και η εισοδηματική ισότητα.
Ωστόσο, το κόστος και τα οφέλη των διαφόρων πολιτικών καθορίζονται από τον τρόπο εκμετάλλευσης των διαφορετικών μέσων πολιτικής. Για παράδειγμα, η επιβολή φόρου άνθρακα καθιστά τα βρώμικα καύσιμα πιο ακριβά και ενθαρρύνει τους καταναλωτές ενέργειας να στρέψουν την κατανάλωσή τους σε πιο πράσινα καύσιμα. Η συνολική κατανάλωση ενέργειας μειώνεται επίσης επειδή η ενέργεια γίνεται πιο ακριβή.
Αντίθετα, οι πολιτικές που στοχεύουν να καταστήσουν την πράσινη ενέργεια φθηνότερη και πιο εύκολα διαθέσιμη (επιδοτήσεις ή άμεσες δημόσιες επενδύσεις στην πράσινη ενέργεια) αυξάνουν το μερίδιο της ενέργειας χαμηλών εκπομπών ρύπων. Ωστόσο, καθιστώντας την ενέργεια φθηνότερη συνολικά, οι επιδοτήσεις πράσινης ενέργειας συνεχίζουν να ενθαρρύνουν τη συνολική ζήτηση ενέργειας ή τουλάχιστον δεν συνεισφέρουν στην μείωσή της.
Αυτό οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η αντιστοίχιση των φόρων άνθρακα με πολιτικές που μετριάζουν τον αντίκτυπο στο ενεργειακό κόστος των καταναλωτών μπορούν να επιφέρουν ταχείες μειώσεις εκπομπών χωρίς σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στην παραγωγή και την απασχόληση. Οι χώρες θα πρέπει αρχικά να επιλέξουν ένα πράσινο κίνητρο επένδυσης –όπως οι επενδύσεις σε καθαρές ενεργειακά δημόσιες συγκοινωνίες, έξυπνα δίκτυα ηλεκτρικής ενέργειας για την ενσωμάτωση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και ανακαίνιση κτιρίων για να καταστούν πιο ενεργειακά αποδοτικά.
Αυτή η πράσινη ώθηση των υποδομών θα επιτύχει δύο στόχους:
- Πρώτον, θα ενισχύσει το παγκόσμιο ΑΕΠ και την απασχόληση κατά τα πρώτα χρόνια της ανάκαμψης από την κρίση COVID-19.
- Δεύτερον, οι πράσινες υποδομές θα αυξήσουν την παραγωγικότητα σε τομείς χαμηλών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, ενθαρρύνοντας έτσι τον ιδιωτικό τομέα να επενδύσει σε αυτούς τους τομείς και διευκολύνοντας την προσαρμογή στις υψηλότερες τιμές του άνθρακα.
Η ανάλυση σεναρίων υποδηλώνει ότι μια ολοκληρωμένη στρατηγική πολιτικής για τον μετριασμό της κλιματικής αλλαγής θα μπορούσε να ενισχύσει σημαντικά το παγκόσμιο ΑΕΠ και την απασχόληση κατά τα πρώτα 15 χρόνια της ανάκαμψης. Καθώς η ανάκαμψη θα προχωράει οι προαναγγελθείσες και σταδιακά αυξανόμενες τιμές του άνθρακα θα γίνουν ένα ισχυρό εργαλείο για την επίτευξη της απαιτούμενης μείωσης των εκπομπών.
Εάν εφαρμοστεί ένα τέτοιο πρόγραμμα πολιτικής θα θέσει την παγκόσμια οικονομία σε βιώσιμο δρόμο, μειώνοντας τις εκπομπές και περιορίζοντας την κλιματική αλλαγή. Το καθαρό αποτέλεσμα θα μειώσει κατά το ήμισυ περίπου την αναμενόμενη απώλεια παραγωγής από την κλιματική αλλαγή και θα προσφέρει μακροπρόθεσμα μεγάλα πραγματικά κέρδη στο ΑΕΠ.
Κόστος μετάβασης
Παρά τα μακροπρόθεσμα οφέλη και την αρχική ώθηση στην οικονομική δραστηριότητα, τέτοιες πολιτικές επιβάλλουν ένα σημαντικό οικονομικό κόστος κατά τη μετάβαση. Μεταξύ 2037 – 50, η στρατηγική μετριασμού θα μείωνε το παγκόσμιο ΑΕΠ κατά περίπου 0,7% κατά μέσο όρο κάθε χρόνο και κατά 1,1% το 2050 σε σχέση με τις αμετάβλητες πολιτικές. Αυτό το κόστος φαίνεται διαχειρίσιμο, ωστόσο, δεδομένου ότι η παγκόσμια παραγωγή προβλέπεται να αυξηθεί κατά 120% από τώρα έως το 2050. Η έλλειψη της παραγωγής θα μπορούσε να μειωθεί περαιτέρω εάν οι κλιματικές πολιτικές ενθαρρύνουν την τεχνολογική ανάπτυξη σε καθαρές τεχνολογίες. Επιπλέον, θα πρέπει να υπολογιστεί και η μείωση κόστους στις χώρες από τους κλάδους της υγείας για παράδειγμα εάν «πιάσουμε» τους στόχους περιορισμού της κλιματικής αλλαγής.
Το μεταβατικό κόστος παραγωγής που σχετίζεται με το πακέτο πολιτικής ποικίλλει σημαντικά μεταξύ των χωρών. Ορισμένες από τις προηγμένες οικονομίες ενδέχεται να αντιμετωπίσουν μικρότερο οικονομικό κόστος ή ακόμη και να βλέπουν κέρδη καθ' όλη τη διάρκεια της μετάβασης. Δεδομένων των προηγούμενων επενδύσεών τους σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, αυτές οι οικονομίες μπορούν να αυξήσουν ευκολότερα τη χρήση τους και να αποφύγουν το μεγάλο κόστος προσαρμογής. Χώρες με ταχεία οικονομική ανάπτυξη ή αύξηση του πληθυσμού (όπως για παράδειγμα η Ινδία) και οι χώρες παραγωγής πετρελαίου θα πρέπει να αναμένουν μεγαλύτερο οικονομικό κόστος, χάνοντας φθηνές μορφές ενέργειας, όπως άνθρακας ή πετρέλαιο. Ωστόσο, αυτό το κόστος παραγωγής παραμένει μικρό για τις περισσότερες χώρες και πρέπει να σταθμιστεί έναντι των ζημιών που θα αποφευχθούν από την κλιματική αλλαγή και τα οφέλη για την υγεία από τη μείωση της χρήσης ορυκτών καυσίμων.
Μείωση του βάρους στους οικονομικά αδύναμους
Τα νοικοκυριά με χαμηλό εισόδημα είναι πιο πιθανό να πληγούν από την αύξηση στην τιμολόγηση του άνθρακα, καθώς ξοδεύουν ένα σχετικά μεγάλο μερίδιο του εισοδήματός τους στην ενέργεια και είναι πιθανότερο να απασχολούνται σε εργασίες σχετικές με την παραγωγή ενέργειας με τη χρήση άνθρακα. Οι κυβερνήσεις μπορούν να χρησιμοποιήσουν διάφορες πολιτικές για να περιορίσουν τις αρνητικές επιπτώσεις των υψηλότερων τιμών του άνθρακα στα νοικοκυριά. Για παράδειγμα, μπορούν να μειώσουν πλήρως ή εν μέρει τα έσοδα από άνθρακα μέσω άμεσης επιδότησης των ασθενέστερων.
Η έρευνα του ΔΝΤ διαπίστωσε ότι για να προστατεύσει πλήρως τα νοικοκυριά που βρίσκονται στο χαμηλότερο 40% της εισοδηματικής κλίμακας, η κυβέρνηση των ΗΠΑ θα πρέπει να μεταφέρει το 55% των εσόδων από τον άνθρακα, ενώ η κινεζική κυβέρνηση θα πρέπει να μεταφέρει το 40%.
Επίσης, οι υψηλότερες δημόσιες δαπάνες -για παράδειγμα σε καθαρές δημόσιες υποδομές- θα μπορούσαν να δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας σε τομείς χαμηλών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα για την αντιστάθμιση των απωλειών θέσεων εργασίας σε τομείς υψηλών εκπομπών άνθρακα. Οι εργαζόμενοι με νέο εξοπλισμό θα βοηθήσουν επίσης στην εξομάλυνση των μεταβάσεων εργασίας σε τομείς χαμηλών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα.