Πιθανή συμφωνία εξαγοράς της ελβετικής EFG International, που ελέγχεται από την οικογένεια Λάτση (διαθέτει το 45% των μετοχών) συζητά η επίσης ελβετική τράπεζα Julius Baer, όπως ανέφεραν στο Bloomberg πηγές με γνώση του θέματος.
Η Julius Baer, με έδρα τη Ζυρίχη, είχε προκαταρκτικές συζητήσεις με την EFG τις τελευταίες εβδομάδες σχετικά με τη δυνατότητα για μια συμφωνία. Η μετοχή της EFG κέρδισε 1,2% στις συναλλαγές της Παρασκευής, δίνοντας στην εταιρεία αγοραία αξία 3,8 δισ. ελβετικών φράγκων (3,83 δισ. ευρώ).
Μια συμφωνία μεταξύ των δύο τραπεζών, σημειώνει το Bloomberg, θα δημιουργούσε μια τράπεζα με εξειδίκευση στη διαχείριση περιουσίας με περισσότερα από 500 δισ. φράγκα σε περιουσιακά στοιχεία υπό διαχείριση. Θα έδινε συνέχεια στον μετασχηματισμό του ελβετικού χρηματοπιστωτικού κλάδου που ξεκίνησε πέρυσι, όταν η μεγαλύτερη τράπεζα της χώρας, η UBS Group AG, εξαγόρασε την ανταγωνίστρια Credit Suisse που βρισκόταν σε δεινή θέση.
Ο μεγαλύτερος μέτοχος της EFG είναι η οικογένεια Λάτση, η οποία έκανε την περιουσία της από την ελληνική ναυτιλία. Μέλος του διοικητικού συμβουλίου είναι ο Γιάννης Σπ. Λάτσης. Η EFG Bank European Financial Group της οικογένειας έχει μερίδιο περίπου 45% στον διαχειριστή πλούτου.
Η ενδεχόμενη συναλλαγή θα προστεθεί στα 45 δισ. δολάρια εξαγορών που ανακοινώθηκαν στον τραπεζικό κλάδο παγκοσμίως φέτος, σύμφωνα με στοιχεία που συνέταξε το Bloomberg. Οι συνομιλίες έχουν ξεκινήσει και δεν υπάρχει καμία βεβαιότητα ότι θα οδηγήσουν σε συναλλαγή, ανέφεραν οι πηγές του πρακτορείου, ενώ εκπρόσωποι της Julius Baer και της EFG αρνήθηκαν να σχολιάσουν.
Άλλοι βασικοί μέτοχοι της EFG περιλαμβάνουν τη βραζιλιάνικη Banco BTG Pactual SA, με μερίδιο περίπου 20%, και τον Μπόρις Κολάρντι, πρώην διευθύνοντα σύμβουλο της Julius Baer. Ο Κολάρντι έγινε μέλος του διοικητικού συμβουλίου της EFG το 2022 μετά την ξαφνική αποχώρησή του από την Banque Pictet.
Η EFG, η οποία είχε περιουσιακά στοιχεία υπό διαχείριση περίπου 142 δισ. ελβετικών φράγκων στο τέλος του 2023, ανέφερε τα υψηλότερα κέρδη της πέρυσι, ενώ προειδοποίησε ότι η ώθηση στα καθαρά έσοδα από τόκους από τα υψηλότερα επιτόκια είναι πιθανό να αντιστραφεί.