Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα εναντίον του το 2016, έχει κατορθώσει να μετατραπεί στον απόλυτο «Σουλτάνο», ελέγχοντας τα πάντα εντός της χώρας του.
Υπάρχει, όμως, ένας τομέας που ό,τι και εάν κάνει δεν κατορθώνει να τον διαχειριστεί, με τη μόνη του δυνατότητα να είναι κάποιες κενές απειλές και ορισμένες κινήσεις φανερής απελπισίας. Πρόκειται για τον τομέα των αγορών και κυρίως αυτόν συναλλάγματος.
Ξεκίνησε τον πόλεμο ενάντια σε όσους «επιδιώκουν να χειραγωγήσουν τη λίρα», ενώ διέταξε την Κεντρική Τράπεζα να μειώνει συνεχώς τα επιτόκια, ακόμη και εάν αυτό είναι μία κίνηση καθαρής αυτοκτονίας, με δεδομένη την κατάσταση στην οποία βρίσκεται η τουρκική οικονομία.
Παράλληλα οι κρατικές τουρκικές τράπεζες διογκώνουν τις short θέσεις τους έναντι του δολαρίου, σε μία απελπισμένη προσπάθεια να υπάρξει διατήρηση της ισοτιμίας της λίρας ενός περιορισμένης κλίμακας και φυσικά να αποφευχθεί μία συναλλαγματική κρίση που θα διέλυε πλήρως την τουρκική οικονομία.
Την ίδια ώρα η Κεντρική Τράπεζα συνεχίζει να «καίει» τα συναλλαγματικά της αποθέματα, αγοράζοντας μετά μανίας λίρες προκειμένου με αυτόν τον τρόπο να στηρίξει το νόμισμα. Όμως όλα τα παραπάνω όχι μόνο δεν πείθουν κανέναν αλλά καθιστούν απόλυτα σίγουρους τους επενδυτές ότι η κατάσταση στην τουρκική οικονομία, εάν συνεχιστεί αυτή η πολιτική, θα καταστεί μη αναστρέψιμη.
Όπως αποδεικνύει και το διάγραμμα που ακολουθεί, η λίρα, κάποτε το νόμισμα των αναδυόμενων αγορών με τις μεγαλύτερες συναλλαγές, έχει μετατραπεί σε παρία. Και αυτό γιατί η Τουρκία έχει καταστήσει σχεδόν αδύνατη τις ελεύθερες συναλλαγές της από ξένους διαχειριστές κεφαλαίων.
«Η εφαρμοζόμενη πολιτική στην αγορά συναλλάγματος υποδηλώνει ότι η προηγούμενη, μακροχρόνια δέσμευση της Τουρκίας για μια ευέλικτη συναλλαγματική ισοτιμία έχει αποδυναμωθεί», αναφέρεται σε έκθεση της Fitch για την τουρκική οικονομία και κυρίως για τις προοπτικές της λίρας. Παράλληλα εκτιμά ότι η Κεντρική Τράπεζα της Τουρκίας εξ ανάγκης θα συνεχίσει τις παρεμβάσεις της στην αγορά συναλλάγματος, ενώ προσθέτει ότι η τράπεζα πιθανώς θα αναγκαστεί, λόγω των αρνητικών συνθηκών και στη διεθνή οικονομία, να συνεχίσει τις μειώσεις επιτοκίων, δημιουργώντας τις κατάλληλες συνθήκες για ακόμη μεγαλύτερη πίεση στο τουρκικό νόμισμα.
Βάσει στοιχείων που παρουσιάζει το πρακτορείο Bloomberg:
- Η Κεντρική Τράπεζα της Τουρκίας, σύμφωνα με την Goldman Sachs, έχει χρησιμοποιήσει συναλλαγματικά αποθέματα 85 δισ. δολαρίων από το 2018 έως και σήμερα για να στηρίξει τη λίρα.
- Το ποσοστό των ξένων επενδυτών στην τουρκική αγορά συνεχώς συρρικνώνεται, έχοντας υποχωρήσει στο ιστορικό χαμηλό του 5%. Κατά τη διάρκεια του τελευταίου 12μηνου έως τα μέσα Ιουνίου 2020, οι εκροές κεφαλαίων από ομόλογα σε λίρα έχουν φθάσει στα 7,5 δισ. δολάρια, δηλαδή στο υψηλότερο επίπεδο τουλάχιστον από το 2015.
- Μόλις μία στις τέσσερις συναλλαγές λίρας που πραγματοποιούν οι τουρκικές τράπεζες κατά τη διάρκεια των τελευταίων 30 ημερών είναι με ξένους επενδυτές. Είναι το χαμηλότερο επίπεδο από το 2007.
- Οι ξένοι επενδυτές, βάσει στοιχείων της Κεντρικής Τράπεζας της Τουρκίας, έχουν αποσύρει κεφάλαια 8 δισ. δολαρίων από τουρκικές μετοχές το α' εξάμηνο, με τις συνολικές τοποθετήσεις τους να φθάνουν στα 24,4 δισ. δολάρια.
Το αδιέξοδο του Ερντογάν
Η διαταγή Ερντογάν για όλο και χαμηλότερο κόστος δανεισμού, έχει οδηγήσει την Κεντρική Τράπεζα σε εννέα διαδοχικές μειώσεις επιτοκίων. Αυτό τροφοδότησε τη ζήτηση για δάνεια και μείωσε το οικονομικό πλήγμα από την πανδημία, αφήνοντας, όμως, παράλληλα εκτεθειμένη τη λίρα στους πωλητές.
Ο επικεφαλής της Κεντρικής Τράπεζας της Τουρκίας, Μουράτ Οϊσάλ, δήλωσε τον Μάιο ότι η Τουρκία δεν στηρίζει κάποιο συγκεκριμένο επίπεδο ισοτιμίας λίρας - δολαρίου αλλά αντίθετα στηρίζει το καθεστώς κυμαινόμενων ισοτιμιών. Πολλοί επενδυτές ανησυχούν ότι εμποδίζοντας την υποτίμηση της λίρας, υπάρχει ο κίνδυνος οι οικονομικές ανισορροπίες να καταστούν ακόμη πιο επιθετικές, με δεδομένες τις εκτιμήσεις για μία σοβαρή συρρίκνωση της τουρκικής οικονομίας το επόμενο διάστημα.
Μία ακόμη απόδειξη των λανθασμένων οικονομικών πολιτικών του Ερντογάν ήταν η απόφαση, τον Μάιο, της BNP Paribas τον Μάιο να ξεκινήσει τη συρρίκνωση των δραστηριοτήτων της στην αγορά συναλλάγματος της λίρας.
Υπάρχει επίσης ο αντίκτυπος σε άλλες αγορές. Οι αρχές απαγόρευσαν το short selling τραπεζικών μετοχών τον Οκτώβριο του 2019 και επέκτειναν αυτό το μέτρο σε όλες τις μετοχές τον Φεβρουάριο του 2020. Τέτοιου είδους περιορισμοί, πέραν όλων των άλλων, θα μπορούσαν να οδηγήσουν και σε έξοδο της τουρκικής χρηματιστηριακής αγοράς από τον βασικό δείκτη MSCI.