Από τα πρώτα λεπτά κιόλας μετά την απόπειρα δολοφονίας κατά του Ντόναλντ Τραμπ, θεωρίες συνωμοσίας άρχισαν να κατακλύζουν το διαδίκτυο, με κάποιους να μιλούν για έναν σκοπευτή που έδρασε με «εντολές» του προέδρου Μπάιντεν ή του «βαθέος κράτους», ενώ άλλοι έλεγαν για ένα σκηνοθετημένο περιστατικό που είχει σκοπό «να κάνει τον πρώην πρόεδρο ήρωα».
Για παράδειγμα, το βίντεο σε κοντινό πλάνο μιας «ύποπτης» που συμμετείχε στην προεκλογική συγκέντρωση, κρατώντας ένα πλακάτ που έγραφε «Μπάιντεν» ή μια φωτογραφία με πράκτορες ασφαλείας να κρατούν χαμογελώντας τον ματωμένο Ντόναλντ Τραμπ κυκλοφόρησαν μαζικά στην πλατφόρμα X, στα αγγλικά, στα γαλλικά ακόμη και στα πορτογαλικά ως «απόδειξη» ότι η επίθεση ήταν «οργανωμένη» και «σχεδιασμένη».
Τί και αν η γυναίκα με το καπέλο κρατούσε κατά πάσα πιθανότητα το ίδιο πλακάτ με τους διπλανούς της «Τζο Μπάιντεν, απολύεσαι», και η φωτογραφία των μελών των μυστικών υπηρεσιών πιθανότατα ήταν αποτέλεσμα photoshop, σύμφωνα με έρευνα του Γαλλικού Πρακτορείου: οι φήμες πλημμυρίζουν το διαδίκτυο μετά τη συγκέντρωση στην Πενσυλβάνια το Σάββατο.
Αμέτρητοι χρήστες του διαδικτύου προσπάθησαν επίσης να ταυτοποιήσουν οι ίδιοι τον δράστη, με κάποιους να ισχυρίζονται ψευδώς, συγκεκριμένα, ότι ήταν ένας Ιταλός YouTuber.
Το βίντεο με έναν άνδρα να βιντεοσκοπεί τον εαυτό του μέσα στο αυτοκίνητό του και να αφήνει να εννοηθεί ότι ήταν ο δολοφόνος κυκλοφόρησε επίσης ευρέως, αν και πολλά αμερικανικά μέσα το θεώρησαν μια φάρσα.
Για τον ερευνητή πολιτικών επιστημών Τζούλιεν Γκάιρι, η συλλογική υστερία του Σαββατοκύριακου γύρω από την απόπειρα δολοφονίας του Τραμπ δεν αποτελεί έκπληξη, «σε μια εποχή όπως αυτή που ζούμε και με μια προσωπικότητα σαν αυτή». «Θα αποτελούσε έκπληξη αν δεν εμφανιζόντουσαν θεωρίες συνωμοσίας...», τόνισε.
Πόσo δε μάλλον που το πλήθος εικόνων, επίσημων και ερασιτεχνικών, του συμβάντος έδωσαν «τη δυνατότητα η συζήτηση να... ξεφύγει», όπως είπε.
Η ίδια η απόπειρα δολοφονίας, τονίζει ο Γκάιρι, «προσδίδει αξιοπιστία λόγω του ότι είναι ένας άνθρωπος που απειλείται, ότι ίσως ήθελε επίσης να ηγηθεί πολύ ισχυρών μαχών ενάντια σε υποτιθέμενες απόκρυφες δυνάμεις - για παράδειγμα το "βαθύ κράτος"».
Το «βαθύ κράτος» είναι μια δημοφιλής θεωρία στους αμερικανικούς ακροδεξιούς συνωμοσιολογικούς κύκλους, ιδιαίτερα στο κίνημα QAnon, το οποίο ισχυρίζεται ότι υπάρχει ένα είδος παράλληλου μυστικού κράτους που κινεί τα νήματα του κόσμου προς όφελος συμφερόντων ιδιωτικών ομάδων.
Ο δημοσιογράφος Άντονι Μάνσουι, ειδικός στη αμερικανική συνωμοσιολογική «σφαίρα», υπογραμμίζει «την αρκετά απίστευτη αντίδραση από κεντρώους και δημοκρατικούς κύκλους», οι οποίοι κατήγγειλαν αμέσως ένα σκηνοθετημένο συμβάν, με το hashtag #staged να κάνει επίσης το γύρο σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Πολύ γρήγορα, λογαριασμοί χρηστών υποστηρικτών των Δημοκρατικών ανέφεραν ότι το αίμα στο πρόσωπο του Ντόναλντ Τραμπ ήταν ψεύτικο και ότι η Μυστική Υπηρεσία (υπεύθυνη για την προστασία του Τραμπ) ενορχήστρωσε το συμβάν μαζί με τον πρώην πρόεδρο.
Κάτι που δείχνει, σύμφωνα με τον Άντονι Μάνσουι, «ότι κανείς δεν έχει ανοσία στις φαντασιώσεις θεωριών συνωμοσίας». «Το συμβάν μπορεί να εγείρει ερωτήματα», «αλλά υποκύπτουμε σε συνωμοσίες όταν κάποιος ξεκινάει μια σταυροφορία που βασίζεται σε μη επαληθευμένα στοιχεία», τόνισε.
Ένα σφάλμα στο οποίο υπέπεσαν ορισμένοι, σύμφωνα με τον ίδιο, ήταν «ένας συνδυασμός τριών παραγόντων που "κινούν" τη μηχανή συνωμοσίας: πολύ έντονος ακτιβισμός, κοινωνικοπολιτικό τραύμα και υποβάθμιση του συστήματος», που ωθεί τους ανθρώπους, «όταν δεν μπορούν πλέον, εξαιτίας αυτών των παραγόντων, να περιμένουν τις πληροφορίες των μέσων ενημέρωσης, να αναρωτιούνται: "ποιος ωφελείται από το έγκλημα;"
Η ευκολία πρόσβασης σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης, προσθέτει ο Μάνσουι, μπορεί να κινητοποιήσει τους ανθρώπους προς την ιδέα ότι «συμμετέχουμε όλοι στην έρευνα/συλλογική υστερία».
«Βλέπουμε σημάδια αυξημένης συνωμοσιολογίας και στα δύο αμερικανικά πολιτικά στρατόπεδα», αναφέρει ο Ιμράν Αχμέντ, διευθυντής του Κέντρου για την Καταπολέμηση του Μίσους στο Διαδίκτυο, σε συνέντευξη στην Washington Post. «Οι θεωρίες συνωμοσίας παρέχουν μια απλή ιστορία για να δώσουν σε όλους έναν λόγο να μην αντιμετωπίσει την πραγματικότητα».
«Από το 1967-68, έχετε περίπου μεταξύ 70 και 80% των Αμερικανών, από όλες τις κοινωνικοδημογραφικές και κοινωνικοπολιτικές ομάδες, που είναι απολύτως πεπεισμένοι ότι ο πρόεδρος Κένεντι (που δολοφονήθηκε το 1963) ήταν θύμα συνωμοσίας», υπενθυμίζει ο Γκάιρι. Η απόπειρα δολοφονίας κατά του Ρόναλντ Ρίγκαν, ο οποίος τραυματίστηκε σοβαρά λίγους μήνες πριν από τις εκλογές του 1981, έρχεται επίσης στο μυαλό όλων.