Το πετρέλαιο προσγειώνεται ανώμαλα σε επίπεδα που είχε να δει η αγορά για σχεδόν 20 χρόνια. Στην επιδημία του κορονοϊού ήρθε να προστεθεί ο πόλεμος χαρακωμάτων που έχει ξεκινήσει μεταξύ Ρωσίας και Σ. Αραβίας στην αγορά πετρελαίου με τους άλλοτε συμμάχους να έχουν μετατραπεί σε εχθρούς και κανέναν να μην φαίνεται να έχει πρόθεση να επανεξετάσει τη θέση του.
Άλλωστε η όλη υπόθεση αποτελεί, πέραν όλων των άλλων, και θέμα πρεστίζ, κυρίως για τον Ρώσο πρόεδρο, Βλαντιμίρ Πούτιν, στον οποίο, όπως λένε οι συνεργάτες του, δεν «αρέσει καθόλου να τον εκβιάζουν». Όμως το μέγα ερώτημα είναι πόσο θα αντέξει η ρωσική οικονομία, η οποία σαφώς δεν βρίσκεται στην καλύτερη περίοδό της, την υπερηφάνεια του Πούτιν.
Ο πόλεμος ξεκίνησε όταν η Ρωσία –μέλος του ΟΠΕΚ+, δηλαδή των κρατών μελών του ΟΠΕΚ και των χωρών παραγωγής πετρελαίου εκτός του οργανισμού- αρνήθηκε να συμμορφωθεί στο αίτημα της Σ. Αραβίας για σημαντική μείωση της ημερήσιας παραγωγής, προκειμένου να υπάρξει στήριξη των τιμών πετρελαίου. Το Ριάντ όχι μόνο… θύμωσε αλλά απείλησε και το πράττει σταδιακά να γεμίσει την αγορά πετρέλαιο, οδηγώντας τις τιμές σε ελεύθερη πτώση με απώτερο στόχο να ισοπεδώσει τη ρωσική οικονομία.
Οι πρώτες επιπτώσεις της επίθεσης του Ριάντ είναι εμφανείς, με το ρωσικό ρούβλι να βυθίζεται, την Κεντρική Τράπεζα να αναγκάζεται να αλλάξει νομισματική πολιτική για να στηρίξει το νόμισμα και να μην προχωρά στην πρόσφατη συνεδρίασή της σε μείωση του βασικού επιτοκίου αλλά να το διατηρεί σταθερό. Εάν σε όλα τα παραπάνω προστεθεί και η λαίλαπα του κορονοϊού, ο οποίος ήρθε να πλήξει ακόμη περισσότερο τη ζήτηση μαύρου χρυσού, το μέλλον για την αγορά πετρελαίου και τη ρωσική οικονομία, η οποία βασίζεται κυρίως στις εξαγωγές ενεργειακών προϊόντων δεν μοιάζει και τόσο ευοίωνο.
Βάσει των στοιχείων που υπάρχουν ο ρωσικός προϋπολογισμός έχει σχεδιαστεί με την εκτίμηση ότι η μέση τιμή πετρελαίου θα βρεθεί φέτος πάνω από τα 40 δολάρια και με δεδομένη τη διολίσθησή της κάτω από τα 30 δολάρια, τότε καθίσταται σαφές ότι η Ρωσία, μεταξύ άλλων, θα βρεθεί αντιμέτωπη και με σημαντικό έλλειμμα.
Ο «ατσάλινος» Πούτιν
Ο Ρώσος πρόεδρος έχει και στο παρελθόν μείνει πιστός στις θέσεις του και δεν έχει υποχωρήσει σε πιέσεις, ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της πολύχρονης παντοδυναμίας του στην εξουσία.
Από τη βίαιη καταστολή των ισλαμιστών τρομοκρατών στην Τσετσενία μέχρι την πρόσφατη αναμέτρηση με την Τουρκία για τον εμφύλιο πόλεμο στη Συρία, ο Πούτιν έχει δείξει ότι είναι πρόθυμος να αντιμετωπίσει τους εχθρούς ενάντια στις στρατιωτικές και οικονομικές πιέσεις. Το 2014, όταν κύματα δυτικών κυρώσεων για την προσάρτηση της Κριμαίας έπληξαν την οικονομία της Ρωσίας και μερικούς από τους στενότερους συνεργάτες της, αρνήθηκε να εξετάσει τις εκκλήσεις από μερικούς από τους συμμάχους του για να μαλακώσει τη γραμμή του.
Νωρίτερα φέτος, η Rosneft PJSC, η οποία διευθύνεται από τον στενό σύμμαχο του προέδρου Ιγκόρ Σεχίν, αγνόησε τις κυρώσεις των ΗΠΑ σχετικά με το εμπόριο αργού Βενεζουέλας. Η ομάδα του Πούτιν αναμένει ότι η κατάρρευση των συνομιλιών του ΟΠΕΚ + θα οδηγήσει σε πτώση των τιμών, εκτιμούν ορισμένοι ειδικοί, προσθέτοντας ότι η ρωσική ηγεσία ήταν έτοιμη για βουτιά του πετρελαίου ακόμη και χαμηλότερα από τα 20 δολάρια.
Το Κρεμλίνο είναι ακόμα ανοικτό στη συνεργασία με τον ΟΠΕΚ, αλλά με τους δικούς του όρους. Από την άλλη πλευρά και το Ριάντ διαθέτει και την οικονομική ευχέρεια να παραμείνει στη δική του θέση, αναμένοντας από τη Ρωσία να υποχωρήσει. Σε αυτό τον πόλεμο της αγοράς πετρελαίου μετρούν πολύ και οι πολιτικές εντυπώσεις: ούτε ο Πούτιν, ούτε ο πρίγκιπας διάδοχος Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν, θέλουν να φανεί ότι υποχώρησαν πρώτοι.
«Για να υπάρξει εκ νέου συνεργασία θα πρέπει να επιδοθούν σε έναν περίπλοκο χορό δημοσίων σχέσεων. Όσο η Ρωσία διατηρεί τη θέση που έχει αυτή τη στιγμή κάτι τέτοιο είναι αδύνατο», εκτιμά η Ελίνα Ριμπάκοβα, οικονομολόγος στο Ινστιτούτο Διεθνών Οικονομικών.